Μεσσίας και Skywalker
Η θρυλική σάγκα μετά από 42 ολάκερα χρόνια φτάνει στο τέλος της και ο Στυλιανός Τζιρίτας (αν και αμετανόητος trekkie) ήταν εκεί και μεταδίδει τις πρώτες εντυπώσεις
Ο διαχειριστής J.J. Abrams, αν και γνωρίζω ότι υπάρχουν σημαντικές ενστάσεις για το όνομά του, απεδείχθη τελικά ο ναυαγοσώστης του αστρικού εν σελλυλόιντ μύθου. Και αυτό το λέει ένας trekkie, μιας και ο Αμερικανός διέσωσε (αν μη τι άλλο στις 2 πρώτες ταινίες του reboot) και το ‘Star Trek’, μπολιάζοντας το ολίγον με ‘Star Wars’, όπως ομολόγησε στα extras της πρώτης ταινίας με το νέο πλήρωμα του Enterprise.
Στον ίδιο το μύθο του ‘Star Wars’ φέρθηκε κατά τη γνώμη μου, και το γράφω τώρα που ολοκληρώθηκε η τριλογία, με ακόμα μεγαλύτερη αφοσίωση, κρατώντας ίσες αποστάσεις από αυτά που ήθελε η εταιρεία για να κάνει γερό box office και αυτά που ήθελε και ο σκληροπυρηνικός οπαδός.
Στο τρίτο μέρος της τρίτης τριλογίας (‘The Rise of Skywalker’) του ‘Πολέμου των Άστρων’ όντως είχαν μείνει όχι μόνο εκκρεμότητες στην εξέλιξη του μύθου, αλλά και σημεία προς διευκρίνηση. Θα πω λοιπόν ότι ο J.J. κατάφερε να φτιάξει μια ταινία κάτι παραπάνω από αξιοπρεπή και με μερικά ωραία σημεία. Δεν θα υπάρχουν spoilers στο άρθρο, συνεχίστε άφοβα.
Καταρχάς να πω ότι συγκινήθηκα. Συγκινήθηκα την ώρα της δημοσιογραφικής προβολής το πρωί της 17ης του Δεκέμβρη, διότι ακόμα και ένας trekkie, αν έχει παρακολουθήσει σε real time προβολή τις 9 ταινίες της σειράς, δεν μπορεί να μην έχει αγωνία γι αυτό το ατρειδικό (ή μάλλον αρκαδικό) όργιο μυστικών, έρωτα, δεσμών αίματος και αποκαλύψεων. Και ο J.J. ανεβάζει τον πήχη σε όλα ατά τα επίπεδα, δίνοντας γερή ώθηση στην saga των δύο (πλέον) οικογενειών.
Αυτό που επίσης πρέπει κάποιος να παρατηρήσει είναι ότι η Ρέι (Daisy Ridley) και ο Φιν (John Boyega), τα δύο καινούργια και πρωταγωνιστικά πρόσωπα της τριλογίας, έχουν πια ένα πιο ώριμο πρόσωπο το οποίο και γράφει ωραία στην κάμερα. Για τον έτερο της παρέας, τον Πο (Oscar Isaac) δεν ισχύει αυτό, μιας και η ηθοποιία του συνεχίζει να πιάνει πολύ αναμενόμενα επίπεδα.
Και ναι, αυτό που πολλοί περιμένετε, τις extra after death εμφανίσεις της πριγκίπισσας Λέια, θα τις απολαύσετε, και υποσημειώστε ότι είναι δυναμική η παρουσία της και καθόλου αναιμική ένεκα της συγκυρίας του θανάτου της Carrie Fisher.
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο καλές σκηνές καταδίωξης στην ταινία, υπάρχει αρκετά καλό χιούμορ (όταν ακούς να γελάει αίθουσα η οποία απαρτίζεται αποκλειστικά από κριτικούς του χώρου, κάτι σημαίνει αυτό). Ειδική μνεία πρέπει οπωσδήποτε να γίνει στις μονομαχίες με τα φωτόσπαθα, όχι μόνο διότι είναι καλά χορογραφημένες, η μία μάλιστα σε ένα απίστευτης έντασης τοπίο, ενώ για τα εφέ εικόνας (Vince Abbott και Miles Ascough) και τα foley ήχου (υπεύθυνη η Ronni Brown, γνωστή μεταξύ άλλων για τη δουλειά της στο πρώτο ‘Iron Man’ του 2008) δεν υπάρχουν λόγια πραγματικά να περιγράψουν την αρτιότητα τους.
Μιας και μιλάμε για ήχο, να πούμε ότι τα θέματα του John Williams, αυτά που γράφτηκαν για την συγκεκριμένη ταινία πέραν των κλασσικών που όλοι γνωρίζουμε, είναι όχι μόνο αδιάφορα, αλλά προκαλούν και εντύπωση σε μερικά σημεία για το άκυρο της σύμπλευσης τους με το συναισθηματικό φορτίο μερικών σεκάνς. Και αυτό είναι πραγματική ατυχία για τους θιασώτες της κινηματογραφικής μουσικής, διότι το ‘The Rise of Skywalker’ βρίθει αναφορών στο γνωστό μεσσιανικό του πεδίο (αυτή τη φορά μάλιστα αρμολογείται ο μύθος της Παρθένου πολύ επιτυχημένα), σε βυζαντινισμούς, οικόσιτα δράματα και ηρωικές εξυψώσεις, λαμπρό πεδίο δηλαδή για ηχητική εκμετάλλευση και πειραματισμό.
Τέλος να πούμε ότι η διάρκεια είναι στα 155 λεπτά, τα οποία όμως δεν έχουν κενά πτήσης, η ταινία ρέει σφιχτοδεμένα και χωρίς χαλαρότητες και άσκοπες σκηνές.
Υ.Γ. Ως γνωστός κρεντιτόφιλος (ήτοι μένω μέχρι να πέσουν ΟΛΟΙ οι τίτλοι της ταινίας στο τέλος), κατάφερα να ανακαλύψω και τον ίδιο τον σκηνοθέτη σε έναν ρόλο. Be my guest και λύστε και εσείς με τη σειρά σας το γρίφο.