Ο Carl Dreyer και ο καθαρός κινηματογραφικός λόγος
Ο Carl Theodor Dreyer θεωρείται σήμερα ένας από τους στυλοβάτες του παγκόσμιου σινεμά. Μέσα από το - μικρό σε πλήθος, μεγάλο σε όγκο και σπουδαιότητα - έργο του κατάφερε να θεμελιώσει πολλές από τις πολυπόθητες αξίες του νέου αυτού εκφραστικού μέσου. Η πολυτάραχη παιδική του ηλικία και οι αντιξοότητες που συνάντησε ως σκηνοθέτης, δυνάμωσαν την εσωτερική του καθαρότητα και τον οδήγησαν σε μια κινηματογραφική γλώσσα, λιτή, απροσποίητη, αυστηρή κι εκφραστική. Αν υπάρχει απόλυτη καθαρότητα στον κινηματογράφο, τότε αυτή είναι εφεύρεση και κατάκτηση του Ντράγιερ.
Ο Καρλ ο νεώτερος, είναι νόθος γιος μιας ταπεινής σουηδής οικονόμου και του νεαρού γιου ενός γαιοκτήμονα. Η μητέρα του τον γέννησε στην Κοπεγχάγη και τον παρέδωσε αρχικά σε ένα δανέζικο ορφανοτροφείο, ενώ αργότερα, όταν ξαναέμεινε έγκυος, φρόντισε να υιοθετηθεί από δανούς. Ο θετός πατέρας του, άθεος και τυπογράφος στο επάγγελμα, του έδωσε όνομα ίδιο με το δικό του. Η θετή του μάνα είχε άλλη μια κόρη, νόθα κι αυτή. Δεν έπαυε ποτέ να θυμίζει στον μικρό Καρλ πως η πραγματική του μητέρα τον είχε εγκαταλείψει. Όταν αυτός μεγάλωσε πήγε στη Σουηδία για να βρει τα ίχνη της. Εκεί έμαθε πως η μητέρα του, όντας έγκυος, εγκαταλείφθηκε από τον άκαρδο κι αδιάφορο πατέρα του. Κατάπιε πολλά κεφάλια σπίρτων για να αποβάλει τον δεύτερο καρπό της κοιλίας της, αλλά αντ' αυτού έπαθε δηλητηρίαση και πέθανε με φριχτούς πόνους.
Όλ' αυτά σημάδεψαν ανεξίτηλα τον νεαρό Καρλ κι όταν γύρισε στη Κοπεγχάγη ήταν πια άλλος άνθρωπος. Στα δεκαεπτά του απαρνήθηκε τους θετούς γονείς του και πήγε να ζήσει μόνος του. Δεν επέστρεψε κοντά τους ποτέ, δεν παρέστη ούτε καν στην κηδεία τους. Αρχικά εργάστηκε στην Τηλεγραφική Εταιρία, αλλά παραιτήθηκε γιατί δεν μπορούσε ν' αντέξει το προδιαγεγραμμένο μέλλον του σε αυτή. Ήταν "εχθρός κάθε ευκολίας και συμβιβασμού, αδιάλλακτος και πείσμων". Το 1908 έπιασε δουλειά σε μια μεγάλη εφημερίδα της πρωτεύουσας και έγινε πασίγνωστος επειδή κάλυπτε τις πτήσεις των πρωτοπόρων των αιθέρων, πετώντας και ο ίδιος μαζί τους. Είχε ήδη αποκτήσει και δίπλωμα πιλότου. Στα 1913 προσελήφθη από την κινηματογραφική εταιρία Nordisk, για να γράφει αρχικά τους μεσότιτλους κι αργότερα να διασκευάζει θεατρικά και λογοτεχνικά έργα για την μεγάλη οθόνη.
