Ο Bahman Ghobadi στους Ανοιχτούς Ορίζοντες του 53ου ΦΚΘ
Ο πέρσης σκηνοθέτης Bahman Ghobadi είναι κουρδικής καταγωγής. Στο διάστημα 1995-1999 έκανε δέκα μικρού μήκους ταινίες και διακρίθηκε σε αρκετά φεστιβάλ, με σπουδαιότερο το ειδικό βραβείο της επιτροπής του Κλερμόν-Φεράν που κέρδισε το ντοκιμαντέρ του Ζωή στην ομίχλη (Zendegi dar meh). Το 1999 ήταν βοηθός του σκηνοθέτη Abbas Kiarostami στο νεοκυματικό φιλμ Ο άνεμος θα μας σηκώσει και πρωταγωνιστής στον Μαυροπίνακα της Samira Makhmalbaf.
Οι ταινίες του έχουν στο επίκεντρο τις ζωές των κούρδων που είναι οι παρίες και οι αποδιοπομπαίοι τράγοι των χωρών της Μέσης Ανατολής. Εκεί όπου ακόμη και σήμερα συμβαίνουν τραγικές πολεμικές συρράξεις και όπου φαίνεται να αλλάζει ο χάρτης της ανεξαρτησίας για την χαμένη του πατρίδα. Στους τίτλους και στα θέματά του κυριαρχεί το ταπεινό ζωικό βασίλειο (άλογο, χελώνα, γάτος, ρινόκερος) που με τη μορφή παραβολής ή αλληγορίας πάσχει και συμπάσχει με τον καημό ενός κατατρεγμένου λαού. Βλέπουμε επίσης, ανοιχτά ορεινά πανοραμικά τοπία, γεμάτα -λες- με τη θλίψη των λιγοστών παλαβών που προσπαθούν να τα διασχίσουν από ανάγκη.
Τα Μεθυσμένα άλογα (2000) είναι τα θύματα του αγώνα των κούρδων του Ιράν για επιβίωση. Ο σκηνοθέτης καταπιάνεται με τρία φλέγοντα ζητήματα, κοινωνικά και ηθικά, και καταφέρνει να τα περιγράψει με εκπληκτική σαφήνεια και σπάνια ευαισθησία. Ο κουρδικός λαός -ουσιαστικά άπατρις- είναι μοιρασμένος σε τέσσερις χώρες, Ιράν, Ιράκ, Συρία και Τουρκία. Δεύτερον, η εργασία ανηλίκων και η εκμετάλλευσή τους είναι πολύ σοβαρό ζήτημα που παραμένει ανοικτή πληγή σε όλες τις τριτοκοσμικές χώρες. Τρίτον και εξίσου σπουδαίον, είναι η αδελφική αγάπη και οι ισχυροί δεσμοί της οικογένειας, η μόνη πηγή δύναμης και στήριγμα για να συνεχίσει κανείς μια εξαρχής δύσκολη ζωή, γεμάτη αγκάθια και κινδύνους.
Ο Γκομπαντί χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς (κατά παράδοση του ιρανικού σινεμά) που τα καταφέρνουν περίφημα, δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό και προσδίδουν τρομερή αλήθεια και τραγικότητα στην υπόθεση. Άλλωστε ο δημιουργός, όντας κούρδος, εμπνεύστηκε από αληθινά περιστατικά, που συνέβησαν στα νιάτα του στο μεθοριακό χωριό που γεννήθηκε. Τα συναισθήματα προκαλούνται χωρίς να εκβιάζονται. Η τραγικότητα των γεγονότων περιβάλλεται από μια ποιητική διάθεση, που παρακάμπτει με αξιοθαύμαστο τρόπο τις εύκολες συγκινήσεις και παραμένει στην ουσία των πραγμάτων.
Και οι χελώνες (που) μπορούν να πετάξουν (2004) κινούνται με ειρωνεία στη μεθόριο των σύγχρονων "περσικών πολέμων" ανάμεσα στην υπερδύναμη των εκμεταλλευτών και στις προβαλλόμενες ως χώρες του ισλαμικού νόμου. Κι αν το σκηνικό του ήταν αφηγηματικό στα Μεθυσμένα άλογα κι αν φάνταξε γραφικός και φολκλόρ στα μάτια κάποιων καναπεδόπληκτων, εδώ έρχεται η τεκμηριωμένη του ντοκιμαντερική κατάθεση να τσακίσει όλες τις προφάσεις. Ο ίδιος μοιάζει συγκλονισμένος από τις ιστορίες των μικρών ανάπηρων ναρκαλιευτών. Τα γυρίσματα στα σύνορα Ιράκ - Τουρκίας έγιναν υπό το άγρυπνο βλέμμα πάνοπλων σωματοφυλάκων. Το θέμα ξεπέρασε την τέχνη του και οι όποιες αρχικές του προθέσεις πήγαν περίπατο. Πέρασαν και πάτησαν εκεί που ακρωτηριάζεται καθημερινά το μέλλον των παιδιών.
