Iστορία 52 του Αλέξη Αλεξίου
[tale 52, Ελλάς 2008, 98']
Ήταν κάποιος, που δεν ήξερε καμιά ιστορία κι όλο έλεγε... ξέρω πολλές-πολλές ιστορίες...
Μια απ' αυτές είναι το Τούγκο Τούγκο [tugo tugo, 1998], τα 14 λεπτά που άλλαξαν το φαντασιακό κινηματογραφικό μας σύμπαν. Βαρύγδουπο αλλά τήρα που μπορεί να βγει πέρα για πέρα αληθινό.
Από το Φεστιβάλ Δράμας κι από την παλαβή ομάδα των τεσσάρων [Αλέξης Αλεξίου, Γιάννης Βεσλεμές, Βαγγέλης Μυλωνάς, Ναπολέων Στρατογιαννάκης] ξεπετάχτηκε η ομώνυμη ανεξάρτητη εταιρία παραγωγής. Σπουδαστές ακόμη, οι tugo tugo κάνανε και δεύτερη ταινία. Ο Αλεξίου μας αποκάλυψε με χιούμορ ότι "Ο Κλαρκ Κεντ είναι ο Σούπερμαν!" [2000, 16'] και ο Βεσλεμές μας ανέβασε από τον "Φωταγωγό" [2000, 17']. Το ελληνικό φανταστικό σινεμά έπαψε να είναι ανέκδοτο κι έγινε ακόμη πιο φανταστικό [εντάξει είχε βοηθήσει λίγο πιο πριν γι' αυτό κι ο Αντρέας Μαριανός].
Το 2001 κάνανε τζόιντ ερώτημα, το 15λεπτο αν "Με θυμάσαι;", όπου ο Αλέξης σκηνοθέτησε κι ο Γιάννης-Sportex επένδυσε μουσικά. Το μεγαλύτερο όφελος αυτής της απορίας ήταν η έναρξη συνεργασίας με τον μοντέρ Πάνο Βουτσαρά. Δυο χρόνια μετά επήλθε κι άλλο διπλό χτύπημα, όχι τόσο δυνατό είν' η αλήθεια. Ο Αλέξης μετονομάστηκε "Αριστείδης ο Αλόπεκας" [22'] κι ο Βεσλεμές προσπάθησε να βάλει "Γκολ" [25']. "Μερικές φορές το πιο επικίνδυνο μέρος για να ζεις [την ιστορία] είναι το μυαλό". Αλλά και το πιο συναρπαστικό στις εικονικές πραγματικότητες των καιρών.
Στην κλειστο-εγκεφαλική "ιστορία 52", η παρέα μεγάλωσε. Το εικαστικό διαμερισματικό σύμπαν επιμελήθηκε η Πηνελόπη Βαλτή και τα υφάσματα μεταμόρφωσε η Κίκα Καράμπελα. Ο Κάφκα έκανε παρέα με τον πρώιμο Λιντς. Οι εφετζήδες Αλαχούζοι αδελφοί καδράρανε ιδανικά στα (λαο)πλάνα τερτίπια του Χρήστου Καραμάνη. Ο Βεσλεμές-Felizol-Ναθαναήλ-Χόθορν βρήκε ηχο-παραισθητικά τον Peekay-Tayloh-Φίλιππα-Κ-Ντικ. Ακριβώς όπως το ψυχώ-ψυχεδελικό βλέμμα του πολυμεσικού πρωταγωνιστή Γιώργου Κακανάκη ταίριαξε γάντι στην υπόκωφη φωνή του Γιώργου Καραμίχου. Το ένα κα σημαίνει ψυχή, στα δύο κα αρχίζει ο εφιάλτης [θα φανεί στο τέλος].
Η αρχή της ταινίας είναι μάλλον καθημερινή. Ο εργένης Ιάσονας καλεί στο σπίτι του μερικούς φίλους και μαγειρεύει για να τους κάνει το τραπέζι. Η συζήτηση πριν το δείπνο είναι "περί ανέμων και υδάτων". Κάποια στιγμή χτυπάει το κουδούνι και αριβάρει καθυστερημένη η Πηνελόπη μ' ένα μπουκάλι κρασί στα χέρια. Η αμηχανία ξεπερνιέται όπως-όπως και κάπως έτσι αρχίζει μια ερωτική ιστορία, αυτή του διαμερίσματος 52. Η συνέχεια όμως δεν είναι καθόλου γραμμική ούτε και μοναδική. Επιδέχεται πολλές "εκδοχές" και πολλές ερμηνείες.
