Κιμ Κι-ντουκ
Το ξέρετε ότι οι ντόπιες ταινίες στην Κορέα κάνουν το 49% των συνολικών εισιτηρίων; Στην Ελλάδα οι δικές μας κόβουν το 5%; Είμαι σίγουρος ότι οι κορεάτικες θα έκαναν εδώ περισσότερα εισιτήρια από τις ελληνικές, αν είχαν τη δυνατότητα να προβληθούν. Η μεγάλη επιτυχία της προτελευταίας ταινίας του Κι-ντουκ με τον τίτλο-μακρινάρι "Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και... άνοιξη" είναι μια καλή απόδειξη.
Σίγουρα ο δημιουργός της δεν έφτασε ως εδώ τυχαία. Οι τριετείς σπουδές καλών τεχνών στο Παρίσι (1990-1992) δεν τον ικανοποίησαν πλήρως. Η ζωγραφική δεν τον γέμιζε καλλιτεχνικά. Επέστρεψε στη χώρα του και θέλησε να μάθει σινεμά αλλά δεν τον δέχτηκε κανείς. Σε πείσμα όλων και άνευ σχετικών σπουδών, κατάφερε να διακριθεί ως σεναριογράφος, κερδίζοντας 3 βραβεία για τα "A painter and a criminal condemned to death" και "Jaywalking / Trespassing" από την κρατική Ακαδημία Σεναρίου και την εθνική Ένωση Σεναριογράφων.
Ντεμπουτάρισε ως σκηνοθέτης το 1996 με τον "Κροκόδειλο" [Ag-o], έναν άνδρα που μάζευε απ' το βυθό τα πτώματα όσων αυτοκτονούσαν πηδώντας από την άνωθεν γέφυρα της Σεούλ. Η ακραία ιστορία παντρεύτηκε με εκπληκτικές υποβρύχιες λήψεις που αντιπαραβάλλουν τη μοναξιά και τη γαλήνη του βυθού με αυτή του θανάτου. Η διαστροφική του αισθητική τράβηξε αμέσως την προσοχή των σινεφίλ λεσχών και των ανάλογων φεστιβάλ.
Ακολούθησαν τα "Άγρια ζώα", μια ακραία ιστορία φιλίας και έρωτα τοποθετημένη στο Παρίσι. Αν και η υπόθεση παλινδρομεί από το αστυνομικό φιλμ ως το μελόδραμα, εντούτοις λειτουργεί ως αλληγορία οικοδομώντας μια ανίερη φιλία μεταξύ δύο δυνάμει αντιπάλων, ενός νοτιο- και ενός βορειοκορεάτη. Μπορεί στο Μόντρεαλ οι θεατές να έδειξαν ενδιαφέρον, στην Σεούλ όμως οι ιθύνοντες δεν χάρηκαν διόλου. Γι' αυτό εξάλλου και διάλεξε τη μακρινή Γαλλία για τα γυρίσματα, ώστε να έχει την ανάλογη απόσταση ασφαλείας.
Το "Πανδοχείο το Κλουβί των Πουλιών" [Paran daemun, 1998] αποτέλεσε το εναρκτήριο φιλμ της τότε Μπερλινάλε και του επεφύλαξε θριαμβευτική υποδοχή στο Μόντρεαλ. Εδώ πια φαίνεται πως έχει καθορίσει το στίγμα του και το αισθητικό του προφίλ: σπεσιαλίστας στα κλειστά περιβάλλοντα, αφηγείται τραγικές, οδυνηρά αληθινές ιστορίες, αναπλάθει ιδιόμορφους χαρακτήρες, ακολουθεί το ψυχαναλυτικό τους μοντέλο, καταδύεται στην ανθρώπινη υπόσταση, ρισκάρει στη φόρμα και στο περιεχόμενο, και δεν φοβάται να αναμετρηθεί με το σκοτεινό πολιτικό παρελθόν. Ολ' αυτά με τρόπο ιδιαίτερα δημιουργικό και πρωτότυπο και παράλληλα συναρπαστικό και προσφιλή στο ευρύ κοινό.
Η πόρνη βρίσκεται στο επίκεντρο πολλών σεναρίων του. Η κοινωνία στην οποία μεγάλωσε την θεωρεί κατώτερο ον. Ο Κιμ την φαντάζεται φυλακισμένο πουλί, δαρμένο σκυλί, ψάρι πληγωμένο έξω απ' τα νερά του. Ο ίδιος βρέθηκε στο στόχαστρο των γυναικών, φεμινιστριών και κριτικών, διότι υποστήριξε ότι αυτή η σκαιή πραγματικότητα ωριμάζει και σκληραγωγεί τα ίδια της τα θύματα. Πιστεύει με ασίγαστο πάθος πως 'ό,τι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό' και εναντιώνεται με σθένος στην ηθική του αυτόματου σεξ.
