Νύχτες Πρεμιέρας
Είκοσι αξιοθέατες ταινίες και μουσικά ντοκιμαντέρ. Του Αντώνη Ξαγά
Χίλιες και μια νύχτα σινεμά, εντάξει κάτι λιγότερες από το Πλατωνικό τραγούδι, φθινοπωρινή συνήθεια πιο σταθερή ίσως από τα πρωτοβρόχια που φέτος κάπως άργησαν, δέκατος συναπτός χρόνος αυτού του απολογισμού, σαν μετρητής του καιρού που περνά, αλλάζουν τα πράγματα, αλλάζει και το φεστιβάλ, υπό νέα διεύθυνση πλέον, σε μεταβατική κατάσταση, λιγότερη ταλαιπωρία στα εισιτήρια, πιο σφιχτό το πρόγραμμα και λιγότερο απλωμένο, πιο φτωχό όμως ποιοτικά στις μουσικές ταινίες.
Καθίστε κάτω λοιπόν, σουτ και ξεκινάμε...
- Η ιστορία του Χέντι (Inhebbek Hedi) - Mohamed Ben Attia
Η μαμά-αρχηγός της οικογένειας έχει διαλέξει για τον γιόκα της την νύφη την καλή, από ένα ύποπτα αξιοσέβαστο σόι της πόλης, κορίτσι καλό και απείραχτο και με προίκα, που ονειρεύεται φαμίλια και παιδιά και ...αυτά, έχει φροντίσει για το μέλλον των παιδιώνε με ένα πανωσήκωμα πάνω από το δικό της σπίτι ώστε να μην πάνε μακριά, και αν χρειάζονται κα'να ταπεράκι να μην ταλαιπωρούνται, και για δουλειά "μην ανησυχείς, τα έχω κανονίσει, θα δουλέψεις στου πεθερού σου", και άντε, μεθαύριο παντρεύεσαι μην μας κάνεις ρεζίλι στον κόσμο. Να σημειώσουμε όλα αυτά διαδραματίζονται στην Τυνησία, στις οπισθοδρομικές κοινωνίες της ανατολής που δεν έχουν εξελιχθεί σαν κι εμάς εδώ στην Δύση, να τα λέμε αυτά έτσι; Τον γιόκα τον λένε Χέντι (μαθαίνουμε ότι σημαίνει ησυχία), τον παίζει με μια εντυπωσιακή εσωστρεφή ερμηνεία ο Majd Mastoura, έχει μια αδιάφορη δουλειά πλασιέ αυτοκινήτων, όταν θέλει να ξεφύγει φτιάχνει και σκίτσα τα οποία θα ήθελε κάποτε να τα δημοσιεύσει (αυτό δεν είναι όνειρο, είναι πρότζεκτ, απλά το κάνεις, λέει μια σπουδαία ατάκα), και μαζεύει, μαζεύει, μαζεύει καταπίεση μέχρι που αυτή ξεσπά. Είναι και που γνωρίζει μια ζουμπουρλούδικια και απελευθερωμένη τύπισσα, η οποία βγάζει τους χουρμάδες της χορεύοντας σε μισοέρημο πολυτελές ξενοδοχείο για τους λίγους πολύτιμους γερμανούς τουρίστες που έχουν απομείνει μετά τις τελευταίες τρομοκρατικές επιθέσεις. Και τώρα τι κάνεις; Ακολουθείς το λευκό κουνέλι ή κάθεσαι στα αυγά σου; Η ζωή ποτέ δεν σου βάζει εύκολα διλήμματα. Ιστορία που έχει παιχτεί και ξαναπαιχτεί σε κάθε μήκος και πλάτος του κόσμου, ίδια κάθε φορά αλλά και τόσο διαφορετική. Όμορφη ανθρώπινη ταινία (κι ας έχει κάποιες σεναριακές ατέλειες με ημιτελείς χαρακτήρες-καρικατούρες - η μέλλουσα νύφη π.χ.), με το ρεαλιστικό χέρι των αδερφών Dardennes στην παραγωγή να έχει αφήσει αποτύπωμα και με πολιτικά υπονοούμενα να περνάνε μέσα από τις εικόνες μιας αισιόδοξα απαισιόδοξης μετα-εαρινής (αραβικής) Τυνησίας.
- Ασανσέρ για δολοφόνους (Ascenseur pour l' échafaud) - Louis Mal
Μόνη περπατώ σκεφτική και βιτρίνες κοιτάω, σ' αναζητώ Παρίσι ξημερώματα, στις Βερσαλλίες συννέφιασε και στο Παρίσι βρέχει, βρέχει στις φτωχογειτονιές αλλά βρέχει και στην καρδιά της, της Ζαν Μορό δηλαδή, ο εραστής της είναι κλεισμένος κάπου σε ένα ασανσέρ έχοντας μόλις "καθαρίσει" τον άντρα της κι αυτή ψάχνει απεγνωσμένα σε μπαρ και μπιστρό να αλλάξει την αναπόφευκτη τροπή της μοίρας. Την είχα δει την ταινία στην μικρή ασπρόμαυρη σπιτική οθόνη, την είχα δει και σε κάποιον κουλτουρο-θερινό σινεμά των νιάτων μας, ήθελα να την ξαναδώ και σε μια κανονική μεγάλη οθόνη. Ορισμός του γαλλικού φιλμ-νουάρ, αξέχαστη φωτογραφία ενός αλλοτινού Παρισιού, πικρά έξυπνη πλοκή και η υποφωτισμένη και αυτοσχεδιαστικά υπαινικτική μουσική του Miles Davis να φωτίζει όσα δεν λέγονται και φαίνονται, με τη μοναχική τρομπέτα του να αντηχεί μέσα στο σκοτάδι.