Στα στούντιο της Nordisk ανακάλυψε το πάθος του για το σινεμά και δέθηκε μια για πάντα μαζί του. Οι τρεις γλώσσες που κατείχε καλά (αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά) τον προβίβασαν σε έγκριτο κριτή. Στα χέρια του έφταναν σενάρια από όλη την Ευρώπη, που έπρεπε να εισηγηθεί ή να απορρίψει. Στα 1917 κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με τον "Πρόεδρο", ένα δικαστικό κοινωνικό μελόδραμα, που δεν προδίδει ούτε στο ελάχιστο την μελλοντική του πορεία. Το επόμενο χρόνο βλέπει την "Μισαλλοδοξία" του Γκρίφιθ κι επηρεάζεται βαθιά. Αμέσως μετουσιώνει τις επιρροές του στο δεύτερο έργο του, "Σελίδες απ' το ημερολόγιο του σατανά". Πρόκειται για ένα σπονδυλωτό φιλμ, που αποτελείται από τέσσερις ιστορίες. Συνδετικός κρίκος όλων είναι η καταδίκη του σατανά από τον θεό σε αέναη περιπλάνηση και η διαφθορά του κόσμου ανά τους αιώνες, μέσω των μεταμορφώσεών του.
Η πρώτη ιστορία αφορά την προδοσία και την σταύρωση του Χριστού, η δεύτερη τα αίσχη των ιεράς εξέτασης, η τρίτη τις γκιλοτίνες της γαλλικής επανάστασης και η τέταρτη την διαμάχη στη Φινλανδία μεταξύ κόκκινων και λευκών. Στην τελευταία αυτή ιστορία, μια θαρραλέα γυναίκα καταφέρνει να προτάξει την αρετή της και να σπάσει την κατάρα του σατανά. Όμως ο σκηνοθέτης είναι ανελέητος κι ο διάβολος ξαναπιάνει δουλειά κατόπιν νέας 'άνωθεν' εντολής. Η 'προσβολή προς τα ιερά και τα όσια είναι σκανδαλώδης και πρωτόφαντη. Επιπλέον ο τρόπος που παρουσιάζει τους γάλλους επαναστάτες και τους μπολσεβίκους θεωρείται αντιδραστικός. Η ταινία καταδικάζεται κι από την αριστερά ως όργανο της αστικής προπαγάνδας. Η παγκόσμια διανομή της θα πέσει θύμα μιας επιλεκτικής λογοκρισίας: κάθε χώρα κόβει όποιο επεισόδιο θεωρεί προσβλητικό για την ιστορία της. Το πιο πρωτοποριακό και εξοργιστικό στοιχείο της είναι ο υπαινιγμός ότι η μισαλλοδοξία είναι προϊόν της φαλλοκρατικής κοινωνίας και όχι μια διαστροφή μεμονωμένων ατόμων της.
Μετά την παρακμή της Nordisk συνεργάζεται με στην σουηδική Svensk Filmindustri και την γερμανική UFA. Για λογαριασμό της πρώτης θα γυρίσει τη "Χήρα του πάστορα" (1921), μια κωμικοτραγική ιστορία, γεμάτη υπόγειο χιούμορ και ευφυή ευρήματα. Εδώ κάνει αρκετά πολύ σημαντικά βήματα προς την κατεύθυνση της αλήθειας. Οι χώροι είναι αυθεντικοί, όπως και πολλοί αγρότες είναι πραγματικοί. Το τέλος είναι και πάλι έντονα υπαινικτικό ενός υποταγμένου στο σύστημα πνεύματος, αλλά η υποδοχή της ταινίας είναι ενθουσιώδης από κοινό και κριτικούς. Η UFA θα τον καλέσει στο Βερολίνο όπου θα γυρίσει τους "Στιγματισμένους", ένα ιστορικό δράμα για το μαρτύριο των εβραίων, που θ' αποδειχθεί προφητικό δέκα χρόνια μετά.