Στο Μισοφέγγαρο (2006) η φάση της σελήνης παραβάλλεται με την ισλαμική φάση. Ένας διάσημος γέρος ιρανοκούρδος μουσικός θέλει να δώσει την τελευταία του συναυλία στον πάτριο τόπο (Ιρακινό Κουρδιστάν) συνοδεία των δέκα γιων του. Εμπλέκεται σε "αγώνα δρόμου και ταλαιπωρίας" για να φτάσει εκεί πριν πραγματοποιηθεί το δυσοίωνο όραμα που τον θέλει νεκρό στα μισά του φεγγαριού. Αψηφά τους ημισέληνους νόμους για χάρη της δικής του πατρογονικής παράδοσης. Η ποίηση μετουσιώνεται καθώς το λεωφορείο που τους μεταφέρει περιδιαβαίνει τοπία επιβλητικά σαν ήρεμος ποταμός που πάντα ρει και ουδέν μένει.
Μουσικό οδοιπορικό και η επόμενη ταινία του αφιερώματος, Ποιος φοβάται τους Γάτους της Περσίας; (2009), επηρεασμένο από τον Ήχο της Πόλης (Crossing the Bridge: The Sound of Istanbul, 2005) του Φατίχ Ακίν και το Βαρύ Μέταλλο στη Βαγδάτη (Heavy Metal in Bagdad, 2007). Εδώ χαρτογραφείται μουσικά η Τεχεράνη και οι υβριδικές μουσικές που εγκυμονούνται στα σπλάχνα της, με βάση έναν νέο ορισμό του ίντι ροκ: το μουσικό είδος ανάμεσα στον 50cent και την Madonna. Τα γυρίσματα έγιναν με θράσος και συγκάλυψη, χωρίς άδεια. Η ταινία απαγορεύτηκε στη χώρα γιατί αντιβαίνει ανοιχτά σχεδόν σε όλους τους περιορισμούς του ιρανικού δόγματος του υπουργείου πολιτισμού και αψηφά ρητές οδηγίες.
Η Εποχή του Ρινοκέρου (2012), η τελευταία του δουλειά, είναι θέατρο παραλόγου και έρωτα, από την εποχή του Σάχη ως το αγκυλωμένο φοβικό σήμερα. Ο Γκομπαντί έχει πάρει το δρόμο της αυτοεξορίας από το Ιράν και η πατρίδα που ονειρεύεται φιγουράρει πια στις χώρες παραγωγής της ταινίας. Σκηνοθετεί δε, επαγγελματίες ηθοποιούς. Πρωταγωνιστεί η Monica Bellucci και ο επίσης εξόριστος αστήρ Behrouz Vossoughi. Τέλος εποχής και αρχή μιας νέας;
Οι ταινίες του Γκομπαντί στο 53ο ΦΚΘ
2012: Η Εποχή του Ρινοκέρου /Rhino Season /False Kargadan (Ιρακινό Κουρδιστάν /Τουρκία, 103')
2009: Ποιος φοβάται τους Γάτους της Περσίας; /No One Knows About Persian Cats /Kasi az gorbehaye irani khabar nadareh (Ιράν, 106')
2006: Το Μισοφέγγαρο /Half Moon /Niwemang (Ιράν /Ιράκ /Αυστρία /Γαλλία, 107')
2004: Και οι Χελώνες μπορούν να πετάξουν /Turtles Can Fly /Lakposhtha parvaz mikonand (Ιράκ /Ιράν, 98')
2000: Μεθυσμένα Άλογα /A Time for Drunken Horses /Zamani baraye masti asbha (Ιράν, 75')
Ο Bahman Ghobadi στο MiC
2000: Μεθυσμένα άλογα στα σύνορα της τέχνης
2004: ακόμα Και χελώνες μπορούν να πετάξουν
2009: Ποιος φοβάται τους γάτους της Περσίας;