Νίκου Περάκη βίος και πολιτεία
Μια ζωή λούφα και παραλλαγή, κατ' επιλογή κι όχι κατά τύχη, θα μπορούσα να χαρακτηρίσω τον πορεία του κου Περάκη. Ο οποίος παραμένει, με αρκετές δόσεις ρομαντισμού, ο μόνος πιστός και αφοσιωμένος εκπρόσωπος της παλιάς καλής ελληνικής κωμωδίας. Με αρκετές αποκλίσεις βέβαια και τηρουμένων των εκσυγχρονισμένων αναλογιών.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια το 1944 πέρασε παιδικά χρόνια στην Αθήνα. Λίγο πριν φύγει για τη Γερμανία το 1963, βαφτίστηκε βοηθός σκηνογράφου του Βασίλη Φωτόπουλου στο "Αμέρικα Αμέρικα" (1963) του Ελία Καζάν. Στο Μονάχο αποφοίτησε μετ' επαίνων από την Ακαδημία Καλών Τεχνών βοηθώντας σκηνογραφικά και σχεδιαστικά αρκετές ταινίες και θεατρικά των συμφοιτητών του.
Το 1971 συνυπογράφει σενάριο-σκηνοθεσία στο "Χρυσόμαλλο Δέρας" [Das Goldene Ding] με τους Alf Brustellin, Edgar Reitz και Ula Stockl. Στο καπάκι σκηνοθετεί τα "Συγκάτοικος" (Die Wohngenossin, 1972) και "Μπόμπα και Παγκανίνι" (Bomber & Paganini, 1974) δείχνοντας αμέσως την κλίση του προς την κωμωδία. Στα 1978-1979 αναλαμβάνει καλλιτεχνική διεύθυνση στο "Ταμπούρλο" [Die Blechtrommel] του Φόλκερ Σλέντορφ. Ο Schloendorff θα ξαναχρειαστεί τις υπηρεσίες του και στον "Ταξιδιώτη" (Homo Faber / The Voyager, 1991).
Εντωμεταξύ τον έχει βοηθήσει να αποκτήσει μεγάλη πείρα και γνωριμιές απ' τις συνεργασίες του με τη γερμανική τηλεόραση. Αλλά του παραστέκεται και στην πρώτη του ταινία στην Ελλάδα, με τον ειρωνικό και αρκούντως σκαμπρόζικο τίτλο "Ιδού η Μήλος, ιδού και το πήδημα" (Milo-Milo, 1979). Παρά το διεθνές καστ [Andrea Ferreol, Mario Adorf, Christopher Doherty, Antonio Fargas], το χιούμορ της είναι πολύ γερμανικό και κρυόκωλο. Ο Nicos πηγαινοέρχεται μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας ως το 1981 που επιστρέφει οριστικά κι αναλαμβάνει την καλλιτεχνική διεύθυνση των "Απέναντι" του Πανουσόπουλου.
Αμέσως μετά γυρίζει την πρώτη του σοβαρή ελληνική σάτιρα, το "Άρπα Colla" (1982). Στόχος του το νοσούν ελληνικό σινεμά, το σύστημα έγκρισης και προώθησης σεναρίων και τα κυκλώματα διαχείρισης πόρων, κονδυλίων, ιδεών και τεχνικών μέσων. Το εγχείρημα πετυχαίνει διάνα: να διασκεδάσει το ζήτημα, να προβληματίσει, να ενοχλήσει, να υπενθυμίσει οικεία κακά, ακόμη και να προμηνύσει για την επερχόμενη λαίλαπα των κυκλωμάτων, των διαπλοκών και των αλλαξοεπιδοτήσεων.
Το 1984 σχεδιάζει την γερμανική παραγωγή στον "Καθρέφτη" (Der Spiegel, 1984) του Erden Kiral. Σχεδιάζει όμως πολύ καλύτερα την δική του "Λούφα και παραλλαγή" (1984) που σπάει ταμεία κερδίζοντας και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο τότε Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η παρέα των φαντάρων που στήνουν τον πρώτο πειραματικό τηλεοπτικό σταθμό εν μέσω δικτατορίας γίνεται τόσο λαοφιλής που όλοι μιλάνε με περίσσιο ενθουσιασμό γι' αυτήν.