Και τρία χρόνια αργότερα (1924) θα κάνει τον εικαστικό "Μικαέλ", μια σκληρή ιστορία πατέρα και θετού γιού με υφέρπουσες ομοφυλοφιλικές τάσεις, που παραπέμπει έμμεσα (πόσο έμμεσα άραγε;) στην δική του τραγική σχέση με τον επίκτητο πατέρα του. Είναι μια προσπάθεια συμφιλίωσης ή μια εκδίκηση κινηματογραφική; Η φωτογραφία του Karl Freund στα εσωτερικά και τα φοβερά και τρομερά σκηνικά του Hugo Haring δημιουργούν ένα κλίμα παρακμής και κούρασης του δημιουργού, που όμοιο του δεν διαθέτει καμιά ταινία του Βισκόντι. Ο Rudolf Mate δίνει επίσης ρέστα στην εξωτερική φωτογραφία. Μαζί του θα ξανασυνεργαστεί ο Ντράγιερ στην Ζαν Ντ'Αρκ.
Θα επιστρέψει στη Δανία και θα μας χαρίσει τον καταπληκτικό και ανατρεπτικό "Αφέντη του σπιτιού" (1925). Μια σάτιρα των οικογενειακών θεσμών και την αποτίναξη του ζυγού της καταπιεσμένης νοικοκυράς. Κυρίως όμως μια επανάσταση την δούλας και κυράς , που είναι το τρίτο πρόσωπο κι ο καταλύτης των πάντων. Η ηθοποιός που υποδύεται τη γριά οικονόμο Μαντς είναι εκπληκτική και σε αρκετές σκηνές παίζει μόνο με το βλέμμα. Η ειρωνεία του τίτλου δεν αίρεται ποτέ αλλά φέρεται αυτούσια και μετά το τέλος της. Ο Drouzy, εμβριθής μελετητής του Ντράγιερ, μιλάει για άλλη μια έντεχνη συγκάλυψη του προσωπικού του δράματος πίσω από την ταινία αυτή.
Κάνει ένα σύντομο ταξίδι στη Νορβηγία όπου θα γυρίσει τη νατουραλιστική ηθογραφία "Η νύφη του Γκλόμνταλ" (1925), χωρίς ιδιαίτερες αξιώσεις. Η φήμη και η τεράστια επιτυχία του "Αφέντη" στη Γαλλία, τον θέλουν να εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι μαζί με την γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους. Η Societe General de Film του προτείνει μια παραγωγή με ηρωίδα μία εκ των τριών της γαλλικής ιστορίας: Ζαν Ντ'Αρκ, Μαρία Αντουανέτα, Αικατερίνη των Μεδίκων. Τον ενδιαφέρουν εξίσου και οι τρεις και τις βάζει στον κλήρο. Έτσι, ολωσδιόλου στην τύχη, ξεκίνησε "Το πάθος της Ζαν Ντ'Αρκ" (1927). Η επιλογή της Falconetti ήταν εξίσου τυχαία: την είδε σε μια κωμωδία μπουλβάρ και, αφού της έκανε ένα δοκιμαστικό χωρίς μακιγιάζ, της έδωσε το ρόλο της παρθένας αγίας, έχοντας ήδη απορρίψει όλες τις άλλες, διάσημες και μη. Ο Ρούντολφ Μάτε επιστρατεύτηκε πάραυτα για να αναλάβει όλα τα δικαστικά κοντινά πλάνα, ενώ ο εγγονός του Βίκτορος Ουγκώ, Jean Hugo, ανέλαβε τα σκηνικά και τα κοστούμια.
Η παραφιλολογία για τα γυρίσματα δημιούργησε έναν μύθο άνευ προηγουμένου. Οι φήμες θέλουν την Φαλκονέτι να έχει δεχτεί να ζουλιχτούν οι αστράγαλοί της σε μια μέγγενη, ώστε να είναι απόλυτα υπερφυσικές οι συσπάσεις του προσώπου της. Και να 'πηγαινοέρχεται σηκωτή' στα γυρίσματα, διακριτικά από κάποιον 'μεταφορέα', λόγω των πόνων. Άλλοι είπαν πως ο Ντράγιερ την υπνώτισε για να την ελέγχει απόλυτα. Όπως και νάχει, η προβολή της αποτέλεσε ένα εξαιρετικό γεγονός και χαιρετίστηκε από την κριτική ως μια ταινία-σταθμός κι ένα αδιαφιλονίκητο αριστούργημα.