- Ρόκο ο Επιβήτορας (Rocco) - Thierry Demaiziere and Alban Teurlai
Fade in... Η εικόνα είναι θαμπή, ο κόκκος ασπρόμαυρος, σταγόνες κυλάνε, σύννεφα ατμών, σιγά-σιγά όμως μία μάζα ξεκόβεται μέσα από τη θολούρα και, ναι, ω θεοί, είναι αυτό ακριβώς για το οποίο είμαστε υποψιασμένοι. Είναι το προικισμένο εργαλείο του Ρόκο, ο "διάβολος ανάμεσα στα πόδια του" που του τυραννάει τη ζωή όπως μας εξομολογείται ταυτόχρονα ο ίδιος (κάτι σαν το "λάθος ανάμεσα στα πόδια σου", που λέγανε οι Χωρίς Περιδέραιο;). Τι θα πει ποιός είναι ο Ρόκο; Ο ...δεύτερος πιο διάσημος "Italian Stallion" (μετά τον Ρόκυ-Σταλλόνε ασφαλώς), ο διάσημος πορνοστάρ με μια τετραψήφια φιλμογραφία κι ένα σωρό βραβεία του τύπου "Best Group Sex Scene". Ο Ρόκο ο Σιφφρέντι, ο Ρόκο Τάνο όπως τον ήξερε η σκληρή ιταλίδα μάμα-μαρενγκτάτα του, η οποία παπά τον φαντασιωνότανε αλλά κάπου στον δρόμο μάλλον χάθηκε ο επαγγελματικός προσανατολισμός. Οι σκηνοθέτες του ντοκιμαντέρ αυτού έχουν πάρει κατά πόδας τον Ρόκο στο διάστημα προετοιμασίας της τελευταίας του ταινίας, είναι 2015 και ο σταρ έχει αποφασίσει να κρεμάσει -τι να πούμε τώρα; τα ...προφυλακτικά του;- για χάρη της οικογένειας, αυτή τη φορά οριστικά, το είχε ξανακάνει πριν από μερικά χρόνια, το 2015, τώρα όμως δηλώνει ότι είναι οριστικό. Η ταινία είναι σίγουρα μια ενδιαφέρουσα ματιά στα παρασκήνια μιας σκληρής και ανθηρής βιομηχανίας, από κάστινγκ με χαζοαθώα κοριτσάκια, πρόβατα επί σφαγής για το πορνό κρεοπωλείο, ψώνια που θέλουν να πηδήξουν τον διάσημο, μέχρι και σκληρά συνειδητοποιημένες και με φεμινιστική άποψη ηθοποιούς (της μεθόδου Στανισλάφσκι υποθέτω). Μορφή και ο ξάδερφος ο οποίος αφού δεν του σηκωνότανε όσο (και για όσο) έπρεπε, κατέληξε σκηνοθέτης, που όλο και είχε τα τυχερά του. Η ταινία περνάει μάλιστα και στα προσωπικά χωράφια, στη σχέση με την μαμά αλλά και τα παιδιά (τα οποία εμφανίζονται σε μερικές κάπως αμήχανες σκηνές). Λίγο όμως ο πλατειασμός των σκηνών, λίγο η απουσία σκηνοθετικής άποψης η οποία ρέπει ενίοτε προς το reality, λίγο η γενικότερη έλλειψη χιούμορ και αυτοσαρκασμού ίσως, λίγο η εγγενής ανία του πορνό, καταλήγεις μετά από 100+ λεπτά να λες, έλα τελείωνε, έλα μπορείς, ναι, ναι... Το τελείωνε εδώ με την διττή του σημασία.
- Βιρτουόζοι προς ενοικίαση (Hired Gun) - Fran Strine
Δύσκολο πράγμα να είσαι μισθοφόρος (βασικά όλοι είμαστε κατά κάποιον τρόπο μισθοφόροι, αλλά ας μην το (αμπελο)φιλοσοφήσουμε). Κάτι που σημαίνει ότι είσαι εσύ εκείνος που κάνει πολλές φορές όλη την βρώμικη (και απαραίτητη) δουλειά, είσαι κι εκείνος όμως που κανένας δεν σε αναφέρει όταν η δουλειά τελειώσει (και οι Ελβετοί ήταν οι καλύτεροι πολεμιστές-μισθοφόροι, αλλά ποιος τους θυμάται για αυτό; ίσως ο Πάπας μόνο). Ίσως βρεθείς μόνο εκεί κάπου στα ψιλά γράμματα, στον ντορβά του "ευχαριστώ όλους όσοι μπλα μπλα" ή στα γραμμένα με ...συμπαθητική μελάνη κιτάπια της ιστορίας. Όπως και οι πλείστοι πρωταγωνιστές αυτού του ντοκιμαντέρ, το οποίο ασχολείται με τον κόσμο των "σεσσιονάδων" μουσικών, εστιάζοντας σε ονόματα κυρίως του αμερικάνικου πολιτισμικού χώρου (από Alice Cooper μέχρι Toto και Metallica).
Είναι ομολογουμένως δύσκολο από πολλές απόψεις να είσαι μουσικός. Και η επιβίωση στο κόσμο των ναρκισσιστικών Υπερεγώ ακόμη δυσκολότερη, ειδικά εάν πρέπει να θέσεις το ταλέντο σου στην υπηρεσία ενός άλλου, ακόμη μεγαλύτερου Υπερ-υπερ-εγώ. Προσθέστε και την αναπόφευκτη εργασιακή ανασφάλεια, την κινητικότητα και την "ευελιξία" στην αγορά, όλες αυτές τις αρχές του σύγχρονου εργατικού δικαίου σε πλήρη εφαρμογή, είναι ίσως μοιραίο να υπάρχουν ένα σωρό ιστορίες του τύπου "μου 'φαγες τα καλύτερα μου χρόνια", "με πέταξες σαν στυμμένη λεμονόκουπα" και άλλα τέτοια βγαλμένα από τη ζωή, και τώρα σου βάφω το σπίτι ή κάνω μαθήματα σε παιδάκια για να βγάλω το ψωμί των γεραμάτων μου (βλέπε π.χ. την ιστορία του ντράμερ Liberty DeVitto με τον ανέκαθεν αντιπαθή μου Billy Joel). Δίπλα σε αυτούς βέβαια απεικονίζονται και κάμποσα sucess stories άλλων σεσσιονάδων οι οποίοι κατάφεραν να κάνουν το άλμα στην άλλη όχθη και να γνωρίσουν μια κάποια αναγνώριση (όπως η περίπτωση του "Ghostbuster" Ray Parker Jr ), κάποιες φορές με γκροτέσκα αποτελέσματα, χαρακτηριστική η μετάλλαξη του πρώην Nine Inch Nails τύπου ονόματι Richard Patrick, ο οποίος όταν μεγαλοπιάστηκε με τους Filter συμπεριφέρθηκε το ίδιο κάφρικα στους σεσσιονάδες του, όπως ακριβώς το είχε ο ίδιος βιώσει όντας στο συγκρότημα του Trent (γιατί όπως τραγούδησε κάποτε ο Βασίλης Νικολαΐδης, "όσοι λύσσαξαν στις φάπες, γίνονται μετά οι πιο φριχτοί σατράπες"). Είτε έτσι κι αλλιώς, έχουμε να κάνουμε με ένα ενδιαφέρον ταινιάκι, με μια κλεφτή ματιά πίσω από το θάμπος της χρυσόσκονης και της γκουχ-γκουχ αντισυστημικότητας του mainstream ρααακ.
