Ο Ταραντίνο, ο Μάνσον και ο… Τσιφόρος, μια φορά κι έναν καιρό στο… Χόλιγουντ
Το παραμύθι της ποπ κουλτούρας, μία ταινία και μερικοί φόνοι. Του Αντώνη Ξαγά
“H Κίτσα ήξερε τους Μπήτλς, τους Ρόλινγκ Στόουνς, την μαριχουάνα –μόνο εξ ακοής το LSD που το έλεγε Έλ Ντί Ές, τον Πολάνσκυ με τα τρομερά φιλμ εις τα οποία κάθε άνθρωπος γίνεται βρυκόλακας και τιμωρεί τους συμβρυκολάκους του, έμαθε για την υψηλή τέχνη που δεν την καταλαβαίνει κανείς λόγω ύψους.
[…]
- Ποιος σκότωσε την Σάρον;
Κανείς δεν ήξερε να απαντήσει και η Κίτσα έκλαψε πικρά στην αρχή, αλλά μετά, καταχάρηκε διότι σκέφθηκε ότι τώρα που χάθηκε η Σάρον, έμενε μια θέση κενή που μπορούσε κάλλιστα να την πάρει»
Τα κύματα σοκ από την αποτρόπαια δολοφονία της ηθοποιού Sharon Tate στις 8 Αυγούστου του 1969 στην Cielo Drive στο Λος Άντζελες έφτασαν μέχρι και τα δικά μας μέρη όπου ο Νίκος Τσιφόρος με το γνώριμο συντηρητικά ιοβόλο στυλ του γράφει ένα χρονογράφημα με τίτλο Ποιος σκότωσε την Σάρον Τέητ; (το βρίσκετε στην συλλογή «Άνθρωποι και ανθρωπάκια»). Και για κάμποσους μήνες πράγματι κανείς δεν ήξερε, το περίφημο LAPD έψαχνε τους δράστες στα τυφλά, ο σύζυγος Πολάνσκυ υποπτευόταν διάφορους κερατωμένους (από τον ίδιο) συζύγους (όπως π.χ. τον John Phillips των The Mamas & the Papas).
Μία βδομάδα αργότερα, στις 15 του μηνός, στην άλλη μεριά της χώρας, ακούγονταν οι πρώτες πενιές του Richie Havens, ξεκινούσε το θρυλικό εν τη γενέσει του φεστιβάλ του Woodstock (πρόσφατα τελέστηκε και το μνημόσυνο των 50 χρόνων), το αποκορύφωμα της love & peace & drugs κουλτούρας των 60s.
Ήταν πια αρχές του Δεκέμβρη όταν έπεσε φως στην υπόθεση και η αστυνομία συνέλαβε ως δράστες μέλη της Family, μιας παράξενης ομάδας χίπηδων υπό την επήρεια ενός Charles Manson, ενός χαρισματικού-καμένου γκουρού τύπου, στα πλαίσια ενός νεφελώδους σχεδίου που υποτίθεται υπήρχε στους στίχους του Helter Skelter των Beatles, μαζί με άφθονο LSD, Αποκάλυψη του Ιωάννη, σεξ και ασφαλώς… μουσική. Κατά διαβολική σύμπτωση ήταν την ίδια βδομάδα στο φεστιβάλ του Altamont (στην Καλιφόρνια πάλι!) έπεφτε νεκρός ένας νεαρός μαύρος, μαχαιρωμένος από την συμμορία των Hell’s Angels. Το κλίμα είχε αλλάξει, ότι φαινόταν ως λυκαυγές μιας νέας εποχής αποδείχθηκε λυκόφως, αυτό το περιστατικό, μαζί και με την ημερολογιακή αλλαγή, σημαδεύει άδοξα το τέλος των 60s, του καλοκαιριού της αγάπης, του ...λουλουδάτου ονείρου, του ρομαντισμού της αμφισβήτησης. Και κατά έναν αποκαλυπτικό τρόπο το τέλος της αθωότητας της «ποπ κουλτούρας»…
Αν πιστέψουμε τον Harari και την άποψη που διατυπώνει στο διαβόητο πια «Homo Sapiens», ο άνθρωπος έχει μια μοναδική ικανότητα να επινοεί αφηρημένες-φαντασιακές έννοιες, άλλοτε τις ονομάζει θρησκείες άλλοτε ιδεολογίες, οι οποίες λειτουργούν ενοποιητικά (αλλά και διχαστικά), και μετά χύνει μελάνι και αίμα στην προσπάθεια να τις ορίσει (και να περιφρουρήσει τον εκάστοτε ορισμό). Έτσι και η ποπ κουλτούρα, μια κοσμική θρησκεία της εποχής μας, μια μυθολογία ουσιαστικά των νεωτερικών χρόνων, ενώ έχει πια τους δικούς της μάρτυρες και θεούς και ιερείς και ιέρειες και πολλούς πιστούς για τους οποίους και συνιστά ακρογωνιαίο λίθο ταυτότητας, είναι εξίσου δύσκολο να οριστεί. Καταφεύγοντας σε φαινοτυπικά χαρακτηριστικά, και υπερβαίνοντας την στενή μετάφραση «μαζική κουλτούρα», δεν μπορεί παρά να σταθούμε στην λειτουργία της ως κιτς χωνευτηριού των πάντων, όπου όχι απλώς η ζωή βιώνεται ως κατανάλωση Τέχνης, αλλά μοιάζει όλη η ζωή να συμβαίνει για να γίνει ένα βιβλίο, μια ταινία, ένα τραγούδι, ένα ποστ σε κοινωνικό μύδι, μια παραπομπή.
