Νίκος Παναγιωτόπουλος
"Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας", "Αυτή η νύχτα μένει", "Ονειρεύομαι τους φίλους μου" και πολλά άλλα. Του Κώστα Καρδερίνη
Μαζί με όλα τα άλλα με απασχολεί το ερώτημα, τί είναι ο κινηματογράφος. Κάθε καλλιτέχνης οφείλει να προσπαθήσει να διερευνήσει αυτό το ερώτημα: ο ζωγράφος... τί είναι η ζωγραφική, ο συγγραφέας... τί είναι η γραφή, ο μουσικός... τί είναι μουσική. Δηλαδή, η αναπαράσταση είναι αλήθεια ή ψέμα; Την ίδια στιγμή που φιλμάρεις κάτι πραγματικό, την ίδια στιγμή το μεταμορφώνεις σε κάτι φανταστικό... κι αυτό είναι μαγικό.
Το βιογραφικό του μας λέει ότι γεννήθηκε στη Μυτιλήνη, 6 Νοέμβρη του 1941. Ότι σπούδασε κινηματογραφική σκηνοθεσία στην Αθήνα κι ότι δούλεψε ως βοηθός κυρίως κοντά στον Απόστολο Τεγόπουλο (σε έντεκα μελό). Ότι ήταν ανικανοποίητος και γι' αυτό έζησε δώδεκα χρόνια στο Παρίσι (1960-1973).
Βρέθηκα στο Παρίσι την εποχή που γινόταν μια κοσμογονία στο σινεμά. Ήταν η νουβέλ βαγκ, οι μεγάλοι ιταλοί [Παζολίνι, Αντονιόνι κ.α.], το τσίνεμα νόβο στη Βραζιλία, το φρη σίνεμα στην Αγγλία, η σχολή της Πράγας... Αυτό το σινεμά με επηρέασε παρά πολύ. Μέχρι τότε ήταν/εθεωρείτο διασκέδαση β' κατηγορίας. Οι διανοούμενοι το σνομπάρανε.
Η νουβέλ βαγκ έβαλε το σινεμά στη λέσχη των τεχνών... Την αγάπησα και μέσω αυτής και αυτών (Γκοντάρ, Τρυφώ) ανακάλυψα τους μεγάλους μετρ του κινηματογράφου. Στο Παρίσι μπορούσα να δω τρεις ταινίες την ημέρα [στη Γαλλική Ταινιοθήκη], μπορούσα να δω όλη την ιστορία του κινηματογράφου, εκεί αναπτύχθηκαν οι εκλεκτικές μου συγγένειες. Μπορούσα να δω ολόκληρο τον Χίτσκοκ, τον Νίκολας Ρέι... αυτό ακόμα με επηρεάζει.
Γύρισε όμως στην αγαπημένη του Αθήνα και ρίχτηκε με τα μούτρα στην περιπέτεια του κινηματογράφου. Έκανε καλή πρώτη εμφάνιση με Τα Χρώματα της Ίριδος (1974, βραβείο φωτογραφίας στον Νίκο Καβουκίδη, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου) όπου ο ήρωάς του ψάχνει μάταια ένα φινάλε. Στο Πεθαίνοντας στην Αθήνα (2006) ανακάλυψα ότι το φινάλε είναι ο θάνατος. Μου πήρε τριάντα χρόνια να το καταλάβω, λέει ο σκηνοθέτης. Η μουσική της ταινίας είναι του Σπανουδάκη, η αδερφή του οποίου θα γίνει σύντροφος του σκηνοθέτη και έκτοτε ενδυματολόγος του στη ζωή και στην οθόνη.