- Ο Μόρις από την Αμερική (Morris from America) - Chad Hartigan
Αναρωτιέμαι γιατί μια τέτοια ταινία χαρακτηρίζεται feelgood (και στο πρόγραμμα του φεστιβάλ και σε κάμποσες κριτικές); Μαύρος μπαμπάς βρίσκεται στη Γερμανία ως προπονητής ποδοσφαίρου στην Χαϊδελβέργη (ίσως όχι και πολύ αληθοφανές, αφήστε που η ομάδα της πόλης είναι εξαφανισμένη κάπου στα αζήτητα), μαζί του είναι ο στρουμπουλούλης 13χρονος πιτσιρικάς του. Ο μπαμπάς μόνος στην οικογένεια, με ανοιχτές αντιλήψεις και εμμονή με το χιπ-χοπ την οποία προσπαθεί να μεταδώσει στον μικρό Μόρις (ένας άψογος Markees Christmas). Για τον οποίο δεν φτάνει ότι έτσι κι αλλιώς η εφηβεία έχει τους μπελάδες της αυτή καθαυτή, την βιώνει και σε έναν ξένο τόπο όπου και ξεχωρίζει ακόμη και με το χρώμα μόνο του. Από τους συμμαθητές του υφίσταται ένα είδος bullying, ταυτόχρονα γνωρίζει και ερωτεύεται μια κα'να 2 χρόνια μεγαλύτερη του κοπέλα (σε αυτές τις ηλικίες τέτοιες διαφορές είναι χαώδεις), η οποία τον υποβάλλει σε διάφορα ..σκοτσέζικα μαρτύρια, ενώ τα έχει και με έναν ακόμη μεγαλύτερο "εξωσχολικό". Κι αν ακόμη η ταινία δεν είναι σπουδαία, ούτε και θέτει κανέναν πρωτότυπο προβληματισμό, βλέπεται ευχάριστα, το ζευγάρι πατήρ-υιός έχει εξαιρετική χημεία, και είναι πράγματι ακριβώς feelgood ... γιατί ακριβώς οι εφηβικές απογοήτευσης, μπορεί να έχουν δράμα και δάκρυ, αλλά έχουν και κάτι το ανάλαφρο και το αθώο, φαντάζουν γλυκές και ανώδυνες μπροστά σε όσα μπορεί να επιφυλάσσει η ζωή αργότερα.
- Βγάλε τον σκασμό: Ο Φρανκ Ζάπα με δικά του λόγια (Eat that question: Frank Zappa in his own words) - Thorsten Schütte
"Το μεγαλύτερο μέρος της ροκ δημοσιογραφίας είναι άνθρωποι που δεν μπορούν να γράψουν, που παίρνουν συνεντεύξεις από ανθρώπους που δεν μπορούν να μιλήσουν, για ανθρώπους που δεν μπορούν να διαβάσουν". Οι παρόντες εξαιρούνται (και δεν εννοώ την αφεντιά μου), αλλά τον ίδιο τον Frank Zappa, στον οποίο ανήκει ο διαβόητος αυτός αφορισμός. Και δεν ήταν η μοναδική από τις αντιφάσεις αυτού του εντελώς sui generis αναγεννησιακού καλλιτέχνη. Ο ίδιος γαρ ήταν επικοινωνιακότατος, έβγαινε όχι μόνο στα έντυπα αλλά ακόμη και στον καινό δαίμονα της εποχής, την τηλεόραση, όπου δεν δίσταζε να αντιμετωπίσει ηλίθιες ερωτήσεις, ειρωνικά βλέμματα [κλου της ταινίας ο ίδιος αγνώριστος με κοντό μαλλί και αμούστακος να παίζει ...ποδήλατο σε μια προκλητικά θορυβώδη εμφάνιση στο Steve Allen Show] ακόμη και σε "σοβαρά" talk show παρέα με πρετεντέρηδες της εποχής έφτασε η χάρη του. Το ντοκιμαντέρ αυτό είναι μια κοπιώδης ανθολόγηση και συρραφή τέτοιων αποσπασμάτων, σε ένα εύρος κοντά 40 χρόνων, με μια χρονολογική ακολουθία η οποία επιτυγχάνει να φτιάξει ένα συνεκτικό αφήγημα χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει στις κλασικές ομιλούσες κεφαλές που θα μας εξηγούσαν πόσο σπουδαίος ήταν και σημαντικός κα μπλα μπλα. Από την αρχή μέχρι το τέλος, εκεί που είναι πλέον καταβεβλημένος από την αρρώστια, έχει όμως ακόμη εκείνον τον σπινθήρα στα μάτια. Τα 93 λεπτά έχουν περάσει σαν νεράκι (αν η πρώτη ύλη είναι καλή που λένε και οι σεφ) ακόμη κι αν δεν είσαι ...Ζαπατίστας.
Aσφαλώς και δεν είναι το τελειωτικό, το απόλυτο ντοκιμαντέρ για τον Zappa, δεν μπορεί να υπάρξει άλλωστε ένα τέτοιο, πόσο μάλλον που ακόμη και η ιστορία ακόμη δεν έχει αποφανθεί και στέκει ακόμη αμήχανη μπροστά στο ατελείωτο, πολυσχιδές και εν πολλοίς ανεξερεύνητο έργο του. Κάπου προς το τέλος, τον ρωτούν πως θα θέλατε να σας θυμούνται. "Δεν με νοιάζει", θα έρθει η στεγνή απάντηση, χωρίς εξυπνάδες και φιλοσοφίες αυτή τη φορά...
