Maurice Jarre [1924-2009], με δύναμη και συναίσθημα
Πενήντα χρόνια προσφοράς στην κινηματογραφική μουσική θα βρείτε πίσω από το όνομα Μωρίς Ζαρ. Από το πρώτο μικρό ντοκιμαντέρ Hotel des Invalides [1951] του George Franju μέχρι την τηλεοπτικό πολεμικό δράμα Uprising [2001] του Avnet. Οι συμφωνικές του μουσικές είναι μνημειώδεις αλλά και οι μετέπειτα ηλεκτρονικές βρήκαν ουκ ολίγους θαυμαστές, με μεγαλύτερο όλων τον κοσμοπολίτη γιο του, Jean-Michel.
Το πιο περίεργο είναι ότι αποφάσισε στα τέλη της εφηβείας, αρκετά "μεγάλος", να γίνει μουσικός κι ότι φοίτησε στο κονσερβατουάρ του Παρισιού παρά τη θέληση του πατέρα του. Σπούδασε κρουστά, αρμονία και σύνθεση και μαθήτευσε κοντά στον Joseph Martenot, εφευρέτη του ηλεκτρονικού κλαβιέ Martenot Waves και πρόδρομου του συνθεσάιζερ.
Πέρασε ως μουσικός από το θέατρο του Jean-Louis Barrault και σκόραρε για πρώτη φορά στην "Πριγκίπισσα του Χόμπουργκ" [1950] του Κλάιστ, σε σκηνοθεσία του Jean Vilar. Ο Βιλάρ τον έκανε μόνιμο συνεργάτη του για τα επόμενα 12 χρόνια στο Εθνικό Λαϊκό Θέατρό του.
Ο Φρανζού του ανέθεσε τις πρώτες πλήρεις σινεματικές επενδύσεις για τις ταινίες του La Tete Contre les Murs [Με το κεφάλι στον τοίχο / Head Against the Wall, 1958] και Les Yeux Sans Visage [Μάτια χωρίς πρόσωπο / Eyes Without a Face, 1959].
Το μεγάλο μπαμ ήρθε μέσα από τις ταινίες του σερ David Lean. Το σάουντρακ του "Λώρενς της Αραβίας" [1961] θεωρήθηκε πολύ δύσκολο έργο και ανατέθηκε σε τρεις μουσικούς να το γράψουν τμηματικά. Τελικά όμως όλο το βάρος έπεσε στους ώμους του ενός και μόνου Ζαρ που δούλευε ατελείωτες ώρες επί έξι βδομάδες με ελάχιστο ύπνο και κατάφερε τελικά αυτό το επικό αποτέλεσμα που του απέφερε το πρώτο όσκαρ με την πρώτη κιόλας υποψηφιότητα.
Ο Λην τον έστεψε και δεύτερη και τρίτη φορά τροπαιούχο με τον "Δόκτωρ Ζιβάγκο" [1965] και το "Πέρασμα στην Ινδία" [1984]. Ανάμεσα [1970] του είχε γράψει μουσική και για την "Κόρη του Ράιαν" [Ryan's daughter] ενώ επρόκειτο να συνθέσει και τη μεταφορά του "Νοστρόμο" του Τζόζεφ Κόνραντ αλλά ο Λην απεβίωσε [1991] πριν προλάβει να αρχίσει τα γυρίσματα.
Μέσα σε μια υπερδραστήρια πεντηκονταετία συνέθεσε πάνω από 160 σάουντρακ, δουλεύοντας με διαφορετικά στιλ σε όλα τα είδη ταινιών και με εκ διαμέτρου διαφορετικούς σκηνοθέτες.
Από τον Richard Fleischer [Crack in the Mirror, 1960], τον John Frankenheimer [Το τρένο, 1964] και τον Richard Brooks [Οι επαγγελματίες, 1966] ως τον William Wyler [Ο συλλέκτης, 1965] και τον John Huston [Ο δικαστής (1972), Ο άνθρωπος με το αδιάβροχο (1973), Ο άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς (1975)]. Από τον Rene Clement [Το Παρίσι φλέγεται, 1966], στον Hitchcock [Τοπάζ, 1969], στον Newman [Η επίδραση των ακτίνων γάμα στα χρυσάνθεμα, 1972] και στον Kazan [Ο τελευταίος μεγιστάνας, 1976].
Από τον ιταλό Franco Zeffirelli [Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, 1976] και τον γερμανό Voelker Schloendorff [Το ταμπούρλο (1979), Ο κύκλος της απάτης (1981)] στον αυστραλό Peter Weir [Επικίνδυνα χρόνια (1982), Μάρτυρας εγκλήματος (1985), Η ακτή του Κουνουπιού (1986), Ο κύκλος των χαμένων ποιητών (1989), Σχέση Ζωής (1993)].
Από το τηλεοπτικό Shogun [1980] και "Το λιοντάρι της ερήμου" [Omar Mukhtar, 1981] στο Firefox [1982] και το "Άκρως τρελό κι απόρρητο" [Top Secret!, 1984]. Από τον σκοτεινό Donaldson [Αδιέξοδο] και τον ευδιάθετο Mazursky [Το φεγγάρι σταμάτησε στο Πάραντορ, 1988] στον κλειστοφοβικό Adrian Lyne [Ολέθρια σχέση (1987), Ξύπνημα στο εφιάλτη (1991)]. Από τον αγιογραφικό Michael Apted [Γορίλες στην ομίχλη, 1988] στον μεξικάνο Alfonso Arau [Σαν πρόσωπο στα σύννεφα, 1995].
Το Χόλιγουντ τον "απασχόλησε" πλήρως και σχεδόν αποκλειστικώς. Δε δίστασε να δώσει νέα φωνή και ρόλο σολίστα σε τοπικά παραδοσιακά όργανα [σλοβακικό φλάουτο στο "Ταμπούρλο"], δε φοβήθηκε τις συμφωνικές ενορχηστρώσεις [Unchained Melody του Alex North] αλλά ούτε και τη νέα τεχνολογία. Το πρώτο αμιγώς ηλεκτρονικό του σάουντρακ ήταν το εξαιρετικό The Year of Living Dangerously του 1982 και ακολούθησαν τα Witness [1985], Fatal Attraction [1987] και Ghost [1990].
Τελευταίες δουλειές το "Sunshine" [1999] του Istvan Szabo και το "Ονειρεύτηκα την Αφρική" [2000] του Hugh Hudson. Συνολικά έχει βραβευτεί τουλάχιστον είκοσι φορές στα γνωστότερα φεστιβάλ αλλά και για το σύνολο του έργου του.
Το "Lara's Theme" του Ζιβάγκο ανθολογείται πολύ συχνά μέχρι και στις μέρες μας. "Το άκουσα να το παίζει ένας κιθαρωδός πάνω σε μια γόνδολα στη Βενετία. Το άκουσα από πλανόδιους μουσικούς με πρωτόγονα όργανα κάπου στην κεντρική Αφρική. Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που γίνεται η ζωή απόλαυση..." καταθέτει ο ίδιος φανερά συγκινημένος.