Υπό το πρίσμα αυτό ο Ταραντίνο θα λέγαμε ότι είναι ο πιο… εμβληματικός σκηνοθέτης της ποπ κουλτούρας, βλέποντας τον κόσμο μέσα από το μάτι της κάμερας και από την τέχνη των συναδέλφων του (και κυρίως των ελασσόνων και των εφήμερων, υπονοώντας ίσως ότι από αυτούς εκφράζεται καλύτερα το πνεύμα μιας εποχής) έχει καταλάβει ήδη θέση στο Πάνθεον της, είτε γυρίσει τελικά …μόνο 10 ταινίες, είτε όχι, και οι 9 (πλέον) ταινίες του αποτελούν όλες μαζί ένα διακλαδιζόμενο fractal πλέγμα αυτο- και δια-πολιτισμικής αναφορικότητας. Κατά μία οπτική, όπως την είχε διατυπώσει ο μεγάλος Φρανσουά Τρυφώ, ο Ταραντίνο ουσιαστικά γυρνά διαρκώς την ίδια ταινία. Κι έτσι, δεν είναι παράξενο ότι στην νέα του ταινία το παιχνίδι των αναφορών αρχίζει ήδη από τον τίτλο που κλείνει το μάτι στα σπαγγέτι γουέστερν του αγαπημένου του Sergio Leone. Και με τον δικό του τρόπο ο 50+ πλέον Ταραντίνο επιστρέφει αναλογικά νοσταλγικός (και η νοσταλγία ποπ δεν είναι πλέον;) στο 1969 και στο LA, στα πέριξ του οποίου μεγάλωνε τότε ο μικρός Κουέντιν, στην μεταιχμιακή αυτή περίοδο, ο χρόνος της ταινίας είναι οι λίγες ημέρες πριν από το φονικό.
Μια φορά κι έναν καιρό λοιπόν ήταν το Χόλυγουντ και οι άνθρωποι του. Ένα παραμύθι είναι η ταινία, έχει… Κοκκινοσκουφίτσα αλλά και Κακό Λύκο, ένα γουέστερν παραμύθι με καλούς και κακούς (όχι όμως άσχημους). Μια ωδή σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, που μάλλον δεν υπήρξε και ποτέ, πραγματικότητα και φαντασία μπλέκονται διαρκώς και αξεδιάλυτα στην πλοκή.
Ταυτόχρονα είναι και μια σχεδόν φετιχιστική αναπαράσταση (και σαν ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς, χωρίς χρήση των ευκολιών των CGI) του Λος Άντζελες της εποχής, αυτής της μη-πόλης του μέλλοντος με την μικρή ιστορία, με το κενό να το συμπληρώνει η μουσική, το σινεμά, η ποπ, «μια εκτυφλωτική δυστοπία: λιακάδα, πισίνες, πρασινάδες, ευταξία τύπου Playmobil», μοτέλ, φοινικόδεντρα, λεωφόροι κάτω από τον ανελέητο καλιφορνέζικο ήλιο, φώτα νέον ανάβουν τις νύχτες, «Λος Άντζελες, το αβέβαιο σύνορο μεταξύ πραγματικότητας και παραμυθιού» όπου «οι χίπικες δονήσεις είναι πια ανεπαίσθητες» (Σώτη Τριανταφύλλου/Λος Άντζελες - Οδηγώντας στην Νότια Καλιφόρνια/Μελάνι).