- Επιχείρηση Ανθρωποειδές (Anthropoid) - Sean Ellis
Και οι εφτά ήταν υπέροχοι. 7 Τσέχοι και Σλοβάκοι οι οποίοι έσωσαν την τιμή της τοπικής αντίστασης, ανύπαρκτης κατά βάση. Αλλά ας μην τους αδικούμε τόσο εύκολα εκ των υστέρων, δεν ήταν μόνο η στενή πολιτισμική (και όχι μόνο) συγγένεια με τους Τεύτονες αλλά και η γεωγραφική εγγύτητα που δεν επέτρεπε πολλές-πολλές "αταξίες". Κατάφεραν κι έκαναν όμως ένα από τα πιο παράτολμα εγχειρήματα που εκτελέστηκε στην ναζιστική κατεχόμενη Ευρώπη: να σκοτώσουν το Νο. 3 της ναζιστικής ιεραρχίας, τον μεταξύ των εμπνευστών του Ολοκαυτώματος, τον διαβόητο με ευοίωνα παρατσούκλια όπως "ο δήμιος της Πράγας" Reinhard Heydrich (τον οποίο συναντήσαμε πρόσφατα και σε βιβλίο αυτού του τραγικά υπερτιμημένου Φίλιπ Κερ). Η ταινία του Ellis (θυμάστε το "Cashback";) βασίζεται πιστά σε αυτή την ιστορία, τα γεγονότα είναι βέβαια εκεί και θέτουν τον περιορισμό τους, όμως και ο ίδιος δεν τολμά υπερβάσεις, να δοκιμάσει π.χ. να αγγίξει δύσκολα θέματα ή/και ηθικά διλήμματα. Έτσι αρκείται σε μια υπερβολικά τυπική αφήγηση, γραμμική σαν παλιό κλασικό πολεμικό δράμα, προβλέψιμα στημένη, ωραιοποιημένη, με σχηματικούς χαρακτήρες. Οι δε δύο κεντρικοί φαίνεται να επελέγησαν μάλλον λόγω ομορφιάς (ο ένας μάλιστα κατ' ευθείαν από το "Fifty Shades of Grey") και βιώνουν ασφαλώς μια φαντασιακή ερωτική ιστορία με δύο κορίτσια (εννοείται πανέμορφα). Η ταινία ολοκληρώνεται με ένα κρεσέντο πυροβολισμών, όταν πια οι Γερμανοί έχουν στριμώξει τους δράστες σε μια εκκλησία (με τη βοήθεια ενός αναπόφευκτου ...Αρτέμη Μάτσα, ονόματι Κούρντα, ο οποίος -δεν μας το λέει η ταινία, μετά τον πόλεμο καταδικάστηκε και κρεμάστηκε -ναι, αλλού συνέβαιναν και τέτοια), όπου το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι γελάσεις με την αφέλεια των γερμανών στρατιωτών οι οποίοι θερίζονται από τα πυρά σαν χαζές καρικατούρες (θυμίζοντας "μεγάλες" στιγμές του ελληνικού σινεμά). Το έχουμε, ξαναπεί η ιστορία στο σινεμά μπορεί να μην είναι Ιστορία με την στενά επιστημονική σημασία, μπορεί όμως να βάλει ένα χεράκι στο γράψιμο και ξαναγράψιμο της (πως π.χ η εξίσου ασήμαντη γαλλική "ρεζιστάνς" αναβαπτίστηκε -και- μέσα από μια ατελείωτη ηρωική φιλμογραφία ή ακόμη-ακόμη πως φούσκωσε στο συλλογικό συνειδητό η σημασία της απόβασης στην Νορμανδία).
- H μεγάλη αναμονή (L' attesa) - Piero Messina
Η μεγάλη ανατριχίλα, η μεγάλη διάσωση, η μεγάλη απόδραση, η μεγάλη ...απόφραξη, κλασικό τιτλοδοτικό-μεταφραστικό μοτίβο σε ελληνικές ταινίες, τώρα στον κατάλογο προστέθηκε και η αναμονή. Η οποία ουσιαστικά περιλαμβάνει όλες τις παραπάνω (εκτός ίσως της απόφραξης). Και η ανατριχίλα είναι μεγάλη, και η διάσωση/απόδραση κατά έναν τρόπο επίσης, σε αυτή την σικελική ιστορία (με μια ιδέα έμπνευσης από τον επίσης Σικελό Πιραντέλο) μιας μάνας η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρύψει το μοιραίο από την φιλενάδα του γιού της η οποία έχει καταφτάσει για να περάσουν μαζί το Πάσχα. Ο Μεσίνα (τέλειο σικελικό όνομα και αυτό), συνεργάτης του Σορεντίνο μέχρι σήμερα, εδώ στην πρώτη του μεγάλη απόπειρα στήνει δυνατές εικόνες συναισθηματικής βαρύτητας (ενίοτε και κάπως εντυπωσιοθηρικά στυλιζαρισμένες, κάτι που προφανώς το χρωστά στον μέντορά του), προσθέτει και κάμποσους (καθολικούς) θρησκευτικούς συμβολισμούς (για όσους θέλουν να περάσουν σε αυτή την ανάγνωση), υπογραμμίζει τις εικόνες με μουσικές επιλογές σαν το "Missing" των ΧΧ, θρηνητικά ορατόρια της ECM και ένα "Waiting for the Miracle" του Cohen (θυμήθηκα συνειρμικά το "Ι'm your man" σε εκείνη την παλιά υπέροχη ταινία του Μορέτι), η δε μάνα Ζυλιέτ Μπινός είναι το δράμα το ίδιο ενσαρκωμένο και περιφερόμενο στην στοιχειωτικά άδεια βίλα της, κάπου στους πρόποδες της Αίτνας.
- Μια βδομάδα και μια μέρα (Shavua Ve Yom) - Asaph Polonsky
Και... Μένουμε στο ίδιο θέμα. Και η ζωή συνεχίζεται... Η εβραϊκή εβδομάδα πένθους, η Σιβά, έχει μόλις τελειώσει και είναι η ώρα της επιστροφής σε μια κανονικότητα. Η day after για ένα πένθος που μπορεί να βαστήξει μια αιωνιότητα και μια μέρα. Πίσω στη δουλειά, ραντεβού με τον οδοντίατρο η μάνα, ο πατέρας (ο κωμικός σταρ στο Ισραήλ Shai Avivi) από την άλλη το παλεύει με τον δικό του τρόπο, "να συνηθίσει να υπάρχει φυσικά μέσα σε τούτη τη μοναξιά με κολλημένη πάνω μου την παρουσία της απουσίας" που έλεγε και ο Μπαρτ. Μέσα από την επιστροφή στο νοσοκομείο, στον τόπο της μη-κανονικότητας, μέσα από την φαρμακευτική παρηγορητική κάνναβη του γιου (η σκηνή που προκάλεσε άφθονο γέλιο στο σινεμά ήταν η αποτυχημένη του προσπάθεια να φτιάξει ένα joint), μέσα από την επαφή με τον ιδιόρρυθμο "air guitarist" γιο του γείτονα, θα βρεθεί τέλος και στην κηδεία μιας άγνωστης μεγαλύτερης γυναίκας, σε μια μετατόπιση του προσωπικού άξονα με την υπόρρητη υπενθύμιση ότι ο θάνατος είναι παντού. Πρώτη ταινία του Ισραηλινού σκηνοθέτη, με θέμα βαρύ και ασήκωτο, αποφεύγει την βαρύγδουπη σπουδή στην απώλεια και την μνήμη, αλλά και την αλληγορική αισθητικοποίηση φτιάχνοντας μια γλυκόπικρη και απλή ταινία. Από αυτές που τις αποκαλούμε "ανθρώπινες" γιατί υπενθυμίζουν την κοινή μοίρα που μας δένει πέρα από πραγματικούς ή φαντασιακούς διαχωρισμούς.