Τρία έτη μετά, η παρέα αυτή έχει πιάσει όλα τα πόστα στην καλλιτεχνική, πολιτική, πολιτιστική και επιχειρηματική ζωή του τόπου. Ο "Bios + πολιτεία" (1987) της απασχολεί τη χώρα γιατί το στραβάδι του τότε φανταρικού, ο Καραμαζόφ, απειλεί να τινάξει το μέγαρο του ΤΟΕ [όπως λέμε ΟΤΕ] στο αέρα. Που να ξέρει ο άμοιρος ότι οι παλιοί του συστρατιώτες διαβάζουν τις προκηρύξεις του ΣΥΑΓΩΝ, της οργάνωσης που έχει για μοναδικό μέλος τον ίδιο, και τον αντιγράφουν ασυστόλως ένθεν και ένθεν. Είτε όταν ο πρωθυπουργός κάνει τη αυτοκριτική του, είτε κι όταν η αντιπολίτευση ΛΑΣΥ ετοιμάζει τις θέσεις τις για τον προεκλογικό της αγώνα.
Κι ήταν πολύ ωραίο να βλέπουμε τον καταφερτζή να γίνεται διαφημιστής, τον ξένο ανταποκριτή να γίνεται κυβερνητικός εκπρόσωπος, τον οπερατέρ να γίνεται τσοντάκιας και φουντάκιας [γεια σου αθάνατε Πουλίκα], τον μπούλη σχεδιαστή μακετών να κάνει καλλιτεχνική διεύθυνση σε μιούζικαλ της συμφοράς, και τη σοφεράντζα να κυβερνάει την ΠΑΝΕΣΥΤΑ των απανταχού ταξιτζήδων. Κινούμενοι όλοι τους με άνεση μέσα σ' ένα τεράστιο ελληνικό μπουρδέλο, σ' έναν παρασκηνιακό και παραπολιτικό οχετό, σ' ένα αλαλούμ κι ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι υπο-σχέσεων και αθετήσεων. Χάριν της τηλεθεάς και της θεαματικότητας.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος έλληνας μικρός, μεγάλος, μικρότερος ή μεγαλύτερος, που να μην έχει δει αυτές τις δυο πολύ σπουδαίες σατιρικές κωμωδίες για τα μαύρα μας τα χάλια. Σήμερα πια θεωρούνται το ίδιο κλασικές όσο και αυτές της χρυσής δεκαετίας του '60. Η "Λούφα" μάλιστα έγινε και μίνι τηλεσειρά και ταξίδεψε σε πολλές χώρες του εξωτερικού κι όχι μόνο όπου υπάρχει ομογένεια. Θέλω πολύ ν' αναφέρω και το Βραβείου Δεύτερου Ανδρικού Ρόλου που απέσπασε ο Δημήτρης Που-ρόκερ-λικάκος καθώς και τις προτιμήσεις του κοινού του Φεστιβάλ εκείνης της χρονιάς. Και τις δικές μας φυσικά, μαζί με το Μελίνα αλά Γουόρχολ μπλουζάκι του.
Από κει και μετά κάτι άρχισε να στραβώνει. Δεν του λείπουν οι σεναριακές ιδέες και τα θέματα για νέες ταινίες: απαγωγές και λύτρα, η βίλα των λαρισινών οργίων, το χρηματιστήριο και το ξεφούσκωμά του, οι νεανικοί μπελάδες και οι ροζ φαντασιώσεις στερημένων κοριτσιών. Οι επόμενες δουλειές του, δυστυχώς, δεν είναι του αναλόγου ύψους. Οι τεχνικές του και η μαστοριά του βελτιώνονται σημαντικά από ταινία σε ταινία αλλά οι απογοητεύσεις διαδέχονται η μια την άλλη με απόσταση δύο χρόνων.
Ο "Προστάτης οικογενείας" (1997) αφήνει μεγάλη απογοήτευση στο κοινό που τον βλέπει για πρώτη φορά, ως μεταμεσονύχτια έκπληξη στο Διεθνές πια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ο Περάκης δηλώνει αγαναχτισμένος ότι δε θα ξανασυμμετάσχει στο Φεστιβάλ. Τα γεγονότα της αναγκαστικής [λόγω απερίγραπτου βάθους] μετατροπής του ελληνικού τμήματος σε πανόραμα και των "κρατικών βραβείων ποιότητας" τον προλαβαίνουν και τον βολεύουν δεόντως. Όχι μόνον αυτόν φυσικά κι όχι πρώτα αυτόν.
