Λουκία Ανάγνου
Ποια είναι η τύχη; Ο άνθρωπος ή τα λεφτά; Ένα μόλις εξασέλιδο διήγημα του Τσέχωφ γίνεται θεατρική παράσταση και αφήνει ανοιχτές τις απαντήσεις. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Δεν είναι τυχαίο ότι κλείνει η πόρτα πίσω από ένα ζευγάρι όταν μιλάμε για την κρεβατοκάμαρα του, γι’ αυτό και η σκηνοθέτης Λουκία Ανάγνου κάνοντας το άλμα να μας παρουσιάσει το κρεβάτι που κοιμάται το ζεύγος των πρωταγωνιστών στο ‘Τυχερό Λαχείο’, τοποθετεί τον θεατή της παράστασης (η οποία βασίζεται στο ομότιτλο διήγημα του Άντον Τσέχωφ) στα ενδόμυχα της σχέσης.
Ειδικότερα όταν αυτή η τοποθέτηση έχει να κάνει με το μικτό εμβαδόν του σπιτιού όπου οριακά επιβιώνει το νεαρό ζευγάρι των πρωταγωνιστών (κάνοντας έτσι άμεσα τη σύνδεση με αυτό που συμβαίνει σε συνομήλικους τους στην Ελλάδα αλλά και παγκοσμίως στις ημέρες μας).
Και πάντα αυτό συνέβαινε όπως καταλαβαίνουμε από το πρωτότυπο κείμενο του 1887, όπου η μόνη τρανταχτή διαφορά με τη μεταφορά της Ανάγνου έχει να κάνει με το ότι ο Τσέχωφ βάζει στο επίκεντρο της δράσης ένα ελαφρώς πιο μεγάλο σε ηλικία ζευγάρι. Αυτό δεν αποτελεί κάποια διαφορά η οποία αλλοιώνει τον πυρήνα του διηγήματος του Τσέχωφ. Η Masha και ο Ivan Dmitritch το 1887 απαντώνται στο καθιστικό τους, η Ανάγνου βάζει τους πρωταγωνιστές της σήμερα μέσα στην κρεβατοκάμαρα τους. Δεν έχουν παραπάνω, δεν ζουν πουθενά παραπάνω από αυτό το (θαρρείς από τα φοιτητικά τους χρόνια) διπλό στρώμα στο πάτωμα. Εκεί τρώνε, εκεί ζούνε τον έρωτα τους, εκεί μαλώνουν, εκεί παρακολουθούν τηλεόραση και εκεί μέσω της οθόνης (ο Ivan στο πρωτότυπο κείμενο είχε την εφημερίδα του ως πηγή ενημέρωσης) μαθαίνουν ότι το λαχείο τους πιθανόν να έχει κερδίσει.
Αυτή ακριβώς η πιθανότητα θα γεννήσει απιθανότητες σε επίπεδο μελλοντικών δυνατοτήτων στην κοινή τους και μη πορεία και θα ξεκλειδώσει ζητήματα συμπεριφορικής και ατομι(κι)σμού μέσα στη σχέση. Γι’ αυτό και όπως προαναφέρθηκε ήταν λίαν επιτυχημένη η επιλογή της σκηνοθέτιδας να μας βάλει από την αρχή στον πυρήνα της σχέσης κάθε ζευγαριού, το κρεβάτι.
O Νικόλας Μπράβος μπήκε περισσότερο φουριόζος απ’ ότι προβλέπει ο ρόλος του στο έργο ενώ αργότερα έριξε τους τόνους του και εναρμονίστηκε με τη συμπρωταγωνίστρια του, την Χρύσα Κολοκούρη, η οποία ήταν σχεδόν αψεγάδιαστη σε όλο το εύρος του αποδίδοντας με άνεση τις πολλές πτυχώσεις της ψυχολογίας της ηρωϊδας.
Το χιούμορ της Ανάγνου στην ανάγνωση του έργου ήταν έξυπνα τοποθετημένο ώστε να διώχνει από τον θεατή το βάρος της αντικειμενικά στενάχωρης διαβίωσης του ζευγαριού. Την ίδια στιγμή άνοιξαν οδοί οι οποίες δεν εξηγήθηκαν επαρκώς κατά τη διάρκεια της παράστασης, κάτι που βάρυνε ειδικότερα στους ώμους του Μπράβου, μιας και έμεινε μετέωρος, για παράδειγμα ο μουσικός (στα όρια του βαριετέ και καθ’ όλα καλοδεχούμενος) του οίστρος με τον ίδιο να κάθεται στο ηλεκτρικό πιάνο δύο φορές στις αρχές της παράστασης και μετά να ξεχνιέται εντελώς η παράμετρος αυτή.
Πάντως το μήνυμα, διαχρονικό όπως έχει αποδειχθεί, δόθηκε από τη μεριά της σκηνοθέτιδας. Οι ρόλοι και ειδικότερα οι προσδοκίες των συντρόφων σε μία σχέση είναι σε άμεση συνάρτηση με τα υλικά αγαθά που αυτή η σχέση απολαμβάνει.