- Γκάρι Νιούμαν: Ένα ανδροειδές στη Γη της Επαγγελίας (Gary Numan: Android in La La land) - Steve Read & Rob Alexander
Και ποια είναι η Γη της Επαγγελίας κύριε μεσίτα; Μα εκεί που μαζεύονται τα αστέρια, τα ξεπεσμένα "πάλαι ποτέ" αστέρια και φυσικά ένα σωρό "θα ήθελα να γίνω κι εγώ" αστεράκια. Να είναι κι ένα μέρος που να έχει και χαμηλή φορολογία, αλλά αυτό δεν το λέμε δυνατά. Και ψάχνουμε κι ένα σπιτάκι, να είναι άνετο, ευάερο και ευήλιο, έχω τρία παιδιά και μία γυναίκα η οποία τρώει τα λεφτά στις πλαστικές (δεν το λέμε αλλά δεν κρύβεται). Έχετε μια καλή προσφορά στο Λος Άντζελες; Τέλεια! Θα είμαι και μακριά από τους κακούς συμπατριώτες και τους κριτικούς τους που με έχουν συνέχεια στο θάψιμο (εντάξει έχω να βγάλω κάτι της προκοπής καμιά 30αριά χρόνια αλλά κι αυτό δεν το λέμε). Αλλά τώρα θα τους δείξω τι θα πει Gary Numan, με τον νέο δίσκο που ετοιμάζω.
Δεν ξέρω αν το συγκαταβατικό αξιοπρεπές "Splinter" του 2013 τα κατάφερε "να τους δείξει", σίγουρα πάντως το εν λόγω ντοκιμαντέρ δεν καταφέρνει (ήθελε άραγε;) να αναδείξει τι είναι (και κυρίως τι ήταν) ο Gary Numan, αυτό το μελαγχολικό και λαμπερό συγχρόνως πλάσμα ρετροφουτουριστικής Kraftwerk-Bowie μελαγχολίας που κατάφερε να λάμψει εκεί στο μεταίχμιο των 70s και 80s για να βιώσει στη συνέχεια μια σταθερή και γνησίως φθίνουσα πορεία. Καμία απάντηση δεν δίνεται στην ταινία αλλά ακόμη χειρότερα κανένα ερώτημα δεν τίθεται. Ο χρόνος αναλώνεται σε άφθονη reality κλειδαρότρυπα, τα τρία παιδιά να τρώνε παγωτά, η γυναίκα, το σπίτι, οι διακοπές, κάμερα, και ο Numan να μιλάει, για την καθημερινότητα, για ασθένεια, για περασμένα μεγαλεία και νέες φιλοδοξίες. Πως λέει το κλισέ; Μόνο για οπαδούς και μάλιστα για πολύ φανατικούς. Όχι ότι έχει και λίγους τέτοιους βέβαια ο Numan (στην Αθήνα όχι πάντως, μετα βίας φτάσαμε οι θεατές τους 30 στην πρώτη προβολή).
- Οι εραστές και ο δικτάτορας (The lovers and the despot) - Rob Cannan & Ross Adam
Ο μπαμπάς του "πάτα το κουμπί Κιμ", ο Κιμ Γιονγκ Ιλ, ο δεύτερος της δυναστείας των Κιμ απαγάγει πρωτοκλασάτη ηθοποιό και τον σκηνοθέτη πρώην άντρα της Νότιας Κορέας, με απώτερο σατανικό (εννοείται) σκοπό να τονώσει την ισχνή και τίγκα στα σοσιαλιστικά ηρωικά κλισέ κινηματογραφική παραγωγή της χώρας του. Εκεί, μετά από λίγα χρόνια φυλάκιση και περιορισμό, οι δυο τους φαίνεται να έπαθαν κάτι σαν σύνδρομο της Στοκχόλμης (ή καλύτερα "Σύνδρομο της Γέφυρας του Ποταμού Κβάι") και γύρισαν ένα σωρό ταινίες στα χρόνια της ομηρίας τους (χωρίς μάλιστα να χρειάζεται να ανησυχούν για τα έξοδα) μέχρι που κάποια στιγμή κατάφεραν να αποδράσουν και να επιστρέψουν στον ελεύθερο κόσμο (βέβαια εκείνη την εποχή η Νότια Κορέα ήταν υπό εχμμμ φιλελεύθερη δυτική δικτατορία, αλλά αυτό δεν το πολυλέμε). Δυνατή ιστορία, με διάφορες περιπλοκές, υποψίες και φήμες, η πιο παράξενη χώρα του κόσμου, πράκτορες της CIA, η ίδια η απαχθείσα να μιλάει, ακόμη και ο Κιμ αυτοπροσώπως, κρυφά ηχογραφημένος σε κασετοφωνάκι. Κι έχεις όλα αυτά στα χέρια σου και αυτό που καταφέρνεις είναι μια "νερωμένη" φλύαρη και άνευρη ταινία, της οποίας προορισμός είναι να συμπληρώσει το πρόγραμμα σε κανένα History Channel;
- Όλοι οι άλλοι (Alle anderen) - Maren Ade
Στις πρώτες διακοπές μαζί είναι που δοκιμάζονται οι σχέσεις μας έχει διδάξει το Κοσμοπόλιταν-σελίδα 37, ειδικά όταν είναι φρέσκιες, εκεί είναι που θα τον φας τον άλλο στην μάπα (τρε ρομαντίκ!) 24 ώρες την ημέρα, και αρχίζουν οι παραξενιές να βγαίνουν στην φόρα, οι διαφορές, οι ασυμβατότητες, οι μικρο-γκρίνιες, η τριβή που φέρνει σπινθήρες και κάπου η απογοήτευση έχει στήσει ενέδρα στην γοητεία. Μια τέτοια χιλιοβιωμένη και χιλιο-ειπωμένη ιστορία παρακολουθεί (σχεδόν με ηδονοβλεπτική διάθεση) η ταινία αυτή της Maren Ade από το 2009, της σκηνοθέτριας η οποία φέτος φαίνεται να κάνει το παγκόσμιο μπαμ με το "Toni Erdmann" (προβλήθηκε και στο φεστιβάλ, αλλά προτίμησα τους Beatles εκείνη την ώρα-παράξενος ο προγραμματισμός των διοργανωτών να βάλουν δύο γερά εμπορικά χαρτιά την ίδια ώρα). Ειδυλλιακό το σαρδηνιακό τοπίο, που τα καλοκαίρια υφίσταται αθρόες αποβάσεις ορδών γερμανών τουριστών, μαζί και το εν λόγω ζευγάρι, αρχιτέκτονας ο ένας υπάλληλος δισκογραφικής η άλλη, εσωστρεφής και εργασιομανής ο μεν, πιο "χαρά της ζωής" η άλλη, τα ετερώνυμα έλκονται μεν (α ρε Coulomb που το ανακάλυψες το στερεότυπο) αλλά όχι πάντα, τα παιδιά είναι σαφές ότι βρίσκονται στο μεταιχμιακό σημείο του "εντάξει, καλό σεξ κάνουμε, αλλά παραπέρα τι κάνουμε;", κάπου ανάμεσα στην ασυμβίβαστη νεανική ιδεολογία τους και τον εξ ορισμού συμβιβασμό μιας σχέσης. Έξω εν τω μεταξύ ο ήλιος λάμπει, αλλά τα σύννεφα μαζεύονται, απαλά στην αρχή, όλο και πιο καταιγιδοφόρα και σκοτεινά στη συνέχεια, έρχονται σε επαφή και με ένα ζευγάρι που φαίνεται απόξω τέλειο, όλα απέξω φαίνονται τέλεια, και οι πρώτες ρωγμές εμφανίζονται... Ταινία του σινεμά των μικρών στιγμών, λιτή, η οποία θέλει μερικές φορές να πει περισσότερα απ' όσα μπορεί, βέβαια η (αμπελο)φιλοσοφία είναι αναπόφευκτη σε κουβέντες περί "της σχέσης μας". Μια ματιά με μεγεθυντικό φακό σε μια καθημερινότητα (έστω και διακοπική), όπου η αρχή και το τέλος της ιστορίας θα μπορούσε είναι οπουδήποτε. Ήτοι, μην περιμένετε κανένα τέλος που να δίνει απαντήσεις, ούτε φυσικά κάποιο ξεκάθαρο χάπυ-εντ με σκαλιά εκκλησίας και άλλα τέτοια συγκινητικά. Όπως ζωή δηλαδή...