Η τύχη της βέβαια ήταν κακή και καταστροφική: το μοναδικό αρνητικό κάηκε σε μια φωτιά στα εργαστήρια της UFA και ο σκηνοθέτης προσπάθησε να την ξαναμοντάρει από τις κόπιες εργασίας, μη έχοντας στη διάθεσή του τις καλύτερες λήψεις που είχαν χρησιμοποιηθεί στο τελικό μοντάζ της πρώτης κόπιας. Ένας 'εμπνευσμένος' ιστορικός του σινεμά πρόσθεσε φωτιές και διάφορα άλλα εφέ στους μεσότιτλους. Άλλαξε ακόμα και την ηχητική μπάντα της ταινίας με μουσικές πιο δραματικές και πιο πιασάρικες. Η Gaumont την διένειμε, έτσι φριχτά παραποιημένη, προκαλώντας την έκρηξη οργής του δημιουργού, που είδε τις αρχές του περί καθαρότητας να ποδοπατούνται βάναυσα, χωρίς να μπορεί να αποτρέψει τον διασυρμό. Τελικά, το 1982, βρέθηκε ξεχασμένη σε άριστη κατάσταση μια πρωτότυπη κόπια, στο αρχείο ενός αρχίατρου του ψυχιατρείου του Όσλο, που την είχε πάρει για να την προωθήσει στην Νορβηγία. Έτσι 55 χρόνια μετά, η χαμένη τιμή της Ζανέτ από το Αρκ αποκαταστάθηκε.
Την θρυλική αγία ακολούθησε μια βλάσφημη και ανίερη βρικόλακας. Η ταινία "Vampyr" (1931) είναι μια συμπαραγωγή των προαιώνιων εχθρών Γαλλίας - Γερμανίας. Πίσω της κρύβεται ο βαρόνος Nicolas de Gunzburg, που την χρηματοδοτεί, ενώ παράλληλα κρατάει ιγκόγνιτο τον βασικό ρόλο του Allan Grey με το ψευδώνυμο Julian West. Στο πρόσωπο της Μαργκερίτ Σοπέν, που πίνει το αίμα των νέων για να ζήσει, ο Drouzy βλέπει και πάλι την σκληρή και κακούργα μητριά του Ντράγιερ. Την θεωρεί μια ρωγμή στο τείχος της ερμητικής απομόνωσης του σκηνοθέτη και μια καμπή του έργου του. Πρόκειται για μια χίμαιρα, έναν εφιάλτη στον ξύπνιο, χωρίς λογική σειρά, με ακατάσχετους συνειρμούς και παντελή έλλειψη αιτίας και αιτιατού. Ο Ρούντολφ Μάτε κάνει θαύματα στην φωτογραφία. Το όνειρο ζωντανεύει και στοιχειώνει την πραγματικότητα. Όμως, ποιος νοιάζεται πραγματικά γι' αυτήν; Ουδείς. "Το τρομαχτικό δεν βρίσκεται γύρω μας, αλλά στο ίδιο μας το ασυνείδητο" θα πει ο δημιουργός του.
Το "Vampyr" είναι μεν σουρεαλιστικό και αγγίζει ενίοτε τα όρια του φανταστικού, αλλά οδηγεί τον Ντράγιερ στα πρόθυρα μιας νευρικής κατάρρευσης και στα δώματα ενός ψυχιατρικού ιδρύματος για να συνέλθει. Μετά από την θεραπεία και την ανάρρωσή του, θα προσπαθήσει να υλοποιήσει το σενάριο "Mudundu", μια αφρικάνικη ιστορία με γυρίσματα στη Σομαλία, αλλά θα αποτύχει οικτρά στην εξεύρεση χρηματοδότη και θα το εγκαταλείψει. Θα περάσει μια περίοδο απραξίας, όπου θα επιστρέψει στη Δανία και θα εργαστεί ως κριτικός σινεμά. Θα θάψει όλες τις ταινίες για τις οποίες θα γράψει, εκτός από τους "Μοντέρνους καιρούς" του Τσάπλιν. Η γερμανική κατοχή θα αναζωπυρώσει το ντόπιο κινηματογραφικό ενδιαφέρον, αφού αποκλείει τις ταινίες εισαγωγής.
