It might get loud
Τρεις ροκ κιθαρίστες από διαφορετικές γενιές συναντιούνται σε ένα κινηματογραφικό σετ, για να μιλήσουν για την ηλεκτρική κιθάρα, να μοιραστούν κόλπα και εμπειρίες και να παίξουν μαζί. Ενδιάμεσα παίζουν φιλμ αρχείου, συνεντεύξεις, αφηγήσεις, εξομολογήσεις και, αναπόφευκτα, κιθάρα. Αυτή είναι η απλή ιδέα που έγινε ταινία. Και δούλεψε.
Ο Jimmy Page από τα 60s του Yardbirds αυθορμητισμού και τα 70s της Zeppelin χλιδής και της υπερβολής, ποντικός των στούντιο (αν βάλεις αγγλικό δίσκο της εποχής οι πιθανότητες να παίζει είναι περίπου μία στις τρεις), βιρτουόζος ρεβιζιονιστής και λωποδύτης των μπλουζ και μεγα-σταρ του ροκ.
O Edge από το post punk του τέλους των 70s που βήμα-βήμα κατόρθωσε να φτάσει τους U2 σε επίπεδα stardom παρόμοια με τους Zeppelin, όσο κι αν ο ίδιος δεν λατρεύτηκε ποτέ σαν θεός της κιθάρας. Ο λόγος για αυτό ήταν ότι είναι πιο σημαντικός σαν μουσικός - με μια παρατραβηγμένη λογοτεχνική διάθεση θα έλεγα γλύπτης του ήχου - παρά σαν κιθαρίστας. Ποτέ δεν έριξε βάρος στο σόλο και την βιρτουοζιτέ, όσο στον ήχο και στην τεχνολογία και τα εφέ που έκαναν τρία απλά επαναλαμβανόμενα ακόρντα να ακούγονται σαν "η μεγαλύτερη μουσική του κόσμου".
Ακριβώς το αντίθετο από τον τρίτο και νεότερο της παρέας, τον Jack White, μια τόσο large προσωπικότητα που όπου και να παίξει και ό,τι και να κάνει είναι "το καινούργιο project του Jack White". Πιουρίστας και περίπου λουδίτης (όχι ότι απαρνιέται εντελώς την τεχνολογία, απλά η τεχνολογία σε ότι αφορά τη δουλειά του σταματάει στο λαμπάτο ενισχυτή, την κουφωτή Gretch White Penguin του 57 και το distortion) είναι ο μόνος από τους τρεις που τραγουδάει, άρα που τραβάει όλα τα φώτα επάνω του, αλλά βέβαια έχει πολλά ψωμιά να φάει μέχρι να φτάσει τους άλλους δύο.
H ταινία αυτή έχει ενδιαφέρον για όποιον ενδιαφέρεται για τη μουσική πέρα από το επίπεδο του "αυτό μου αρέσει - αυτό δε μ' αρέσει" και αφήνει ανικανοποίητο όποιον ψάχνει για κουτσομπολιά. Κανένας τρίτος δεν μιλάει για τους πρωταγωνιστές, μόνο οι ίδιοι μιλάνε για την ιστορία τους και τη μουσική τους. Δεν θα μάθεις τίποτα εδώ για τα παιχνίδια του Page με τις σολομονικές και τον αλιστερκροουλισμό, ούτε για τους καβγάδες του Edge με τον Bono. Η μόνη απάντηση που δίνεται σε τέτοιου είδους ερώτηση είναι, για όσους αμφέβαλλαν, ότι η Meg είναι η μεγάλη αδερφή του Jack και όχι η σύζυγος ή κάτι άλλο, εκτός κι αν κάνει πλάκα όταν το λέει. Θα μάθεις πολλά όμως για το πώς γεννιέται η μουσική, ποια είναι η προσωπικότητα των τριών και ποιες ήταν οι συνθήκες και οι καταστάσεις που τους διαμόρφωσαν μουσικά.
Οι σκηνές στο τέλος, με τους τρεις να παίζουν μαζί slide και μετά ακουστικές είναι η αποκορύφωση, με τα βλέμματα να λένε περισσότερα από τα λόγια. Το ύφος, το πριγκηπικό πουκάμισο του Jimi και ο roadie που του φοράει την κιθάρα για να παίξει, το αντάρτικο σκουφάκι - κάλυψη φαλάκρας του Edge που δεν βγαίνει ποτέ και το όλο σκηνοθετημένο στη λεπτομέρεια "αντικομφορμιστικό" στυλάκι του Jack και η ειρωνία του για έναν white collar εργαζόμενο (που μπορεί να δουλεύει έμμεσα και για τον ίδιο) από το πίσω κάθισμα της λιμουζίνας, λένε πολλά επίσης, για να ικανοποιηθούν και οι χαμηλές μας αναζητήσεις.
Βαρετό για τους πολλούς, γαργαλιστικό για (όχι και τόσο) λίγους. Όπως λέει και ο Steve Wynn στο Halloween, μη μου πεις ότι δεν σε προειδοποίησα.