- The Beatles: Eight days a week-The touring years - Ron Howard
"Πίσω τρελές", θυμήθηκα τον Βέγγο στο "Τύφλα να' χει ο Μάρλον Μπράντο" κυνηγημένο από τις φανατικές θαυμάστριες του ποιητή Αυγερινού. Κάπως έτσι, στο υπερ-πολλαπλάσιο θα ένιωθαν και τα σκαθάρια τότε στην ακμή της Beatlemania, τότε που γέμιζαν γήπεδα, αεροδρόμια, δρόμους σε όλο τον κόσμο, μέχρι την Αυστραλία και τις Φιλιππίνες. Κι αν στην αρχή το χάρηκαν και το έζησαν με μετεφηβική ξενοιασιά, έφτασε και η στιγμή που ένιωσαν σαν περιφερόμενο τσίρκο, σταχανοβίτες του "οχτώ ημέρες την εβδομάδα", burnout που λένε και οι μανατζαραίοι του σήμερα. Ένα θέαμα, μια υστερία που ελάχιστη σχέση είχε πια με την μουσική. Και κάπου εκεί ήταν που πήραν την τολμηρή και ιστορική απόφαση να κόψουν μαχαίρι τα λάιβ και να ασχοληθούν με την μουσική αποκλειστικά και... ουσιαστικά να γίνουν ...οι Beatles της ιστορίας. Αυτήν ακριβώς την πορεία, από το 1963 έως το 1966, παρακολουθεί το ντοκιμαντέρ. Κοντά δύο ώρες γεμάτες μουσική (με μισή ώρα μπόνους από την εμφάνιση στο Shea Stadium της Νέας Υόρκης), περισσότερα γνωστά αλλά και κάμποσα άγνωστα ντοκουμέντα από συναυλίες και συνεντεύξεις τύπου και πολλές-πολλές διαπεραστικές κοριτσίστικες στριγκλιές, ακόμη και τα δικά μας αυτιά βούιζαν βγαίνοντας από την προβολή στο ασφυκτικά γεμάτο σινεμά, μπορείς ίσως να φανταστείς κατ' ελάχιστον το τι βίωναν οι ίδιοι (χαρακτηριστική η ατάκα του Ρίνγκο ότι στις συναυλίες πλέον δεν άκουγε τίποτε -χωρίς καν μόνιτορ ε;- και παρακολουθούσε τον ποπό και την πλάτη του Πολ για να καταλάβει που βρίσκονται μέσα στο κομμάτι). Συνυπολογίστε και τον κάκιστο τενεκεδένιο ήχο, τα ηχητικά συστήματα της εποχής γαρ δεν ήταν φτιαγμένα για στάδια, οι συναυλίες σε τέτοιους χώρους ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τους καιρούς εκείνους (όπως σημείωσε και στην εισαγωγική ομιλία του ο Γιάννης Πετρίδης).
Βλέποντας πάντως την ταινία να κλείνει με τα διάσημα αποσπάσματα από το πραγματικά τελευταίο λάιβ στην ταράτσα το 1969 πια, τον Πολ με το μούσι, τον Λέννον με τα γυαλάκια και τη μαλλούρα, τις μουστάκες του Τζορτζ και του Ρίνγκο, αναλογιζόμενος ότι μεσολάβησαν μόλις λίγα χρόνια, το πόσο άλλαξαν και εξελίχθηκαν και που έφτασαν, τότε ίσως και να τους θαυμάσεις/εκτιμήσεις ακόμη περισσότερο.
- Ο αποστάτης (El Apóstata) - Federico Veiroj
Όχι ο ...Μητσοτάκης, μην ανησυχείτε. Για έναν νεαρό Ισπανό πρόκειται, φοιτητή της φιλοσοφίας, ο οποίος προσπαθεί απεγνωσμένα να αποστατήσει από τους κόλπους της Καθολικής Εκκλησίας. Το εγχείρημα δεν αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύκολο, μην ξεχνάμε ότι στην Ισπανία η καθολική παράδοση έχει εξαιρετικά βαθιές ρίζες (το ίδιο βαθιές έχει όμως διαλεκτικά και η αντικληρικαλιστική παράδοση). Απαριθμώ μνημονικά τις ταινίες που ασχολούνται, άμεσα ή έμμεσα με το ζήτημα της καταπιεστικής παρουσίας της καθολικής εκκλησίας, είναι ουκ ολίγες, αν επικεντρωθούμε δε στον ισπανόφωνο χώρο θα καταλήξουμε σίγουρα στον Μπουνιουέλ. Ο οποίος και αποτελεί μια κύρια επιρροή του ουρουγουανού σκηνοθέτη, η ταινία του έχει κάμποσες πινελιές "μαγικού υπερ-ρεαλισμού" και συμβολικής ειρωνείας. Καλά όλα αυτά, όμως η ιστορία του νεαρού ο οποίος προσπαθεί να κάνει την επανάσταση του, όχι μόνο απέναντι στην εκκλησία αλλά και απέναντι στην αυταρχική μαμά, ενώ ταυτόχρονα είναι ερωτικά μπλεγμένος με την πρώτη ξαδέρφη του και με την αποκάτω γειτόνισσα, κάπου χάνεται στις λεπτομέρειες και στο τέλος ο θεατής μένει απορημένος και μάλλον μπερδεμένος.