Μετά μια τετραετία επέστρεψε δριμύς με τους, βραβευμένους σε Λοκάρνο (Χρυσή Λεοπάρδαλη) και Θεσσαλονίκη, Τεμπέληδες της Εύφορης Κοιλάδας. Πολιτική ταινία (ο Β. Ραφαηλίδης είδε αναφορές στον ασιατικό καπιταλισμό) αλλά και φιλοσοφικός μύθος και πειραματισμός με τη μορφή διότι εφηύρε τρόπο να φιλμάρει την ακινησία. Ακολούθησε η πιο αγαπημένη του, ίσως, ταινία, το ασπρόμαυρο Μελόδραμα; (1980) με ερωτηματικό. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε κύκλους. Εδώ ανακάλυψε τα σπειροειδή τράβελινγκ και οι θεατές έμειναν με το ερωτηματικό.
Το οργουελικό 1984 γιορτάστηκε με το Βαριετέ, μια ταινία κρίσεων. Αρχή γίνεται κάθε στιγμή και το τέλος δε χωράει στην οθόνη που βλέπεις, λέει ο ήρωας. Η δέση του με τη λογοτεχνία του Κούντερα διπλή, διότι ενυπάρχει η αφήγηση και η στρατηγική της αφήγησης. Το σημαίνον και το σήμαντρο. Η δεκαετία κλείνει με ένα ιδιόμορφο (αρχετυπικό;) ερωτικό τρίγωνο κι έναν αυτοαναφορικό συμβιβασμό: ο ανήρ, η γυνή και οι φαντασιώσεις με τη μορφή ενυπνίων (1988, Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα).
Πέντε χρόνια αργότερα οι συμβιβασμοί, οι απανωτές υποχωρήσεις και οι αναγκαστικοί ελιγμοί κοντινών ανθρώπων πληθαίνουν γύρω του. Η διαρκής πτώση του δυτικού πολιτισμού αποτυπώνεται στην ταινία Ονειρεύομαι τους φίλους μου (1993), ένα "οδοιπορικό" από τις στέγες του (Δυτικού) Βερολίνου σε έναν θολωτό τάφο στη (Μεγάλη) Βρετανία. Χαρακτηριστική η μουσική που ακούγεται μόνο ανάμεσα στις ιστορίες, το Οτσιτσόρνια σε τελετουργική εκτέλεση από τον Ντίζι Γκιλέσπι.
Ακολουθεί η τριλογία της εκπόρνευσης, όπως την ονομάζει ο σκηνοθέτης (Ο εργένης, Αυτή η νύχτα μένει, Beautiful people /Η άλλη πλευρά του ανέμου). Στον Εργένη (1997) η απόρριψη αναγκάζει τον ομορφάντρα αντιήρωα να πέσει στη γκονταρική περιφρόνηση των γυναικών. Αυτή η νύχτα μένει (1999) δεν είναι η αναπαράσταση μιας εποχής αλλά η αγοραία μορφή της εκπόρνευσης (προαγωγός / προαγόμενη). Τέλος στην εκπνοή του αιώνα (2000) οι Beautiful People επιστρέφουν στην αφοριστική αβρότητα και την εξωμοτική φινέτσα του Γκοντάρ.
Για την επόμενη δουλειά του (2002, Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου) ανθολογώ πάλι τα λόγια του ίδιου του δημιουργού:
Δεν αγαπάμε όλοι τα ίδια πράματα [...] αλλιώς θα ήταν όλα μονότονα. Το σινεμά είναι αναπαράσταση της πραγματικότητας. Όταν ένας γλύπτης σου κάνει το πορτρέτο σε μάρμαρο υπακούει στους νόμους του μαρμάρου, όχι τους δικούς σου. Όταν το κάνει σε ορείχαλκο υπακούει στους νόμους του ορείχαλκου, όχι στους δικούς σου. Η τέχνη είναι αυτή η μεταμόρφωση.
Σειρά είχε ένα υπαρξιακό ντοκιμαντέρ (2004, Delivery) για έναν λούζερ που έρχεται από το πουθενά και επιστρέφει στο πουθενά, όπως όλοι μας άλλωστε. Βαθιά επηρεασμένος από το ανθρωπολογικό βεριτέ της Εύας Στεφανή, συνεπικουρούμενος από την ίδια στην έρευνά του στην περιοχή της Κουμουνδούρου.
