Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου [Γαλλία, 2005, 108'] του Jacques Audiard
Ο Ζακ Οντιάρ μας είναι γνωστός εδώ και μια δωδεκαετία, όταν ξεκίνησε πολύ επιτυχημένα ως σκηνοθέτης με πρωταγωνιστή τον Mathieu Kassovitz. Το 1994 μας ενθουσίασε στο Φεστιβάλ όταν είδαμε... "τους άνδρες να πέφτουν" [Regarde les hommes tomber] και δυο χρόνια μετά μας ξαναξάφνιασαν ομού, επίσης θετικά, με τον "Έναν πολύ διακριτικό ήρωά" τους [Un heros tres discret].
Ο ίδιος προέρχεται από οικογένεια σεναριογράφων, σκηνοθετών και παραγωγών κι έχει σπουδές φιλολογίας και φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Δεν πήρε ποτέ πτυχίο άλλα το γύρισε στη συγγραφή σεναρίων, κάτω απ' τη μηλιά, έχοντας στο ενεργητικό του μερικά πολύ πετυχημένα σενάρια θρίλερ [Mortelle Randonnee (1983) του Claude Miller, Frequence meurtre (1988) της Elisabeth Rappeneau] και κωμωδίες [Grosse fatigue (1994) του Michel Blanc, Venus beaute (institut) (1999) της Tonie Marshall]. Έχει επίσης ασχοληθεί επαγγελματικά με το μοντάζ [βοηθός στο Le locataire (1976) του Polanski] και τη διασκευή και προσαρμογή θεατρικών κειμένων.
Με το νουάρ φλερτάριζε πάντα, από την αρχή της πορείας του. Μπορούμε να πούμε ότι όλες του οι ταινίες [και τα σενάρια] έχουν στοιχεία και χαρακτήρες με σκοτεινές πλευρές. Το 2001 είναι μια οριακή χρονιά γι' αυτόν γιατί άρχισε να συνεργάζεται με τον συγγραφέα Tonino Benacquista. Πρώτος καρπός το "Μέσα στα χείλη μου" [Sur mes levres] με πρωταγωνιστές τους Vincent Cassel και Emmanuelle Devos.
Φεγγοβόλησαν όμως ακόμη πιο πολύ με την πρόσφατη δουλειά τους, "Ο χτύπος που έχασε η καρδιά μου" [De battre mon coeur s'est arrete], ένα πολύ μεταμοντέρνο νουάρ με πρωταγωνιστή τον "τσιγγάνο" Romain Duris. Στο ρόλο του πατέρα ο εξαιρετικός Niels Arestrup και σ' ένα μικρό ρολάκι πάλι η Devos. Αξιοπρόσεκτη η εν πρώτοις καταλυτική παρουσία της Aure Atika. Πρόκειται για ρεμέηκ [με αλλαγμένα φώτα] της ταινίας "Fingers" [1978] του James Toback με πρωταγωνιστή τον Harvey Keitel.
Ο Τομ Duris ακολουθεί το επάγγελμα του μπαμπά του [εισπράκτορας και μεταπράτης ακινήτων στα όρια του νόμου] αλλά έχει κρυφό όνειρο να γίνει πιανίστας, επιθυμία που κρατάει από τη μακαρίτισσα τη μάνα του. Καταλαβαίνει ότι η δουλειά που κάνει δεν έχει μέλλον [ή ότι μπορεί να διακόψει απότομα το νήμα του] και θέλει ν' αρπάξει απ' τα μαλλιά την ευκαιρία που του δίνει ένας παλιός ιμπρεσάριος. Βέβαια είναι λίγο μεγάλος για καριέρα, είναι αρκετά γυναικάς και αρκετά οξύθυμος για σολίστ του κλασικού πιάνου. Προσπαθεί όμως μέχρι να βρει την κατάλληλη διέξοδο. Κι εντέλει κατορθώνει να προσανατολιστεί επαγγελματικά σε κάτι παραπλήσιο.
Αυτό που έχει όμως σταθερή αξία στην ταινία είναι η προσωπικότητα του ήρωα που μοιράζεται ανάμεσα στην σκοτεινή του φύση [από πατέρα] και στην καλλιτεχνική του κλίση [από μητέρα]. Επιρρεπής σε απάτες, ανασκολοπισμούς και αποπλανήσεις αλλά και πολύ πείσμων στην κατάκτηση του υψηλού του ιδανικού στόχου. Νευρικός και τρυφερός, ιντριγκαδόρος και καραμπινιέρης, εκδικητικός όταν χρειαστεί, ρεαλιστής και προσγειωμένος όταν απαιτείται. Ο κακός του εαυτός τον δυναστεύει και προσπαθεί να τον σύρει πίσω στην καταστροφή. Αυτός όμως αντιστέκεται και δραπετεύει απ' αυτόν. Σίγουρα όχι δια παντός αλλά με πολύ ευοίωνες προοπτικές οριστικής διαφυγής.
Η ιδιότητά του, φέρνει στο νου τον "πυροβολημένο πιανίστα" [Tirez sur le pianiste, 1960] του Francois Truffaut [1932-1984]. Η φιγούρα του παραπέμπει με άνεση στα περίφημα "διπολικά" νουάρ του Jean-Pierre Melville [1917-1973] και του Henri Georges-Clouzot [1907-1977]. Η άλλη πλευρά του κυρίου Χάιντ φανερώνεται και ενοχλεί πρώτα τον ίδιο. Τα πυρά της άστατης ζωής του στρέφονται ουσιαστικά εναντίον του. Καταλαβαίνει όμως πως "... πήραμε τη ζωή μας / λάθος" κι αλλάζει τροπάρι, στέκια και συνήθειες. Η νεαρή και άγνωστη ασιάτισσα πιανίστα τον τραβάει απ' την κινούμενη άμμο και του δίνει κλότσο να γυρίσει σελίδα, βρίζοντάς τον στα βιετναμέζικα.
Ο Ρομαίν Ντουρί δίνει ένα ρεσιτάλ ερμηνείας σκαμπανεβάζοντας με απαράμιλλη πλαστικότητα τις διαθέσεις και τις ταλαντώσεις του χαρακτήρα που υποδύεται. Οι απρόβλεπτες χιουμοριστικές του εξάρσεις, οι ερωτικές του αντεπιθέσεις, οι δυναμιτιστικές του παρεμβάσεις, οι στιγμές αδυναμίας και οι τελικές στιγμές [αιώνιας θα έλεγα] ανακούφισης και αγαλλίασης είναι τόσο πραγματικές γιατί απλά βγαίνουν από μέσα του με τρομακτική φυσικότητα και ειλικρίνεια.
Καθηλωτική είναι και η πρωτότυπη μουσική του Alexandre Desplat που δένει ιδανικά με τα πιανίσιμα, τις ρεβεράντζες και τα αντάτζιο των Chopin, Debussy, Bach και Mozart. Εντός του 2006 αναμένεται και τρίτο χτύπημα του διδύμου Οντιάρ-Μπενακουίστα με τίτλο Les Disparus [οι εξαφανισμένοι;] Στο καστ βλέπουμε τον Niels Arestrup και πάλι, τους "κρυμμένους" Daniel Auteuil και Juliette Binoche, την Marianne Denicourt και τον Michel Piccoli.