- Δύο καρδιές (Réparer les vivants) - Katell Quillévéré
17χρονος νεαρός μένει εγκεφαλικά νεκρός μετά από δυστύχημα με το αυτοκίνητο, οι γονείς αμφιταλαντεύονται, τελικά δίνουν τα όργανα του για μεταμόσχευση, η καρδιά του καταλήγει σε μια 50χρονη γυναίκα που πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια. H δύναμη της ταινίας σίγουρα δεν είναι η πλοκή της αυτή καθαυτή, η οποία και είναι σχεδόν απόλυτα προβλέψιμη και χωρίς δραματουργικές ανατροπές και συγκρούσεις. Δεν ξέρω αν στο μπεστ σέλερ της Maylis de Kerangal στο οποίο και βασίζεται η ιστορία αναδεικνύονται οι φιλοσοφικοί και ηθικοί προβληματισμοί γύρω από το θέμα της μεταμόσχευσης οργάνων, πιθανότατα ναι, αυτοί όμως στην ταινία περνάνε μάλλον φευγαλέα και επιφανειακά. Η δύναμή της από την άλλη μεριά αντλείται από τη συναισθηματική βαρύτητα των καταστάσεων. Τον τρόπο με τον οποίο αυτές τονίζονται, με το πιάνο του Alexandre Desplat και πινελιές από Bowie να φορτίζουν κι άλλο τη μελαγχολική ατμόσφαιρα. Μια κινηματογράφηση άλλοτε εύγλωττα υπονοούμενη (αξέχαστη η σκηνή του δυστυχήματος, ένα γκρίζο πρωινό, με την πεδιάδα να μετατρέπεται στα κουρασμένα μάτια του οδηγού σε γκρίζο ανταριασμένο ωκεανό), άλλοτε σκληρή, φτάνοντας στα όρια του "ιατρικού ...πορνό" (όσοι δεν αντέχουν να δουν μια εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς σε όλο της το αιματηρό μεγαλείο ας μην πλησιάσουν καλύτερα), ερμηνευμένη από καλούς ηθοποιούς (Tahar Rahim, Emmanuelle Seigner). Κατά μία άποψη η πραγματική πρωταγωνίστρια της ταινίας είναι τούτη η μία καρδιά (και όχι οι δύο, που θέλησε η ελληνική απόδοση).
- H αρχή και το τέλος (Les premiers Les Derniers) - Bouli Lanners
Ένα ιδιότυπο ...γουέστερν στις ατελείωτες πεδιάδες της Γαλλίας. Κάτω από έναν δυσοίωνο ορίζοντα στα πρόθυρα της καταιγίδας, σε επαρχιακούς δρόμους, ανοιχτά τοπία, στέγαστρα, γέφυρες, παρακμιακές βιοτεχνίες, ένα κουβάρι από ιστορίες διαπλέκεται, δύο κυνηγοί επικηρυγμένων οι οποίοι ψάχνουν ένα κινητό, μια τοπική συμμορία, δύο ερωτευμένοι φτωχοδιάβολοι στην πάλη της επιβίωσης και διάφορες ακόμη πιο σουρεαλιστικές υπάρξεις (ακόμη και ένα ελάφι). Προσθέστε ένα υποδόριο χιούμορ, υπαρξιακά ερωτήματα, μουσική σε μπλουζ μονοπάτια, ηθοποιούς-μορφές (μεταξύ τους και ο Max von Sydow). Στην αρχή μπορεί να ξενίσει, όσο όμως μπαίνεις στον κόσμο της, και τα νήματα αρχίζουν να συναντώνται, η ασυνήθιστη και ατμοσφαιρική αυτή ταινία σε κατακτά όλο και περισσότερο.
- Οι εξομολογήσεις (Le confessioni) - Roberto Andò
"Κατά τη διάρκεια μια συνόδου των G8, λίγο πριν βάλει την υπογραφή του σε μια συμφωνία που θα κρίνει το μέλλον του κόσμου, ο πρόεδρος του ΔΝΤ βρίσκεται νεκρός στο δωμάτιο του. Ο μόνος που γνωρίζει τι συνέβη είναι ένας αινιγματικός μοναχός"
Προβοκατόρικο δεν νομίζετε; Δου Νου Του εναντίον Αγνού Μοναχού. Αυτοί που νομίζουν ότι είναι επίγειοι θεοί με τον πραγματικό θεό των ουρανών.
Είναι λοιπόν κάτι φορές που το κοινό μπορεί να αποδειχθεί πιο διασκεδαστικό από την ταινία:
"Αχά". "Μα τι καναπές!". "Είναι ζευγάρι!" (την ώρα που ο φίλος φιλά στο μέτωπο τον νεκρό πρόεδρο του ΔΝΤ). "-Μα γιατί φοράει άσπρα ο παπάς; -Θέλει να δείξει ότι είναι αγνός". "Μ' αρέσει που η Ελλάδα είναι σε πρώτο πλάνο" (ένα φευγαλέο τηλεοπτικό, και μία αναφορά). "Είναι και γαμίκουλας ο Γερμανός" (χρατς, χρατς το μηρυκαστικό με το ποπκόρν). Ατελείωτα χμμμμ και χεχεχε, όλο νόημα και συμφωνία με το βαθύ νόημα που δεν πέρασε απαρατήρητο. Στην έξοδο προβληματισμός και αναλύσεις "Εκεί που είπε αυτό...".
Η ταινία είναι ένα αργόσυρτο wannabe θρίλερ χωρίς αγωνία, σάτιρα χωρίς χιούμορ, πολιτικο-φιλοσοφικός στοχασμός με βάθος ως τον αστράγαλο, μία παράθεση απλοϊκών στερεοτύπων, η θρησκεία και το καλό που θα νικήσει και θα σώσει τον κόσμο από τους κακούς τραπεζίτες, ο Γερμανός υπουργός οικονομικών είναι πολύ αστείος έτσι όπως παρουσιάζεται αθλητικός και ξερακιανός σαν λοχίας των SS, ένας καλός κατά τ' άλλα Toni Servillo με εργολαβία στα πολιτικά θρίλερ περιφέρεται με περίσκεπτο προβληματισμένο ύφος σε όλη την ταινία, υπάρχει και μία μεταφυσική πινελιά έτσι για το μυστήριο στο τέλος (και μουσική Πιοβάνι που αγαπάμε -όχι εγώ- σε αυτά τα μέρη).