Τα δώδεκα χρόνια αδρανείας θα λήξουν όχι και τόσο ομαλά. Ο Καρλ Θίοντορ θα κάνει τις πασίγνωστες, ζοφερές "Μέρες οργής" (1943), καθώς κι ένα μινιμαλιστικό, αστυνομικό μελόδραμα δωματίου, τις "Δυο ανθρώπινες υπάρξεις", στη Σουηδία (1944). Εδώ πια έχει μεταμορφωθεί τελείως. Το μοντάζ έχει σχεδόν καταργηθεί. Μεγάλης διάρκειας πλάνα, αργόσυρτες ερμηνείες, ταύτιση του πραγματικού χρόνου με τον φιλμικό. Το περιεχόμενο της ζωής καθορίζει πια την φόρμα της τέχνης. Η περίοδος της ωριμότητας είναι αργή και άκρως ανταποδοτική για τους θεατές. Από το 1952 και ένθεν, θα ασχοληθεί με την διεύθυνση του κινηματογράφου Dagmar, που θα παρουσιάσει κυρίως αμερικάνικες ταινίες. Με δέκα χρόνια απόσταση θα δημιουργήσει το αριστούργημά του "Ο λόγος" (1954) και άλλη μια δεκαετία αργότερα θα κλείσει με την κλειστοφοβική και εξίσου ποιητική "Γερτρούδη" (1964).
Για τις τελευταίες αυτές δημιουργίες του δεν υπάρχει τίποτε που να μην έχει ειπωθεί. Στον "Λόγο" οφείλει την ύπαρξή του ο Λαρς Φον Τρίερ και το Dogme 95. Η "Οικογενειακή γιορτή" και η φινλανδική "Τανιούσκα και οι διάβολοι" είναι κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν 'λογικές'. Μπέργκμαν, Ταρκόφσκι, αλλά και Χίτσκοκ δεν αρνούνται τις επιρροές. Ενδιάμεσα θα κάνει αρκετά διδακτικά ντοκιμαντέρ για την τηλεόραση, με σπουδαιότερο όλων το κατάπικρο ελεγείο "Πρόλαβαν το πλοίο". Θα συγγράψει μαζί με το γιο του, ένα σενάριο για την "Μαρία, την βασίλισσα της Σκοτίας" και θα επιχειρήσει μια ρεαλιστική διασκευή της "Μήδειας" του Ευριπίδη, που θα μείνει ημιτελής. Θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπαθώντας να κάνει ταινία τα πάθη του Ιησού. Με τον περφεξιονισμό που τον διακρίνει, θα μάθει εβραϊκά και θα επισκεφτεί το Ισραήλ, προσπαθώντας να εντοπίσει τις τοποθεσίες των γυρισμάτων. Τα οποία δεν θα ξεκινήσει ποτέ γιατί θα τον προλάβει ο θάνατος.
Το μεγάλο και πλήρες αφιέρωμα που ετοίμασε προς τιμήν του Καρλ Ντράγιερ το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, μας δίνει την δυνατότητα να βαδίσουμε ξανά τον δρόμο του και να εκτιμήσουμε συγκριτικά τις αρετές του έργου του και την παρακαταθήκη που άφησε στους νεότερους. Πρόκειται για ένα κομμάτι από την αυθεντική ιστορία της 7ης τέχνης. Παράλληλα βλέπουμε συνολικά της χρήση κάποιων αγαπημένων αντικειμένων στις ταινίες του, όπως είναι οι καμπάνες ή το μεγάλο ρολόι τοίχου με το εκκρεμές σε σχήμα καρδιάς - η καρδία του σπιτιού χτυπάει σ' αυτό. Βλέπουμε επίσης βήμα-βήμα την εξέλιξη της σκηνοθεσίας δωματίου, που αποτέλεσε το σήμα κατατεθέν του. Αλλά και τους ρόλους κλειδιά που εμπιστεύτηκε στις ηρωίδες του. Οι γυναίκες καταλύτες των επεισοδίων της ζωής του, έχουν ονόματα που αρχίζουν από Μ, όπως και το όνομα Μαρί της θετής του μητέρας. Η αφέντρα γριά Μαντς στον "Αφέντη του σπιτιού", η κυρίαρχος του παιχνιδιού χήρα Μάργκαρετ στην "Χήρα του πάστορα", η βαμπίρα Μαργκαρίτ Σοπέν στο "Βαμπίρ", οι Μερέτε και Μάρτα Χέρλοφς στις "Μέρες οργής".