Και συγχρόνως είναι ένα πραγματικό Πανοπτικόν της εποχής απλωμένο σε πάνω από δυόμισι ώρες. Και όσο κι αν πράγματι κάπου ξεχειλώνει σε διάρκεια, με κάποια σημεία να είναι πιο επίπεδα από την έρημο Μοχάβι (κάπου διάβασα και το έξοχα εύστοχο «η ταινία σέρνεται σαν χελώνα υπό την επήρεια βάλιουμ») όσο κι αν για να καλύψει σεναριακά κενά και χρόνους καταφεύγει στην εύκολη λύση του voice over, τελικά καταφέρνει να σε βάλει στο κλίμα συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό μωσαϊκό από κάθε λογής θραύσματα και ψηφίδες καθημερινότητας, ατελείωτες αναφορές για τον πιο ψαγμένο από όλη την ποπ κουλτούρα, ραδιοφωνικές αναγγελίες, δελτία… νέφους, διαφημίσεις, τόπους, μαγαζιά, ταινίες φυσικά. Και μουσική, πολλά τραγούδια, γνωστά αλλά και ξεχασμένα (π.χ. είχα χρόνια να ακούσω το διασκεδαστικό χιτ των The Royal Guardsmen «Snoopy Vs The Red Baron»). Τα οποία τα περισσότερα, κάπως σαν μια ιδιότυπη εφαρμογή του… Δόγματος, ακούγονται σε πραγματικό χρόνο, είτε από ένα ραδιόφωνο είτε από ένα πικάπ. Και εδώ το παιχνίδι των διαπλεκόμενων αναφορών μπορεί να γίνει ατελείωτο, υπάρχουν οι προφανείς The Mamas & the Papas (και το προφανές «California Dreamin’» στην πιο moody εκτέλεση του Jose Feliciano), αλλά και κάμποσα των Paul Revere & The Raiders (τους οποίους είδαμε σε παρακμή στα μέρη μας, ανάμεσα σε Μαστοράκη και Κουίκ, σε ένα πρωτοχρονιάτικο σόου του Αντέννα!), και διόλου τυχαία, δώστε βάση στο νήμα: παραγωγή τους έκανε ο Terry Melcher, ο οποίος ήταν ο πρώην νοικάρης στην βίλα των Πολάνσκηδων, και αυτόν ήθελε κατά βάση να εκδικηθεί ο Manson καθώς θεωρούσε ότι του είχε κόψει την καριέρα στην ποπ βιομηχανία.
Τους κύριους ρόλους στην ταινία, κομμένους και ραμμένους πάνω στις εμμονές του σκηνοθέτη με το σινεμά και τα b-movies, τους κουβαλάει ένα διάσημο ζευγάρι: από την μία ο Leonardo DiCaprio ως Ρικ Ντάλτον (ακόμη και η ονοματολογία στην ταινία είναι σημειολογικά στοχευμένη), δίνει μια εντυπωσιακή ερμηνεία μέσα στην ερμηνεία ενσαρκώνοντας έναν ηθοποιό που κάνει καριέρα σε αμφιβόλου ποιότητας τηλεοπτικές σειρές όπου παίζει τυποποιημένα τον ρόλο του κακού, διαισθάνεται ότι η εποχή έχει βγάλει φλας και τον προσπερνά και προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην εγωπάθεια και στον αυτο-οικτιρμό. Δίπλα του ο Brad Pitt ως Κλιφ Μπουθ, ο προσωπικός του κασκαντέρ, φίλος(;), βοηθός, παρηγορητής, κουβαλητής των ψώνιων και μαστρο-επιδιορθωτής, στον οποίο ο Ταραντίνο του δίνει ίσως τον πιο cool ρόλο της πορείας του, έχει σκοτεινό παρελθόν, έχει 6-pack κοιλιακούς (τους οποίους αποκαλύπτει στην διασκεδαστικά εξεπιτούτου στημένη για οφθαλμόλουτρο σκηνή στην ταράτσα) μέχρι και τον… Μπρους Λι ξυλοφορτώνει. Ωστόσο, ο Ταραντίνο, δεν μπαίνει σε μεγάλα ψυχολογικά βάθη ούτε σε λεπτές αποχρώσεις αυτής της ιδιότυπης σχέσης αλληλοεξάρτησης, ποτέ δεν υπήρξε άλλωστε παθολογοανατόμος ψυχών.