Είχα αποφασίσει με τον εαυτό μου να αποφεύγω οτιδήποτε, βιβλίο ή ταινία ή θεατρικό που να εμπεριέχει ή να υπονοεί την λέξη κρίση. Νομίζω πρέπει να το τηρώ πιο απόλυτα και απαράβατα...
- Η κόκκινη χελώνα (La tortue rouge) - Michael Dudok de Wit
Κάτι ανάμεσα στον Ροβινσώνα Κρούσο, τον Ναυαγό του Χανκς και την ...Γαλάζια Λίμνη σε κινούμενο σχέδιο και μεταφυσικές φυσιολατρικές ανησυχίες. Ίσως ακούγεται λίγο κυνικά ειρωνική η περιγραφή για αυτό το φιλμάκι του οσκαρικού Dudok de Wit το οποίο αφηγείται την ιστορία ενός ναυαγού, τις απέλπιδες προσπάθειες διαφυγής και την απροσδόκητη υπερβατική τροπή που θα πάρει η "γνωριμία" του με μια τεράστια κόκκινη χελώνα. Έξοχο σχέδιο, χωρίς καθόλου διάλογο, παρά μόνο μερικές σποραδικές κραυγές, με εντυπωσιακή όμως ηχητική μπάντα η οποία μπορεί να σε μεταφέρει κι εσένα νοερά στο νησί, η θάλασσα, τα πουλιά, τα στοιχεία της φύσης, το φεγγάρι πάνωθέ σου. Και τα καβουράκια να κλέβουν την κωμική παράσταση. Ένα εντυπωσιακό φιλμ με συγκινησιακή δύναμη, μπορεί εύκολα να σε γοητεύσει και να σε κάνει επιπλέον να πιστέψεις ότι στον πυρήνα του κρύβει μια βαθιά αλήθεια. Αρκεί να είσαι έτοιμος να πιστέψεις...
- Κάποια να με προσέχει (The carer) - Janos Edelenyi
Ένας ηλικιωμένος-στριμμένο άντερο, μεγάλος ηθοποιός με πολύ και βαρύ παρελθόν, πάμπλουτος και άρρωστος. Και μια νεαρή Ουγγαρέζα την στιγμή που προσπαθεί να ανοίξει τα φτερά της, καλλιεργημένη και δοτική. Κλασικό μοτίβο αντίθεσης με πολλές δυνατότητες σε όλο το εύρος από το δράμα ως την κωμωδία πριν λίγα χρόνια π.χ. έγινε παγκόσμιο σουξέ στους "Άθικτους", εδώ έχουμε την εκδοχή του στην αριστοκρατική αγγλική εξοχή. Στο όριο της γλυκερότητας και της ακατάσχετης παράθεσης κλισέ, η απλή (ίσως και απλοϊκή) ταινία σώζεται από τον σπουδαίο και πειστικό Brian Cox και από ένα σενάριο διανθισμένο με ατάκες κλασικού και δηλητηριώδους βρετανικού χιούμορ (αν και η ταινία έχει Ούγγρο σκηνοθέτη και ουγγρική χρηματοδότηση).
- Υπόθεση Φριτζ Μπάουερ (Der Staat gegen Fritz Bauer) - Lars Kraume
Ή το κράτος κατά Φριτζ Μπάουερ, όπως είναι ο γερμανικός τίτλος, λίγο παράδοξος αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Μπάουερ ήταν εισαγγελέας, το χέρι της κρατικής εξουσίας και του νόμου δηλαδή. Διόλου παράδοξος όμως αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Μπάουερ είχε θέσει ως έργο ζωής να φέρει τους ναζί εγκληματίας στα εδώλια και να αναγκάσει την γερμανική κοινωνία να ανοίξει τα απρόθυμα μάτια της στο βρώμικο παρελθόν, σε μια εποχή που ο κρατικός μηχανισμός (ακόμη και σε καγκελαριακό επίπεδο) έβριθε από στελέχη του ναζιστικού κόμματος που είχαν μπει στην μπουγάδα και παραδοθεί άσπιλα στην κοινωνία. Η ταινία του Kraume εστιάζει στην προσπάθεια του μοναχικού αυτού καβαλάρη (και εβραίου και ομοφυλόφιλου -ακόμη αδίκημα εκείνους τους καιρούς μην ξεχνάμε) να φέρει στο εδώλιο τον διαβόητο Άιχμαν, έναν από τους βασικούς οργανωτές του Ολοκαυτώματος. Η ταινία δεν διεκδικεί καμία δάφνη κινηματογραφικής μαστοριάς, είναι περισσότερο τηλεοπτικής αισθητικής, ενώ επινοεί και μια κάπως αμήχανη φανταστική παράλληλη ιστορία για να προσθέσει λίγη έξτρα δραματική ένταση. Μολαταύτα, όχι μόνο αφηγείται μια ιστορία όχι τόσο γνωστή όσο θα έπρεπε, αλλά εξηγεί και εμμέσως γιατί ακόμη και σήμερα, με μια ...καθυστέρηση 70 χρόνων, γίνονται στην Γερμανία δίκες εγκληματιών του πόλεμου-γερόντων πλέον με το ένα πόδι στον τάφο (κάλλιο αργά παρά ποτέ;) Προστίθεται δε σε μια σειρά έργων με παρόμοιο θέμα, τα οποία βγαίνουν όλο και συχνότερα στην Γερμανία (πέρυσι είχαμε δει στο φεστιβάλ τον παρεμφερή "Λαβύρινθο της σιωπής" του Ricciarelli). Δεν είναι κακή αυτή η πλημμυρίδα, έστω και από ενημερωτικής άποψης και μόνο, οι θύτες γαρ δεν πρέπει να ξεχνούν ποτέ.
Και τέλος, τα βραβεία, για όποιον ενδιαφέρεται:
Βραβείο Χρυσή Αθηνά Καλύτερης ταινίας: Inhebek Hedi/Η Ιστορία του Χέντι, του Μοχάμεντ Μπεν Άτια Βραβείο
Σκηνοθεσίας της Πόλης των Αθηνών: Operation Avalanche/Επιχείρηση Χιονοστιβάδα, του Ματ Τζόνσον
Βραβείο Σεναρίου: Under the Shadow/Στη Σκιά του Φόβου, του Μπαμπάκ Ανβάρι
Βραβείο Κοινού: La Tortue Rouge/Η Κόκκινη Χελώνα, του Μίκαελ Ντουντόκ ντε Βιτ
Βραβείο Χρυσή Αθηνά Μουσική & Φιλμ: Eat that Question: Frank Zappa in his Own Words/Βγάλε τον Σκασμό: Ο Φρανκ Ζάπα με Δικά του Λόγια, του Θόρστεν Σέτε
___
Και του χρόνου είπαμε;