Μαμ, κακά και Νάνι Μορέτι
"Ο ιταλικός κινηματογράφος είναι γεμάτος από συμπαθέστατους σκηνοθέτες που διηγούνται ανέκδοτα σε μηχανικούς προβολής και κάνουν απαίσιες ταινίες. Για δεκαετίες προσπαθούσαν να προκαλέσουν το γέλιο κάπως έτσι: 'Άνδρας κυνηγημένος μπαίνει τυχαία σε δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου μια γυναίκα ουρλιάζει από φόβο μήπως την βιάσει. Ο άνδρας δεν την προσέχει καν και φεύγει. Η γυναίκα μένει απογοητευμένη'. Αυτοί οι ίδιοι τσαρλατάνοι κάνουν τώρα φεμινιστικές ταινίες με συνειδητοποιημένες ηρωίδες και βάζουν στο φινάλε την πρωταγωνίστρια να ατενίζει τον ορίζοντα με το παιδί της στο χέρι, το οποίο κρατά τελικά μόνο για τον εαυτό της. Όλοι αυτοί οι χαρακτήρες είναι διεφθαρμένοι, κυνικοί και δουλοπρεπείς. Έχουν επινοηθεί από τους δημιουργούς τους μονάχα για να συγκαλύψουν την δική τους χυδαιότητα, την έλλειψη ηθικής ή ιδανικών για την ζωή και το σινεμά". (La Repubblica, 12/6/1979)
Οι κινηματογραφόφιλοι ξέρουν καλά ποιος είναι ο Μορέτι και ξέρουν εξίσου καλά πως πρώτα μιλάει για τον εαυτό του και ύστερα για τους άλλους. Την αυτοκριτική του κατάφερνε πάντα να την κάνει δημόσια πράξη, μέσα απ' τις ταινίες του. Από την πρώτη κιόλας μεγάλη του δημιουργία, γυρισμένη ερασιτεχνικά σε super 8, κατέθεσε στο κοινό την ταυτότητά του: "Είμαι ένας αυτεξούσιος" (Io sono un autarchico, 1976). Με το "Ecce Bombo" (1978) κατάφερε να πάει στις Κάνες με μια φρεσκάδα στριμωγμένη στα 16mm. Τα "Χρυσά όνειρά" του (Sogni d'oro, 1981) του χαρίζουν το μέγα ειδικό βραβείο της Βενετίας, δια χειρός Italo Calvino. Μετά έρχεται η "Μπιάνκα" (Bianca, 1984) και το πάθος για την μερέντα. Στα 1985 "Η λειτουργία τελείωσε" (La messa e finita) κατακτά το Βερολίνο κι ο Μορέτι-παπάς φεύγει από την Μπερλινάλε με την αργυρή άρκτο.
Το 1986 ιδρύει μαζί με τον Angelo Barbagallo την εταιρία παραγωγής, Sacher Film, που οφείλει τ' όνομά της στο αγαπημένο του βιεννέζικο γλυκό. Αμέσως αγκαλιάζει πολλούς ανήσυχους δημιουργούς, όπως ο Daniele Luchetti και ο Carlo Mazzacurati. Με την "Palombella rossa" (1989) μας χαρίζει την πιο αυτοβιογραφική, αυτοεπικριτική και αυτοπολιτική του ταινία. Ένα ήπιο αριστούργημα που παρουσιάζεται στην εβδομάδα κριτικής της Βενετίας, όντας απορριπτέο από το επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα. Ουδείς προφήτης στον τόπο του και μάλιστα όταν εκθέτει εν εαυτώ και θυμίζει οικεία κακά εν εαυτή. Το 1991 ανοίγει σε μια λαϊκή συνοικία της Ρώμης τον κινηματογράφο Sacher, ένα διαφορετικό σινεμά που συσπειρώνει αμέσως τους πεινασμένους σινεφίλ. Δυο χρόνια μετά επιστρέφει με το "Αγαπημένο μου ημερολόγιο" (Caro diario) και παίρνει το βραβείο σκηνοθεσίας στις Κάνες to 1994.
Ακολουθούν κάποιοι σημαντικοί ρόλοι σε ταινίες άλλων. Η πρωταγωνιστική και καθοριστική του ερμηνεία στην "Δεύτερη φορά" (La seconda volta, 1995) του Mimmo Calopresti και το πέρασμα από τις "Τρεις ζωές κι ένας μόνο θάνατος" (Trois vies e une seule mort, 1996) του Raul Ruiz. Η περίοδος της ωριμότητας μπαίνει πια στην φάση της πατρότητας. Στον "Απρίλη" (Aprile, 1998), ο Νάνι γίνεται μπαμπάς και στην οθόνη. Και εν έτι 2001 κάνει μια χαμηλότονη επιστροφή με "Το δωμάτιο του γιου" (La stanza del figlio), που εξελίχθηκε σε θρίαμβο όταν κέρδισε (επιτέλους) τον χρυσό φοίνικα του φεστιβάλ των Κανών. Και ολοκληρώθηκε με την θέση του προέδρου της κριτικής επιτροπής στην βενετσιάνικη μόστρα και την αύρα περηφάνιας και ανθρωπισμού που περιέβαλε τα βραβεία.
