Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι νεκρός
Ο Αρσέν είναι ένας αποτυχημένος ατζέντης, σεναριογράφος και παραγωγός. Ο Φράνκι ένας καταθλιπτικός ηθοποιός που υποφέρει από αϋπνίες. Οι δυο τους θα ξεκινήσουν ένα μακρύ ταξίδι στην καρδιά της Ευρώπης, με κλεμμένα αυτοκίνητα, πολλές κασέτες rockabilly/psychobilly, και προορισμό ένα φεστιβάλ κινηματογράφου στον Αρκτικό Κύκλο. Σκοπός τους να συναντήσουν το μυθικό αμερικανό σκηνοθέτη Τζωρτζ Σάρινεφ, για να του προτείνουν ένα σενάριο που περιέχει το Μυστικό του Σύμπαντος. Αυτά είναι τα κύρια συστατικά της στοιχειώδους πλοκής της ταινίας Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ είναι Νεκρός. Μιας ταινίας που χαρακτηρίζεται ως "rock, μελαγχολικό οδοιπορικό", και είναι εμφανώς επηρεασμένη από το σινεμά των Καουρισμάκι και Τζάρμους. Και όπως στις ταινίες αυτών των δύο, το χαλαρά σχεδιασμένο οδοιπορικό ξεφεύγει τελείως από το αρχικό του πλάνο και γίνεται μια παράλογη διαδοχή απρόσμενων συναντήσεων και σουρεαλιστικών περιστατικών.
Η ταινία είναι γαλλικής παραγωγής, και γεμάτη από τις εμμονές των γάλλων κινηματογραφιστών (και κριτικών) για το αμερικάνικο σινεμά, τα film noir και το rock'n'roll και τις παραφυάδες του. Και μπορεί η κεντρική ιδέα να είναι αδύναμη, αλλά οι αναφορές της είναι αμέτρητες και μας κλείνουν συνεχώς το μάτι: κλεμμένα αμάξια, το ένα μάλιστα βαμμένο με κόκκινες φλόγες, ροκαμπιλάδες και δισκάδικα, μοιραίες γυναίκες και ήρωες που κυκλοφορούν μ' ένα περίστροφο στο τσεπάκι, η κινηματογραφική σχολή του Λοτζ, ένας μαύρος μουσικός με μαλλιά που θυμίζουν τους Leningrad Cowboys και νύχια σαν του Screamin' Jay Hawkins - ο καθένας θα βρει δεκάδες λεπτομέρειες που θα του θυμίσουν μια ταινία, ένα δίσκο, μια cult φιγούρα. Στο ξεκίνημα του ταξιδιού περιμένεις σχεδόν να ακούσεις την ατάκα των Blues Brothers, ελαφρά προσαρμοσμένη: "ο Αρκτικός Κύκλος απέχει περίπου 2.500 χιλιόμετρα. Έχουμε το ρεζερβουάρ γεμάτο, έχουμε τσιγάρα, χάπια κι αλκοόλ, κασέτες με rockabilly και μια βαλίτσα κλειδωμένη".
Ωστόσο, αυτό που απογειώνει το όλο εγχείρημα είναι η παθιασμένη αγάπη των δημιουργών της για το "μικρό" σινεμά που πεθαίνει. Ο Σάρινεφ λέει προς το τέλος της ταινίας: "Στις μέρες μας, οι ταινίες γίνονται από φαρμακοποιούς" (φράση του ούγγρου σκηνοθέτη Andre de Toth). Επιπλέον, η ταινία είναι μια σουρεαλιστική, πικρή ματιά στη σημερινή Ευρώπη και τους μοναχικούς πολίτες της, η βαθιά μελαγχολία της όμως ελαφρύνεται κάθε τόσο από χιουμοριστικές ατάκες όπως: "Χάλια είναι η Πολωνία... Σαν τη Γαλλία".
Τέλος, τον πήχη της ταινίας ανεβάζει ο Bangary Sangare, ο μαύρος ηθοποιός της Κομεντί Φρανσέζ, στο ρόλο του μουσικού Ντάγκλας, ο οποίος στο πρώτο μέρος της ταινίας κρύβεται στο πορτμπαγκάζ του κλεμμένου αυτοκινήτου. Ο Ντάγκλας παίζει ένα απίστευτο μουσικό όργανο, ένα ινδικό φορητό αρμόνιο, συνδεδεμένο με διάφορα μυστήρια καλώδια και ενσωματωμένο ένα αφρικάνικο έγχορδο. Μια φιγούρα που μένει αξέχαστη και πιστεύω ότι θα αποτελέσει με τη σειρά της σημείο αναφοράς σε κάποιον άλλο νέο σκηνοθέτη, στο μέλλον.
Εξαιρετικό soundtrack, να μπορούσαμε να το βρούμε κιόλας...
Βαθμός - 7,5