Νικορέστης Χανιωτάκης
Ένα έργο που θέλει να αγγίξει και να θίξει πολλά ζητήματα σε κάθε επίπεδο, από το πλέον προσωπικό μέχρι το ευρύτερα πολιτικό. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Η ανατροπή σε ένα θεατρικό έργο είναι κάτι για το οποίο σχεδόν εύχεται (έστω και υποσυνείδητα) ο θεατής κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με ένα κείμενο το οποίο δε γνωρίζει. Είναι στη φύση του θεάτρου αυτό ριζωμένο, διότι σε πραγματικό χρόνο ο θεατής καλείται να γίνει μάρτυρας της απόλυτης τέχνης του ηθοποιού, το να καταφέρει δηλαδή ο τελευταίος να μετουσιώσει επί σκηνής κάτι που στην πραγματική μας ζωή συνοδεύεται από λέξεις όπως ‘άναυδος’ ή ‘έκπληκτος’, για να μην πάμε σε ακόμα πιο παραστατικές εκφράσεις όπως ‘έμεινε σύξυλος και άλλες.
Στο ολοκαίνουργιο, μόλις περσινό, έργο του Marius von Mayenburg (με αυτή εδώ την παράσταση να αποτελεί πρεμιέρα του στην Ελλάδα), ενός συγγραφέα που αποτελεί μία από τις καυτές πένες τολμώ να πω αυτή τη στιγμή στη Γερμανία, η ανατροπή έρχεται στο πρόσωπο του θεατή όσο και των ηθοποιών σχεδόν από την αρχή της παράστασης. Σε ένα έτσι κι αλλιώς σκηνικό που ακροβατεί μεταξύ τεντωμένων νεύρων και βαθειάς περισυλλογής, αν όχι κατάθλιψης. Δύο αδέλφια (με παραστάτες τους συντρόφους τους) καλούνται να ερευνήσουν όσο και να διαμοιράσουν τα υλικά υπάρχοντα που υπάρχουν μέσα στο σπίτι του προσφάτως εκλιπόντος πατέρα τους. Περπατούν όπως υποσημειώνει ο νεολογισμός του τίτλου του έργου σε μία Νάχτλαντ, εχθρική γαία όσο και σκοτεινή, όπως αφήνει να εννοηθεί ο νεολογισμός του συγγραφέα που κυριολεκτικά εφηύρε τη λέξη του τίτλου (Nacht: νύχτα, Land: γη, χώρα, στα γερμανικά). Μπορεί να αποτελεί παλιό θέμα ταινιών, μυθιστορημάτων ή κοινωνικού διαλόγου στη Γερμανία η αποκάλυψη δεσμών συγγενών και φίλων με το ναζιστικό παρελθόν της χώρας, αλλά είναι κάτι που, επιτρέψτε μου να παρατηρήσω, δεν παλιώνει ποτέ σε επίπεδο ενδιαφέροντος παρά μόνο συχνότητας (όπως τρανά μας απέδειξε η δεκαετία του ‘90 αλλά και εκείνη των 00s, με κορυφαίες μορφές της γερμανικής όσο και παγκόσμιας γραμματείας, όπως π.χ. ο Γκύντερ Γκρας, να μπαίνουν στην παραπάνω κονίστρα ως βορά σε κάθε είδους κριτικής). Εκεί πάνω, σε αυτό το εύρημα του συγγραφέα και των ηρώων του θα αναδειχθεί ένα συγκρουσιακό τοπίο το οποίο ανακατεύει οικογενειακούς ανταγωνισμούς, συγγενικές αντιδικίες, πολιτικές και διαφυλετικές αντιθέσεις, ταξικές συγκρούσεις (με αναπάντεχο καρύκευμα μάλιστα το χιούμορ).
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη έπεισε αναντίρρητα για αυτό που κλήθηκε να ενσαρκώσει, επιθετικότητα, κτητικότητα, αμυντική στάση και ψυχραιμία πέρασαν όλα ως ευκρινείς πτυχώσεις ενός πολυδιάστατου ρόλου, αυτού της συζύγου του γιου του εκλιπόντος. Στον αντίποδα η Κάτια Γκουλιώνη, μία από τις πλέον (και δικαίως) πολυσυζητημένες ηθοποιούς της νεώτερης γενιάς, στάθηκε προβληματικά στον ρόλο της. Στην αρχή θα νόμιζε κανείς ότι αποτελεί μία μεταφορά της σύγχρονης νευρωτικής όσο και σοφιστικέ Γερμανίδας, γρήγορα όμως θα αναρωτιόταν ο θεατής αν η ενσάρκωση αυτή είχε να κάνει με το έργο αυτό ή με μανιέρα της ηθοποιού στο πως να επεξεργάζεται ρόλους που εμπεριέχουν εκρήξεις ταπεραμέντου. Ο Σπύρος Σταμούλης στον ρόλο του συζύγου της, ενώ αποτέλεσε έως και την κωμική νότα του έργου, με ένα κεφάλι καμένο θαρρείς από προηγούμενες καταχρήσεις στη ζωή και την ίδια στιγμή ανήμπορος μπροστά στον οδοστρωτήρα της Γκουλιώνη, ήταν απολαυστικός μεν, ωστόσο έμεινε ξεκρέμαστος ως ρόλος, κάτι που βαραίνει αποκλειστικά τον συγγραφέα (και όχι τον σκηνοθέτη, αυτό είναι κάτι που υποσημειώθηκε και στις αγγλικές κριτικές του έργου για την εκεί παράσταση του ‘Νάχτλαντ’). Ο Γιάννης Στεφόπουλος ήταν παραπάνω από απολαυστικός στον ρόλο του προαναφερθέντος υιού του μακαρίτη και σύζυγος της Τρικαλιώτη, χαομένος (αλλά όχι χαοτικός), αναποφάσιστος, υπερβολικά υποχωρητικός απέναντι στην αδελφή του, όλα χαρακτηριστικά που εκτελέστηκαν με ακρίβεια από τον ώριμο ερμηνευτή, ίσως τον κορυφαίο της παράστασης. Τέλος, ο ρόλος της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη ήταν έτσι διαμορφωμένος από τον ίδιο τον συγγραφέα που δεν έδωσε τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει το ταλέντο της η άκρως απολαυστική αυτή καρατερίστρια.
Το σκηνικό του Πάρη Μέξη ήταν ατυχές και τολμώ να πω ότι έδινε λαβή για να χαρακτηρισθεί ως πρόχειρο τόσο στη σύλληψη όσο και στην κατασκευή του, το προφανές δεν είναι σχεδόν ποτέ η λύση στο σύγχρονο θέατρο, ενώ η σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη σε άφηνε μετέωρο στο να αποφασίσεις ως θεατής αν ήταν συμβατική και μη επεμβατική στους ηθοποιούς ή απλά διεκπεραιωτική. Όμως, και αυτό είναι σημαντικό, το ‘Νάχτλαντ’ με όλα τα πλην ή μετέωρα ζητήματα του (και ως κείμενο αλλά και ως μεταφορά) είναι μία παράσταση που αξίζει η παρακολούθησή της, και όχι μόνο λόγω του επίκαιρου του ζητήματος που θίγει (την εκ νέου άνοδο της άκρας δεξιάς στην Ευρώπη) αλλά επειδή αποτελεί μία αρχετυπική παράσταση διαλόγων και συγκρούσεων των ηρώων αυτής.