Η υπόθεση του "Δωμάτιου" είναι γεμάτη αντιφάσεις και οξύμωρα σχήματα: ισορροπημένος ψυχαναλυτής τρέχει με την μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων (κλασική μορετική αρχή). Περνάει απ' το λιμάνι της αγωνίας και τη γέφυρα των στεναγμών πριν ακολουθήσει (ανυποψίαστος) τον δικό του προσωπικό γολγοθά. Κάθε ουσιαστικό και κάθε επιθετικός του προσδιορισμός, κρύβει μια λεπτή αυτό-ειρωνεία, ένα παιχνίδι πίσω απ' το δάχτυλο της σύμβασης. Ο σκηνοθέτης, διαμέσου της αυτό-βιογραφικής του περσόνας, στιγματίζει τον καθολικισμό, την υποταγή σε οτιδήποτε 'δήθεν πατροπαράδοτο', την κοινωνική 'επιφάνεια'. Ο θεατής βρίσκεται μέσα στα γεγονότα, αισθάνεται συγγενής των καταστάσεων, αλλά ταυτόχρονα αρκετά αποστασιοποιημένος ώστε να βλέπει καθαρά τις πλάνες, τις αυταπάτες, τις παγίδες της κατεστημένης κοινωνίας. Δεν πατρονάρεται, δεν παρασύρεται, ούτε καθοδηγείται από τον δημιουργό. Απλά κοινωνεί και συγκοινωνεί, μετέχει και επέχει, ενέχεται και απέχει εξίσου, ώστε να δει τις πραγματικές διαστάσεις και τις εξελίξεις με την πρέπουσα ηρεμία.
Ο Μορέτι με τρομακτική συμπύκνωση αισθημάτων μας κάνει κοινωνούς μιας δυσάρεστης οικογενειακής τραγωδίας. Μιλάει ταυτόχρονα και στην καρδιά και στο μυαλό, χωρίς να γίνεται συναισθηματικός. Λογική κι ευαισθησία σε μια αξιοθαύμαστη και σπάνια ισορροπία. Τρυφερός, ανθρώπινος, αποφεύγει το μελό χωρίς να υπεκφεύγει, δεν εξωραϊζει, ούτε τραγικοποιεί. Μας προσφέρει απλόχερα το απόσταγμα της πολύχρονης εμπειρίας του από τα απρόοπτα της ζωής. Η απώλεια του γιου είναι σαν την αποκοπή ενός άκρου από το σώμα της οικογένειας. Οι ισορροπίες διαταράσσονται, προφανώς και ανεπιστρεπτί, όμως όλοι θα πρέπει να συνηθίσουν τη νέα πραγματικότητα. Δεν μπορούν να την αλλάξουν, δεν μπορούν ίσως να την συνηθίσουν, μπορούν απλά να μάθουν να ζουν με αυτή.
Εκτός από τον ψυχαναλυτή (ο ίδιος), ξεχωρίζουν οι χαρακτήρες της γυναίκας του (Laura Morante) και του ασθενούς που γίνεται υπομόχλιο των εξελίξεων (Silvio Orlando). Με τον Σίλβιο Ορλάντο είχαν άλλωστε ξανασυναντηθεί και στο "Απρίλη" και στην "Palombella rossa". Τέλος, για πρώτη φορά ακούω μια απαλή δραματική μουσική, από-λιτη, απόλυτα λειτουργική, που δεν καπελώνει τα πλάνα ούτε εκβιάζει τα εύκολα συναισθήματα συμπάθειας. Λεπτή στις λεπτές ισορροπίες, με εντάσεις και κρεσέντα στα ξεσπάσματα, αλλά και ήπιες στιγμές, χάρμα ακοής. Οι συνθέσεις του Πιοβάνι μοιάζουν να εμπνέονται από το τραγούδι "By this river" των Brian Eno - Roedelius - Moebius και ν' ακολουθούν την τροχιά του, σε κυκλικές βαριάντες, κατά τρόπο ανάλογο με αυτόν του Michael Nyman, του οποίου το "Water Dances" ακούγεται επίσης.
Πηγές
Το επίσημο site στην BAC
O Moretti σε αγγλικά και ιταλικά
Moretti για ιταλούς
Η πρωταγωνίστρια Laura Morante