"O επιθεωρητής" από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος
στη Μονή Λαζαριστών - Σκηνή Σωκράτης Καραντινός
του Νικολάι Γκόγκολ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ: Μετάφραση: Λεωνίδας Καρατζάς, Λουΐζα Μητσάκου, σκηνοθεσία-δραματουργική προσαρμογή: Βασίλης Νικολαΐδης, σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Μετζικώφ, μουσική επιμέλεια: Βασίλης Νικολαΐδης, επιμέλεια κίνησης: Αμάλια Μπέννετ, φωτισμοί: Θεόδωρος Καραπίντσιος, βοηθός σκηνοθέτη-δραματουργική επεξεργασία: Ορέστης Τάτσης, βοηθός σκηνογράφου: Μελίνα Καρανίκα, οργάνωση παραγωγής: Ηλίας Κοτόπουλος.
ΠΑΙΖΟΥΝ (με αλφαβητική σειρά): Ιορδάνης Αϊβάζογλου, Σταύρος Βαφειάδης, Νίκος Γεωργάκης, Ιφιγένεια Δεληγιαννίδη, Δημήτρης Διακοσάββας, Γιάννης Ηλιόπουλος, Παντελής Καλπάκογλου, Νίκος Καπέλιος, Γιώργος Καύκας, Νίκος Κολοβός, Βάσια Λακουμέντα, Νίκος Μαγδαληνός, Άννα Μανουσαρίδου, Θηρεσία Μανωλούδη, Γιώργος Μπαγιώκης, Κώστας Μπάσης, Πάολα Μυλωνά, Γιώργος Ντουμούζης, Ρούλα Παντελίδου, Αργύρης Σαζακλής, Κώστας Σαντάς, Άγγελος Σταματάκης, Θόδωρος Τεκνετζίδης, Στέργιος Τζαφέρης, Στράτος Τζώρτζογλου, Γιάννης Τσάτσαρης, Γιάννης Χαρίσης.
Μια ξεκαρδιστική κωμωδία παίζεται ακόμη στη Θεσσαλονίκη και θα παίζεται για λίγο καιρό ακόμη. Πρόκειται για τον Επιθεωρητή. "Ο Επιθεωρητής" θα μπορούσε να ήταν μία κωμωδία του Μολιέρου, πλησιάζει στη βασική δομή, στη φόρμα και στα στοιχεία που συνάδουν τις κωμωδίες του Γάλλου δραματουργού. Ο Νικολάι Γκόγκολ κατέγραψε στον Επιθεωρητή με διαχρονική και πάντα επίκαιρη ματιά την εικόνα μιας μικρής κοινωνίας. "Τη σκουριά των κρατικών μηχανών" που για να κινηθούν -έστω και με δυσκολία- τους χρειάζεται γράσο, "λάδωμα". Τη μικρότητα -παντοίας μορφής- σε φιλικούς και επαγγελματικούς κύκλους, τη μικροπρέπεια, την ξιπασιά, τη δουλοπρέπεια και το κουτσομπολιό μιας επαρχιακής κοινωνίας.
Καταπέλτης αυτής της ειδεχθούς κοινωνίας είναι ο Χλεστακώφ, ένας μικροαπατεώνας που θα βρεθεί τυχαία στο μικρόκοσμο της διαφθοράς και θα παρανοηθεί από τους κατοίκους η παρουσία του. Χωρίς όμως κι ο ίδιος να το καταλάβει, θα θεωρηθεί πως είναι κάποιο ελεγκτικό πρόσωπο της δημόσιας διοίκησης, το οποίο και αναμένανε να τους επισκεφτεί από μέρα σε μέρα. Έτσι, στον πανικό, στο φόβο και την ντροπή τους, θα προσπαθήσουν οι εκπρόσωποι του εκεί κρατικού μηχανισμού με θωπεία και δωροδοκία, να εξαγοράσουν και να παρεμποδίσουν το έργο και το ρόλο του ως "επιθεωρητή". Ο Χλεστακώφ, ένας χαρτοπαίκτης, αδέκαρος, αδίστακτος γυναικάς, που συντηρεί και προβάλει μόνο την εξωτερική του εμφάνιση με παρρησία θα χειριστεί την κατάσταση, αποσπώντάς τους χρήματα και "εντυπώσεις". Όταν, όμως, αποκαλυφθεί η απάτη θα είναι πλέον αργά για τους ντόπιους στυλοβάτες της διαφθοράς...