Ιδανικό απόσταγμα αυτής της οπτικής αποτελεί "Το νησί" [Seom, 2000] όπου τα όρια οδυνηρής πραγματικότητας και νοσηρής φαντασίωσης είναι διαπερατά και αξεδιάλυτα. Ο έρωτας συνδέεται άμεσα με την οργή και τον πόνο. Ωμή πρωτόλεια αθωότητα ανακατεμένη με αγωνία και θυμό, ηδονιστική βία και σαδιστική ομορφιά, περιβάλλονται από ένα οικοσύστημα εκπληκτικής δύναμης και σπάνιου κάλλους. Περιττό να τονίσω ότι η εικαστική φωτογραφία επιτείνει την αφύσικη φυσικότητα των καταστάσεων, όπως άλλωστε συμβαίνει και σ' άλλες ταινίες του Κι-ντουκ.
Η Βενετία του άνοιξε τις αγκάλες της και οι απανταχού σινεφίλοι γοητεύτηκαν από τις ακατέργαστες αντιθέσεις κουλτούρας και τοπίου, φύσης και ψυχισμού, ονείρου και εφιάλτη. Με την ταινία αυτή τον γνωρίσαμε κι εμείς, μέσα από τις πάντα πρωτοποριακές επιλογές των Νέων Οριζόντων του Δημήτρη Εϊπίδη. Ο ενθουσιασμός της εικόνας ακολούθησε τις σοκαριστικές εκπλήξεις με αποκορύφωμα την περιβόητη σκηνή με το αγκίστρι που θα μείνει χαραγμένη βαθιά σε όλους.
Παράλληλα με "Το νησί" ο Κιμ ασχολήθηκε και με το πειραματικό "Real Fiction" [Πραγματική μυθοπλασία, Shilje sanghwang, 2000]. Πρόκειται για μια ταινία μπλιτζ, πολύ χαμηλού προϋπολογισμού, γυρισμένη σε 200 λεπτά, με ταυτόχρονη χρήση 8 αναλογικών και 10 ψηφιακών κινηματογραφικών μηχανών, που καθοδηγούνταν από 11 βοηθούς σκηνοθέτες και μια ομάδα εργασίας 150 ατόμων. Εξτρεμιστική ιδέα, σύλληψη και εκτέλεση. Ντοκιμαντερική φωτογραφία πάνω στη μελέτη του κεντρικού χαρακτήρα, προκλητικές σεναριακές παραλλαγές που θέτουν ερωτηματικά περί ηθικής σ' έναν κόσμο σκληρό, γεμάτο αγνωμοσύνη, εμπρηστικές συμπεριφορές και εκδικητική μανία.
Το φεστιβάλ του Πουσάν πριμοδοτεί τη σεναριακή ανάπτυξη της νέας του δουλειάς, "Διεύθυνση άγνωστη" [Suchwiin bulmyeong, 2001], που εξετάζει τα ψυχικά [και όχι μόνον] τραύματα που προκάλεσε η αμερικάνικη στρατιωτική παρουσία στη Βόρεια Κορέα. Δυνατές εικόνες, οργή και μίσος, συγκροτούν αυτήν την καταθλιπτική ελεγεία, οι θεατές σοκάρονται από τις ωμότητες και τις υπερβολές του [κάποιος δήλωσε ότι βίωσε φυσικό πόνο κατά τη διάρκεια της προβολής και του άρεσε], αλλά το αποτέλεσμα είναι υπερφιλόδοξο και τόσο συγκεντρωτικό που μάλλον υποβαθμίζει τις αρχικές προθέσεις του δημιουργού.
Η ερωτική φαντασίωση αναδύεται και πάλι στον "Μοχθηρό τύπο" [Nabbeun namja, 2001], όπου η πορνεία και η σχέση εξάρτησης-υποταγής στον αφέντη ανακαλύπτουν νέα όρια. Υπάρχουν βέβαια στιγμές τρυφερότητας σ' αυτήν την κατακερματισμένη σχέση αλλά ο κίνδυνος εκτροπής είναι μόνιμος μέσω της υπόμνησης μιας υφέρπουσας σαδομαζοχιστικής απειλής. Η επίκληση μιας συναισθηματικής 'ζώνης αποκλεισμού', μιας νεκρής ζώνης χωρίς αισθήσεις και παρ-αισθήσεις είναι σίγουρα ένα δύσκολο κινηματογραφικό εγχείρημα.