Οι επόμενες τρεις ταινίες (Πεθαίνοντας στην Αθήνα, Αθήνα - Κωνσταντινούπολη, Τα Οπωροφόρα της Αθήνας) θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως "η τριλογία της πρωτεύουσας" αν και όλος ο Παναγιωτόπουλος είναι τόσο παθιασμένος με την πόλη που ζει όσο κι ο Γούντι Άλεν με το Μανχάταν.
Το πρώτο φιλμ είναι ένα αντισυμβατικό σινεμασκόπ μιούζικαλ για έναν προαναγγελθέντα θάνατο μετά... μουσικής, ο οποίος χαρακτηρίζει τον "μελλοθάνατο" πρωταγωνιστή Σπύρο Παπαδόπουλο ως τον πιο παναγιωτοπουλικό ηθοποιό. Στο δεύτερο, ένα οδοιπορικό προς τον θάνατο μέσω αυτοκινήτου από έναν ηθοποιό που δεν έχει καν δίπλωμα οδήγησης (ο πάντα γόνιμος Λευτέρης Βογιατζής), το ενδιαφέρον βρίσκεται στην παύλα κι όχι στην αφετηρία ή στο τέρμα. Στο τρίτο διασκευάζει και διασκεδάζει το ομώνυμο διήγημα του Σωτήρη Δημητρίου, πειραματιζόμενος παράλληλα με τα κινηματογραφικά είδη.
Κοινή διαπίστωση για όλη την πορεία του Παναγιωτόπουλου είναι η αγάπη του για τη λογοτεχνία, για την Αθήνα, για την αποδόμηση της κλασικής φόρμας, για την υπέρβαση της γραμμικής αφήγησης, για την απώλεια, για την ανοιχτή σε αντίρροπες ερμηνείες διαπραγμάτευση των θεμάτων του.
Συνεχώς υπονομεύω τον εαυτό μου... αλλά είναι κι ένας τρόπος να ξεγελάω τον χρόνο. Κάνοντας μια ταινία ο χρόνος διαστέλλεται. [...] Όταν κάθεσαι χωρίς να κάνεις τίποτα ο χρόνος περνά με αστραπιαία ταχύτητα.
Η δραματική ταινία του 2012, Δεσμά αίματος, διερευνά την ιδέα του πόσο αλυσοδεμένους μας κρατούν οι οικογενειακοί μας δεσμοί. Παρακάτω όμως αλλάζει και πάλι ρότα και είδος, παραμερίζοντας προσωρινά ένα πολύ πιο φιλόδοξο σχέδιο (Η Κοιλάδα των Ρόδων). Έτσι οι δυο επόμενες -και αποχαιρετιστήριες δυστυχώς- είναι κωμωδίες: Η Λιμουζίνα, Κωμωδία παρεξηγήσεων (2013) και έσχατη ιντριγκαδόρικη Η κόρη του Ρέμπραντ (2015).
Εδώ φαίνεται ότι κάτι προσπαθεί να ξορκίσει ο Νίκος Παναγιωτόπουλος. Κάτι που τον βαραίνει σαν σκιά. Το ίδιο αφουγκράζομαι και στο τελευταίο του βιβλίο, ΤίΠΟΤΑ, ένα σενάριο μυθιστορήματος, όπως το ονόμασε.
Τελικά, όλες οι επιλογές είναι δύσκολες και είναι περίεργο που έχουν περάσει στη γλώσσα σαν κάτι ευχάριστο. "Διάλεξε ό,τι θες". "Ε, λοιπόν, τα διαλέγω όλα", φώναξε μέσα του ο Ζ.
Στην παρουσίαση του κύκνειου βιβλίου τον άκουσα να λέει όλα αυτά που πάντα ήθελε να μας πει:
Να φιλοσοφούμε σαν να μην υπάρχει φιλοσοφία.
Να γράφουμε βιβλία σαν να μην υπάρχει λογοτεχνία.
Να κάνουμε ταινίες σαν να μην υπάρχει κινηματογράφος.
πηγές: flix.gr, biblionet.gr, kemes.wordpress.com