Ο Γκόγκολ κατηγορήθηκε από το "τότε" πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς πως υπονομεύει τα θεμέλια της κοινωνίας και προσβάλει το τσαρικό καθεστώς, μάλιστα προτείνανε τον εξορισμό του στη Σιβηρία... Με ευαισθησία και λύπη ο Γκόγκολ θα γράψει: "τώρα βλέπω τι θα πει να είσαι κωμωδιογράφος. Το παραμικρό ίχνος αλήθειας να πεις, βρίσκεσαι αντιμέτωπος όχι πια με άτομα, αλλά με τάξεις ολόκληρες". Ο Bernard Shaw παραμένει προφητικός και διαχρονικός λέγοντας πως: "Όταν αρνείται κανείς να δεχτεί σκληρό έργο στη σκηνή είναι σαν να θέλει να κρύψει την ατέλεια που βλέπει μέσα του".
Μπορεί ο συγγραφέας να χρησιμοποιεί την ανώδυνη σάτιρα, για να περιγράψει και να ονοματίσει πρόσωπα και καταστάσεις, δεν μπορεί όμως να κολακέψει και να ωραιοποιήσει την πραγματικότητα, αβίαστα προπηλακίζει ό,τι σάπιο υπάρχει γύρω του. Έξυπνα το εκφράζει μέσα σε τέσσερις στίχους:
"ο καθρέφτης σου δε φταίει
είν' η φάτσα σου στραβή,
όσοι φαίνονται ωραίοι
ειν' ωραίοι στην ψυχή".
Ο Γκόγκολ δεν παρασύρεται από ηθικολογίες και ρητορείες, αβασάνιστα φωτίζει ό,τι σαθρό επιβάλλεται να παρατηρηθεί κι απ' τον πιο κακό παρατηρητή, φιλοτεχνώντάς το με σωστές δοσολογίες σάτιρας και σκωπτικής διάθεσης. Τεχνουργεί πάνω στην κωμωδία των παρεξηγήσεων. Δομεί τα κωμικά επεισόδια, με τη μαστοριά έμπειρου τέκτονα, σφιχτοδεμένα, παρεμβάλλοντας ακρίβεια αρμολόγησης.
Η μετάφραση της Λ. Μητσάκου και του Λ. Καρατζά ενεφύσησε ελληνικό ρυθμό. Η σκηνοθεσία του Β. Νικολαϊδη κατάφερε να τιμήσει το κείμενο, μεταφέροντάς το στην Ελλάδα του '50, αφήνοντας μυρωδιές από τον πάλαι ποτέ ελληνικό κινηματογράφο των Σακελλάριου και Τζαβέλλα, με ενδελεχή διάθεση φιλοτέχνησε τον κάθε ρόλο. Τα κοστούμια του Μετζικώφ είχαν θεατρικότητα, παρέμειναν πιστά στη χρονική περίοδο που διαδραματίζονται τα γεγονότα στη τότε Σοβιετική Ένωση. Το σκηνικό ανέδειξε τη θεατρική κειμενογράφηση, λειτουργώντας παραπληρωματικά και ως προς τη σκηνοθεσία.
Ο θίασος στάθηκε στο ύψος και στις υπηρεσίες της παράστασης. Αξίζει να αναφερθεί η ερμηνεία του Κ. Σαντά, που με σιγουριά και πείρα μιας σκηνικής ευγλωττίας κούρδισε σε υψηλούς τόνους το ρόλο του Δημάρχου, άλλοτε πονηρός, άλλοτε κλαυσίγελος κι άλλοτε γλοιώδης, πάντοτε όμως σταθερά κωμικός, έκανε καθαρά δικό του το ρόλο, ελέγχοντας ακόμα και την υπερβολή σε πολλά σημεία, μπράβο του! Ο Γ. Καύκας με ελάχιστες εμφανίσεις κατέκτησε το δυνατό χειροκρότημα με την αμεσότητά του, ευσύνοπτος και απολαυστικός, εξίσου συναρπαστικός υπήρξε και ο Α. Σταματάκης, μεταμφιέστηκε με ιδιαίτερη ζέση στο ρόλο του Πιοτρ Ιβάνοβιτς. Ο Σ. Τζώρτζογλου μπήκε στη σκηνή με έναν στεντόρειο τρόπο να κερδίσει βλέμματα και χειροκροτήματα, υπήρξε ικανοποιητικός στον τομέα όπου γνωρίζει καλά να βαδίζει, "του καρδιοκατακτητή", δεν κατάφερε όμως να παρακολουθήσει την κωμική πλευρά του Χλεστακώφ. Η νεαρή Β. Λακουμέντα άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, ο Κ. Μπάσης επίσης.
Είναι μία παράσταση που αξίζει να δείτε, αλλά και να παρατηρήσετε τις ομοιότητες των προσώπων που υπάρχουν, κοιτώντας μέσα σας...