Με τον "Ακτοφύλακα" [Hae anseon, 2002] ο Κι-ντουκ εισέρχεται στο βασίλειο της παραφροσύνης: η τρέλα του ζηλόφθονου οπλίτη που καταλήγει σε παράνοια από τη μια, και η υστερία του κολλημένου με την στρατιωτική πειθαρχία από την άλλη. Αλλά και η παράλληλη ερωτική τρέλα της αγαπημένης του. Όλ' αυτά μπλέκονται με ένα πολιτικό κατασκοπικό παιχνίδι παρεξηγήσεων που καταλήγει στην ευχή για μια ειρηνικά ενωμένη Κορέα. Μύλος δηλαδή, μπουρδούκλωμα ειδών και προθέσεων.
Μοναχός το δρόμο επήρε, εξανάρθε μοναχός. Κι ότι είχαμε αρχίσει ν' ανησυχούμε για το 'κακό του παραστράτημα'. Ο πλήρης κύκλος της ταινίας "Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και... άνοιξη" [Bom yeoreum gaeul gyeoul geurigo bom, 2003] με τις ημι-αυτοβιογραφικές πινελιές και τον σκηνοθέτη να κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αποτελεί την μεγάλη έξοδό του στον κόσμο και ένα γενναιόδωρο άνοιγμα προς το ευρύ κοινό. Οι Νέοι Ορίζοντες τον υποδέχονται ξανά καθώς και αρκετά μεγάλα φεστιβάλ της Ευρώπης.
Οι τέσσερις εποχές στροβιλίζουν τη γέννηση, την άνοδο, την αποσκίρτηση, την πτώση και... την αναγέννηση. Οι αρχές του βουδισμού, οι διδαχές με το ψαράκι, το φιδάκι και το βατραχάκι, η σιωπή, το επιβλητικό φυσικό κάλλος, ο πειρασμός και η παράδοση σ' αυτόν, η παραβολική αφήγηση όσων εκτυλίχθηκαν εκτός κινηματογραφικού πεδίου και χρόνου. Όλα ξεδιπλώνουν μια ανυπέρβλητη ταπεινή μαγεία, ένα δόσιμο, ένα ξόδεμα κι ένα πλήρωμα χωροχρονικό που ανταποδίδεται, εκπληρώνεται ως οδυνηρά κατακτημένη σοφία. Ως πέρασμα, ως κληροδότημα σε μια επόμενη γενιά. Ως μαγιά για το ξεκίνημα μιας νέας πορείας, ενός νέου κύκλου.
"Η καλή Σαμαρείτιδα" [Samaria, 2004] ανοίγει ακόμη περισσότερο τον κύκλο, χαρίζοντάς του την Αργυρή Άρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας στην τελευταία Μπερλινάλε. Είναι εκπληκτικό πως όσο περιστρέφεται γύρω από τα θέματα που τον ενδιαφέρουν τόσο πιο πρωτότυπος και δημιουργικός αποδεικνύεται κάθε φορά που επιστρέφει σε αυτά. Είναι επίσης αξιοθαύμαστο πόσο σκεπτικός και εξεταστικός στέκεται απέναντι στις αρχές και στις αξίες που πρεσβεύει. Έχοντας κάνει συνολικά 10 ταινίες σε 9 χρόνια, παραμένει 'ημι-αφηρημένος' ιδίοις λεξί, αρτιστικά φρέσκος και καλλιτεχνικά προοδευτικός. Κι αν ταρακουνάει συχνά το κοινό του με τις εικαστικές του ιδιορρυθμίες, έχει το άλλοθι του πραγματικού πιονιέρου.
Ταινιολόγιο
Samaria (Η καλή Σαμαρείτιδα, 2004)
Bom yeoreum gaeul gyeoul geurigo bom (Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας... και άνοιξη, 2003)
Hae anseon (Ο ακτοφύλακας, 2002)
Nabbeun namja (Μοχθηρός τύπος, 2001)
Suchwiin bulmyeong (Διεύθυνση άγνωστη, 2001)
Shilje sanghwang (Πραγματική μυθοπλασία, 2000)
Seom (Το νησί, 2000)
Paran daemun (Πανδοχείο το Κλουβί των Πουλιών, 1998) Yasaeng dongmul bohoguyeog (Άγρια ζώα, 1996)
Ag-o (Κροκόδειλος, 1996)
Ολομόναχοι Μαζί στο Νησί
Το τόξο
Pieta, οίκτος κι αποκαθήλωση