Ο Per Fly και η τριλογία των τάξεων
Όλα ξεκίνησαν από πολύ χαμηλά, από τους παρίες και τους απόκληρους μιας δανέζικης μεγαλούπολης. Από ένα "Παγκάκι" [Baeken, 2000] κι έναν αλκοολικό που κουβαλάει δράμα προσωπικό καλά κρυμμένο και μια φανερή πρόθεση να πεθάνει απ' το πολύ πιοτό. Ούτε μελόδραμα ούτε χαμόγελα τέλους, ούτε φτηνιάρικα κόλπα ούτε κι εύκολες λύσεις ή από μηχανής θεούς. Ο ορθολογισμός είναι ταυτόχρονα κι ο παραλογισμός τους, σκέφτηκα. Ωστόσο το θέαμα είναι αβάσταχτο κι ακόμη πνιγηρότερη η διαπίστωση πως όσο πιο "προηγμένη" είναι η κοινωνία τόσο πιο μεγάλες αντιθέσεις και αντιφάσεις υποθάλπει. Ο Jesper Christensen στο ρόλο του αυτοκαταστρεφόμενου είναι εκτός εαυτού - τόσο που σαρώνει ερμηνευτικά.
Στην τρίτη ιστορία τον ξανασυναντάμε ως αριστερό διανοούμενο και καθηγητή κοινωνικών επιστημών. Είναι μια υποθετικά αταξική "Ανθρωποκτονία" [Drabet, 2005] σε βάρος της μεσαίας τάξης. Εδώ είναι εραστής, υποκινητής και καθοδηγητής - εκών άκων άραγε ή τραβάτε με κι ας κλαίω; - υπεύθυνος για τις πράξεις τη σιωπή και τη στάση των μαθητών του. Η πολυπλοκότητα και οι περιελίξεις της ιστορίας δημιουργούν χιτσκοκικό σασπένς. Οι προβληματισμοί, ηθικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί, ανθρωπιστικοί, ατομικοί, ιδεολογικοί, βομβαρδίζουν επίμονα τις σκέψεις. Σχόλια για την τρομοκρατία, την ακτιβιστική δράση, την ιδεαλιστική θεώρηση και τη διαφορά τους από την πράξη και τις συνέπειές της.
Εδώ οι ισορροπίες εκτροχιάζονται κι η σκηνοθεσία απογειώνεται, παρά τις ίσες αποστάσεις και την αποφυγή εύκολων συμπερασμάτων. Το μόνιμο πια επιτελείο έχει κατακτήσει όλους τους βαθμούς ωριμότητας σε όλους σχεδόν τους τομείς: ερμηνείες έξοχες και πάλι [Jesper Christensen, Pernilla August, Charlotte Fich, Beate Bille], σενάριο από τον ίδιο τον Per Fly Plejdrup και την Kim Leona Rasmussen, μουσική από τον Halfdan E, μοντάζ και φωτογραφία ανάμεσα στην υψηλή ψηφιακή τεχνολογία και το φιλμ, ήχος κρυστάλλινος, παραγωγή αξιοζήλευτη. Μια καθόλα στιβαρή δουλειά, τολμηρή, ψυχαγωγική και προβληματισμένη, ψυχογραφική ακτινογραφία μιας ολόκληρης χώρας, της συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης των δανών, της ανοχής και της αντίδρασής των.
Στη μέση της τριλογίας στέκει η "Κληρονομιά" [Arven, 2003] της ανώτερης τάξης με τα δικά της αδιέξοδα. Ο γιος [Ulrich Thomsen] που έχει καταφέρει να δραπετεύσει από "τον προορισμό του" και ζει στη Στοκχόλμη, παγιδεύεται εκ νέου στην οικογενειακή επιχείρηση χάλυβος, την οποία καλείται να συγχωνεύσει με έναν ευρωπαϊκό κολοσσό. Το θρίλερ είναι εφιαλτικό μέχρι παράκρουσης, οι συμπληγάδες του αδίστακτου περιβάλλοντός του τον συνθλίβουν και τον αποκτηνώνουν, οι προδοσίες και οι υποψίες πετούν σαν στιλέτα γύρω μας, όλα καταρρέουν υπέρ μιας σκανδιναβικού τύπου εξίσωσης "πατρίς=θρησκεία=οικογένεια".
Κι ενώ όλα αίρονται στο φαινομενικό τους ύψος, όλα έχουν κατρακυλήσει και πάλι πολύ χαμηλά, στο βάραθρο χωρίς επιστροφή. Η ανάμνηση και η αναπόληση ενός κόσμου που χάθηκε είναι φευγαλέα, ίσα για να αφήσει την ελπίδα πως κάποια κάπου κάποτε μπορεί να μας περιμένει. Ο ποιητής μας κλείνει πλαγίως το μάτι για να μας πει πως "πήραμε τη ζωή μας... λάθος". Δεν αποκλείει όμως και την κατάποση ενός χρυσωμένου χαπιού ή την κατάληξη σ' ένα τέλος ίδιο με αυτό του πατέρα.
Οι τεχνικές του Dogme 95 υιοθετούνται με πολλή άνεση χωρίς τις παρωπίδες του. Το ντοκιμαντέρ υποφώσκει και λάμπει όπου υπάρχει χώρος και τοπίο. Οι δημιουργικές αναφορές στη γαλλική σχολή του Laurent Cantet [Ελεύθερος ωραρίου (2001), Ανθρώπινος παράγων (1999)] ενισχύονται με την απαραίτητη εντοποιότητα και ενδο-ποιότητα. Τέλος, δε λείπουν ούτε οι δραματουργικές παραπομπές στον Bergman, κυρίως στο χειρισμό των ηθοποιών και την ανάπτυξη των χαρακτήρων, αλλά και στο χθες-σήμερα-αύριο που έγινε τώρα. Παρούσα ως πνεύμα και η μεταφυσική και ηθική ενός Dryer. Δε λείπει ούτε κι ο αγαπημένος Jesper Christensen που κρατάει τιμητικά έναν μικρό ρυθμιστικό ρόλο.
Μεζέδες ατμοσφαιρικής υπόκρουσης αλά Halfdan E.