Ο Λαρς και η κούκλα του του Craig Gillespie
(Lars and the Real Girl, ΗΠ 2007, 106')
Το θέμα αυτής της ανεξάρτητης παραγωγής μοιάζει τραβηγμένο απ' τα μαλλιά. Ο Λαρς [Ryan Gosling] είναι ένας δυστυχισμένος άνθρωπος που μένει σ' ένα γκαράζ αντί για σπίτι. Η μοναξιά και η μηδενική του ανεκτικότητα σε οποιαδήποτε ανθρώπινη επαφή, τον ωθούν σε μια φανταστική σχέση με μια κούκλα του σεξ που την βαφτίζει Μπιάνκα. Ο αδερφός του [Paul Schneider] και η νύφη του [Emily Mortimer] καταφεύγουν διακριτικά στη βοήθεια της τοπικής ψυχιάτρου [Patricia Clarkson]. Στο κόλπο της θεραπείας του Λαρς εμπλέκεται εντέλει όλη η κωμόπολη καθώς και η "αντίζηλος" Μαργκό [Kelli Garner].
Η υπόθεση θα μπορούσε πολύ άνετα να εκφυλιστεί σε φαρσοκωμωδία ή σεμνότυφη σεξοκωμωδία, αλλά δεν αφήνεται να κατρακυλήσει στην ιλαρότητα ή την γελοιότητα. Ακολουθεί με συνέπεια μια παραβολική τροχιά, παίζοντας ευχάριστα με την υπομονή και το "ανοιχτό" πνεύμα του καθενός μας. Η υπερβολή της γίνεται παραβολή και αγγίζει την καρδιά των υπαρξιακών ζητημάτων του ανθρώπου. Η δέουσα σοβαρότητα και η υπευθυνότητα προσέγγισης κρατάνε τα γκέμια και τις πολύ εύθραυστες ισορροπίες ανάμεσα σε μια ανάλαφρη κομεντί και μια κοινωνική καταγγελία.
Ο πρωτάρης σκηνοθέτης Κρεγκ Γκιλέσπι αφήνει πίσω του τον κόσμο των διαφημίσεων [που γύρισε πριν κάνει το κινηματογραφικό του ντεμπούτο] και τολμά να προτείνει μια νέα φόρμα κι έναν ολόφρεσκο τρόπο πλησιάσματος των καταστάσεων και των προσώπων που τις βιώνουν. Φλερτάρει δε, γοητευτικά με τις παραξενιές των αδερφών Κοέν. Είναι ταυτόχρονα φιλικός και συγκαταβατικός με τους ταπεινούς του ήρωες, χωρίς συμβάσεις ή συμβιβασμούς, αλλά συνάμα και ανεπιτήδευτα οικείος προς τους ανυποψίαστους ή τους πονηρούς θεατές. Δεν παραβιάζει ούτε προκαταλαμβάνει συμπεράσματα, δεν εξοστρακίζει την αλήθεια του Λαρς αλλά και δεν ειρωνεύεται ούτε στιγμή την τραγική του θέση.
Ο καναδός ηθοποιός Ράιαν Γκόσλινγκ είναι ο άτλας που σηκώνει αυτό το φαινομενικά εξωφρενικό οικοδόμημα στους ώμους του. Η μονοκόμματη στήριξη του σώματος, η παθητική του συμπεριφορά, η ματιά που στέκει απαθής αλλά πονάει και ματώνει από τη σκέψη, και πρωτίστως οι σκηνές πλασματικής καθημερινότητας με την κούκλα, τον αναβιβάζουν σε ερμηνευτή υψηλών προδιαγραφών με εντυπωσιακό τραγικό βάθος μεταξύ "τρέλας και φρονιμάδας". Οι τρεις "καλές νεράιδες" που τον πλαισιώνουν [Γκάρνερ, Κλάρκσον και Μόρτιμερ] αλλά και οι άλλοι μικρότεροι [κυρίως γυναικείοι] ρόλοι πορεύονται ακροποδητί μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας αφήνοντας πεδίο αδρανείας ιδανικό ακόμη και για αυτοσχεδιασμούς.
Είναι μάλλον περίεργο πως το μόνο που "κατάφερε" αυτή η ενδιαφέρουσα και ιδιότροπη ταινία ήταν μια υποψηφιότητα για Όσκαρ σεναρίου. Ίσως επειδή υπερέβη με τόση άνεση τα εσκαμμένα.