Εγκυκλοπαιδικά αναφέρω ότι ακολούθησαν η "Θηλυκή Εταιρεία" (1999), "Η φούσκα" (2001), "Η Λίζα και όλοι οι άλλοι" (2002) και η τηλεσειρά "Σχεδόν ποτέ" (2003-2005). Σε όλες αυτές τις ταινίες το σεξ και το πιπεράτο ερωτικό στοιχείο καπελώνουν το πρόβλημα, το ακυρώνουν μέχρι βλακείας, το μετατρέπουν σε ηδονοβλεψία και ενταφιάζουν το όποιο αισθητικό ή καλλιτεχνικό ζητούμενο [αν υπήρχε]. Από την άλλη η νοημοσύνη και η εξυπνάδα του σκηνοθέτη τους μας αφήνουν την αίσθηση ότι θέλησε να μας προσφέρει το λαϊκό σινεμά που μας αξίζει: τέτοιοι είστε, με τέτοια διασκεδάζετε και σπάτε πλάκα, τέτοια θέλετε - ε πάρτε τα λοιπόν, άρρωστοι!!!
Και φτάνουμε πια στο σήμερα, στο αύριο, στο τώρα. Ο δυϊσμός σε όλο του το μεγαλείο, αρχίζει από το διφορούμενο τίτλο. "Λούφα και παραλλαγή - Σειρήνες στο Αιγαίο" (2005) και επιστροφή στις επιτυχίες. 180.000 εισιτήρια το πρώτο τριήμερο προβολών σε Ελλάδα και Κύπρο είναι ρεκόρ όλων των εποχών.
Αυτό που είναι πολύ εντυπωσιακό είναι ότι ο Περάκης χρησιμοποιεί πάνω-κάτω το ίδιο πρότυπο. Είκοσι χρόνια μετά, μια μικρή μεθοριακή στρατιωτική μονάδα στην Κω, προσφέρεται ως μικρογραφία της τρέχουσας κατάστασης. Ο αγγαριομάχος και κατσαβιδάκιας της μονάδος [Καραμαζόφ] που χάνει λάδια από την πολλή πίεση. Ο ευαίσθητος [όχι ακριβώς μπούλης αλλά κοντά] και σπιρτόζος. Ο καπάτσος και χωρατατζής ΧΥΠις Μπακάκος. Ο σουρβάιβορ κι αναρχοαυτόνομος φουντάρος Σταυροκομαθιακάκης. Ο βυσματίας Τσιμπιτζίδης. Ο αγροίκος και μισοξερόλας ΕΠΥ.
Είκοσι χρόνια μετά, παρά τα όποια λίφτινγκ, ο ελληνικός στρατός κυβερνάται από τα ίδια σκουριασμένα μυαλά, καραβανιάρικα, πολιτικά τε και παραπολιτικά. Οι σχέσεις μας με τους γείτονες, παρά τις εξελίξεις, εντείνονται, τονώνονται και εκτονώνονται σχεδόν τυχαία κι όχι εξαιτίας κάποιων λεπτών διπλωματικών ή στρατιωτικών ελιγμών. Είκοσι χρόνια μετά τον δεκαπενταύγουστο η χώρα πιάνεται στον ύπνο, συλλαμβάνεται να κάνει διακοπές διαρκείας και να τρέχει και να μη φτάνει, ανήμπορη κι άβουλη να εκτιμήσει τα μεγέθη, κάνοντας το τόσο-δα τόσο-ΝΑ.