Δείτε και ξαναδείτε, γευτείτε και χαρείτε τον καθάριο, ατόφιο λόγο ενός μοναδικού δημιουργού.
Ταινίες
Praesidenten (Ο πρόεδρος, Δανία 1918)
Blade af Satans Bog (Σελίδες απ' το ημερολόγιο του σατανά, Δανία 1919)
Prastankan (Η χήρα του πάστορα, Σουηδία 1921)
Die Gezeichneten / Elsker Hverandre (Οι στιγματισμένοι / Αγαπάτε αλλήλους, Γερμανία 1921)
Der var engang (Μια φορά κι έναν καιρό..., Δανία 1922)
Mikael (Μικαέλ, Γερμανία 1924)
Du skal aere din hustru (Ο αφέντης του σπιτιού, Δανία 1925)
Glomdalsbruden (Η νύφη του Γκλόμνταλ, Νορβηγία 1925)
La passion de Jeanne D'Arc (Το πάθος της Ζαν Ντ'Αρκ, Γαλλία, 1927)
Vampyr - Der Traum des Allan Grey (Βαμπίρ, Γαλλία-Γερμανία 1931)
Vredens dag /Dies Irae (Μέρες οργής, Δανία 1943)
Tva manniskor (Δυο ανθρώπινες υπάρξεις, Σουηδία 1944)
Ordet (Ο λόγος, Δανία 1954)
Gertrud (Γερτρούδη, Δανία 1964)
Μικρού μήκους εκπαιδευτικά ντοκιμαντέρ (όλα φτιαγμένα στη Δανία)
Modrehjaelpen (Βοήθεια στις μητέρες, 1942)
De gamle (Ο γέρος, 1946)
Vandet pa landet (Το νερό στην επαρχία, 1946)
Landsbykirken (Η εκκλησία στην εξοχή, 1947)
Kampen mod kraeften (Ο αγώνας κατά του καρκίνου, 1947)
De naaede faergen (Πρόλαβαν το πλοίο, 1948)
Thorvaldsen (1949)
Radioens barndom (Τα παιδικά χρόνια του ραδιοφώνου, 1949)
Storstromsbroen (Η γέφυρα του Στόρστρεμ, 1950)
Shakespeare og Kronborg (Σαίξπηρ και Κρόνμποργκ, 1950)
Et Slot i et slot / Krogen og Kronborg (Πύργος μέσα σε πύργο, 1954)
Ronnes og Nexos genopbygning (Η ανοικοδόμηση της Ρενέ και της Νέξος, 1954)
Noget om Nordet (Για την κοινότητα του βορρά, 1956)
Παραπομπές
Εργο-βιογραφία του Καρλ Θήοντορ Ντράγιερ
Οι τέσσερις σπουδαιότερες ταινίες του
Carl Dreyer στο Film Forum
Φιλμογραφία Carl Dreyer
Κι άλλη βιογραφία
ΥΓ: Το παρόν κείμενο στηρίχτηκε εν μέρει στο άρθρο του Θωμά Λιναρά, από την ειδική έκδοσή του Φεστιβάλ Κιν/φου Θεσσαλονίκης για τον μεγάλο δανό δημιουργό. Το εν λόγω βιβλίο περιέχει άρθρα, συνεντεύξεις, κείμενα, σχόλια του ιδίου, καθώς και ένα πολύ πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό από τα γυρίσματα και τις ίδιες τις ταινίες.