Η "ιστορία" μας ξεκινάει βουτηγμένη σε μια δανέζικη δανεική φωτογραφία. Οι φακοί πότε φλουτάρουν και πότε ανοίγουν και σερφάρουν στη λεπτομέρεια. Η κάμερα του Καραμάνη πελαγοδρομεί δημιουργικά αεροβατώντας και τα κύματα παραμένουν αδάμαστα. Έτσι δικιολογείται ο ενθουσιασμός από την προβολή της ταινίας στο Ρότερνταμ και το Βερολίνο. Η τεχνική πλευρά του θέματος είναι εξίσου παράξενη: γυρίστηκε σε super 16, μεταφέρθηκε ψηφιακά σε high definition και κατέληξε ιδανικά στα 35mm. Ούτε ο Τρίερ δεν έχει τέτοια τελειομανία.
Τα, εκ πρώτης όψεως απλά, ενδύματα της Κίκα ξαφνιάζουν ακόμη κι όταν τα ξαναβλέπουμε γιατί κάθε φορά οι ίνες τους πλησιάζουν όλα και πιο απειλητικά. Τα χαίνοντα και σεσηπότα εφέ των μετρ Αλαχούζων και οι μέικ-απ παρεμβάσεις τους δεν σ' αφήνουν να αναπολήσεις τη "μέρα της μαρμότας". Ο Βουτσαράς μοντάρει λογα-ρυθμικά και οι δύο μονομάχοι μουσικοί, Felizol vs Peekay, τελετουργούν αλγο-ρυθμικά και πολώνουν την ατμόσφαιρα.
Η "ιστορία" αναδιπλώνεται καφκικά κι οι λαβύρινθοι του απέραντου μυαλού δεν έχουν ποτέ λιακάδα. Παρά εθίζονται σταδιακά στη δημιουργία παραλλαγών όπου η επιστροφή γίνεται κάθε φορά σε άλλο σημείο του διαταραγμένου χωροχρόνου. Η "ιστορία" ξαναγράφεται, ενίοτε επανεγγράφεται, αλλά μοιάζει ατέρμων. Αυτό το ανοίκειο και το άβολο σπιράλ εκδοχών δημιουργεί απόσταση αλλά και γοητευτικό μυστήριο. Ξενίζει βέβαια η έλλειψη "ηθικού διδάγματος" αλλά μήπως στον Γκοντό ρωτάμε τον Μπέκετ ποιοι τον περιμένουν;
Η πηνελόπεια ερμηνεία της Σεραφίτας Γρηγοριάδου είναι ένα θεατρικό παιχνίδι αναμονής και διαρκούς αβάντας. Ο εγκέφαλος και το κέντρο του δράματος είναι ο τέλειος έλλην σάικο Ιάσονας, ο οποίος [Κακανάκης] παίζει με το ματωμένο καθηλωτικό βλέμμα του, αμφιβάλλοντας ταπεινά για τη μεγαλοσύνη της ενσάρκωσης. Η παράνοια τον ζώνει κι αυτός [δια χειρός Αλεξίου] προσπαθεί να βρει την ιδανική παραλλαγή καταστρέφοντας κύτταρα σα να ήταν σούπερ-νόβες. Η "φωνή" του βγαίνει μετά βίας, λες από στόμα εγγαστρίμυθου, αφού τα χείλη ίσα που κουνιούνται ή μας φαίνονται ότι κουνιούνται κάπου μέσα στο κεφάλι και στην χαυνωμένη παραζάλη.
Κι αν αρχικά νομίζουμε ότι επιβλέπει από ψηλά το φάντασμα του Theo van Gogh, στο φτάσιμο στην ιθάκη-γολγοθά ακούμε το συνωμοτικό γέλιο του Νίκου Νικολαΐδη.
_ _