Διαβάζω ότι παρενέβη η λογοκρισία και του ζήτησε να κόψει, λένε, τις δυο σκηνές με τις φούντες και τους μπάφους που ατιμάζουν τον ένδοξο ελληνικό στρατό. Που είναι πέρα για πέρα αληθινές, βεβαίως βεβαίως. Μα καλά δεν ενοχλήθηκαν από τη διαρκή ειρωνεία περί ανικανότητας και παντελούς έλλειψης αντίληψης των στρατιωτικών, περί της διαρκούς απουσίας τους; Δεν ενοχλήθηκαν από τη σάτιρα περί του αυτόματου και εξ αποστάσεως τηλεχειρισμού, περί της απαξίωσης των "διαστημικών" αποφάσεών τους, περί του "ιπταμένου ύφους" των εκτιμητών; Περί του άστοχης και άσφαιρης αποτελεσματικότητάς των; Δεν θορυβήθηκαν που οι απλοί φαντάροι αγνοούν ή παρακάμπτουν τις διαταγές και χειρίζονται με πολύ μεγαλύτερη μαεστρία το θερμό επεισόδιο; Που αγωνίζονται τον καλόν αγώνα σώμα με σώμα, υποκύπτοντας στον "ανίκατε μάχαν"; Η φούντα τους ενόχλησε μόνο;
Δυο πράγματα θέλω ακόμη να επισημάνω. Μου άρεσε πολύ αυτή η πολυμορφία και η ποικιλία των διαλέκτων και των γλωσσών που ακούγονται, σα να βρισκόμαστε στο επίκεντρο μιας μικρής Βαβυλωνίας. Κι αυτή η από αέρος ασυνεννοησία των κινητών και των ασυρμάτων! Μ' άρεσε κι ο υπαινιγμός ότι το πλέον συγγενικό με την αρχαία ελληνική, το κρητικό ιδίωμα, είναι και το πλέον ακατάληπτο και το πλέον μοναχικό. Αλλά και το πιο περήφανο, το πλέον ντόμπρο και ακριβόλογο, το πλέον λακωνικό και ανοιχτό σε εκφραστικό πλούτο. Το πιο ζωντανό και το πιο ανήσυχο. Κι αυτό που κουβαλάει ένα αίσθημα κι ένα ένστικτο αυτοσυντήρησης κι απόλυτης αυτάρκειας.
Δεύτερον και εξίσου εντυπωσιακό είναι ο τρόπος που χειρίζεται και αξιοποιεί ο Περάκης τους ηθοποιούς του. Για κάποιους εξ αυτών μπορούμε άνετα να βάλουμε εισαγωγικά στην ιδιότητα ηθοποιός ή να τους αποκαλέσουμε ακόμη και διακοσμητικούς ή αποσμητικούς αν προτιμάτε. Η μαεστρία του σκηνοθέτη να παίρνει απ' τον καθένα αυτό το καλύτερο που έχει να δώσει και δεν το ξέρει ούτ' ο ίδιος, μου θύμισε τον Χίτσκοκ και τον μαθητή του τον Μπράιαν Ντε Πάλμα. Μ' έφτιαξε βλέποντάς το και απολαμβάνοντας το. Φαντάζομαι ότι εξίσου ευχαριστημένοι θα ένοιωσαν και οι ίδιοι απ' αυτήν τους την εμπειρία.
Θέλω ακόμη να εξάρω την αρτιότητα της παραγωγής, τα οπτικά εφέ που σκίζουν την ευτράπελη ατμόσφαιρα, το σφαιράτο μοντάζ και τους ρυθμούς, τον εκπληκτικής ποιότητας και καθαρότητας ήχο και τα εφέ αυτού. Και το έξυπνο χιπ-χοπ σουξέ των τίτλων του τέλους που ξεπλένει την αρμύρα και την όποια σοβαροφάνεια, βοηθώντας την προώθηση της ταινίας και τη νεαρή μπέλλα Βανέσα Αδαμοπούλου ν' ανέβει τα σκαλιά της επιτυχίας. Μέχρι κι ο Μητσιχώστας το βρήκε γουστόζικο.
Κι αν έχετε την εντύπωση πως όλα αυτά είναι εφήμερα κι ελαφρά, χαλαρώστε, διασκεδάστε το κι αφήστε το χρόνο ν' αποφασίσει. Γεια σου Περάκη με το πιπεράκι σου.
ΥΓ: Ο Τάκης Σπυριδάκης είναι ο μόνος που συμμετέχει και στις δύο "Λούφες". Στην πρώτη ως Μπαλούρδος λιγούρης οδηγός που αιτείται "πενθαήμερος αγροτική άδεια" και στην δεύτερη, μ' ένα μικρό πέρασμα, ως καϊκτσής που πάει τη φρουρά στην βραχονησίδα Πίττα και τους ξεναγεί για τα Ίμια.
ΥΓ2: Μάταια περίμενα τον Πουλίκα να κάνει έστω κι ένα μικρό ρολάκι, ως τούρκος ναύαρχος φερ' ειπείν.