Είναι και ίσως επειδή, κατά έναν παράδοξο τρόπο, η πραγματική πρωταγωνίστρια, ή καλύτερο το καθοριστικό πρόσωπο, της ταινίας, του παραμυθιού, είναι η κοπέλα που μένει την δίπλα έπαυλη. Είναι η δροσερή (και ανατριχιαστική μιας που ξέρεις την κατάληξη) αύρα της Σάρον Τέιτ που διαπερνά όλη την ταινία, παιγμένη αφοπλιστικά από την Margot Robbie, μια ξανθιά προσωποποίηση της αγνότητας που με μίνι και άσπιλα λευκές made for walking μπότες περπατά με αμεριμνησία μέσα στην ταινία, μια συμβολοποίηση ουσιαστικά της αθωότητας που απειλείται να χαθεί. Η σκηνή που παρακολουθεί τον εαυτό της στην οθόνη του σινεμά, την πραγματική Sharon Tate στο «The Wrecking Crew», μέσα από τις ανεβασμένες στο μπροστινό κάθισμα πατουσίτσες της (αυτή η ποδολαγνεία του Ταραντίνο…) είναι ίσως η πιο αξιομνημόνευτη της ταινίας όλης.
Από την μεριά του, το Κακό που παραφυλάει την Κοκκινοσκουφίτσα μας, ρίχνει και αυτό την βαριά του σκιά στην ταινία. Και μπορεί ο κύριος φορέας του, ο (παραλίγο να γράψω Marilyn) Manson, να μην έχει παρά λίγα δευτερόλεπτα παρουσίας (ο Damon Herriman που έχει πάρει τον ρόλο εργολαβία), ωστόσο η εκπληκτική σκηνή στο Spahn Ranch, την έδρα της Οικογένειας, έχει κάτι το ασύλληπτα και αόριστα δυσοίωνο, θυμίζοντας παλιό γουέστερν (διόλου τυχαία, το ράντσο αυτό υπήρξε πράγματι σκηνικό για πολλά τέτοια), σκηνές όπου ο ξένος πιστολέρο μπαίνει κάτω από δολοφονικά βλέμματα στην πόλη που τον θεωρεί ανεπιθύμητο. Και νεαρά παιδιά λιωμένα μπροστά στην τηλεόραση, μπάφος, LSD και σειρές, τις ίδιες ακριβώς b-σειρές που έπαιζε για χρόνια ο Ρικ Ντάλτον. «I love that stuff, you know, the killing» λέει ο ατζέντης του δια στόματος Al Pacino). Μήπως λοιπόν τα παιδιά της κοινωνίας του θεάματος είναι και αυτά που έκαναν και τον φόνο θέαμα; Είναι ίσως η πρώτη φορά ο σκηνοθέτης που αισθητικοποίησε όσο κανείς άλλος την βία, μετατρέποντας της σε ποπκόρν διασκέδαση, μοιάζει να προβληματίζεται τόσο έντονα για το ζήτημα, να στέκει σχεδόν αμήχανος απέναντι της, μοιάζει σαν να θέλει να διαχωρίσει την θέση του δικού του σινεμά από μια πολύπλοκη αλυσίδα που οδηγεί από την αναπαράσταση στην πράξη. Και ειδικά πίσω από το μηδενιστικό της υπόβαθρο.
Κατά βάθος υπάρχει κάτι πολύ πιο ενοχλητικό και άβολο που ανακύπτει από την ταινία και την ιστορία της: η διαπίστωση ότι αυτή η άνευ νοήματος, μηδενιστική βία δεν υπήρξε μια διαστροφή της ποπ κουλτούρας, αλλά σαρξ εκ της σαρκός της, λουλούδια δηλητηριώδη σαρκοβόρα που άνθισαν μέσα από την flower power. Και στα χρόνια που ακολούθησαν οι φόνοι της Οικογένειας όχι μόνο πέρασαν (σαν… αναφορές) στην mainstream κουλτούρα (από τον Marilyn μέχρι τους Kasabian), αλλά αποτέλεσαν ουσιαστικά έναν προάγγελο της εποχής της ποπ βίας. Από τους μαζικούς πυροβολισμούς στα αμερικάνικα σχολεία, τα I don’t like Mondays και τα Columbine, μέχρι τον Μπρέιβικ και τους τηλεοπτικούς αποκεφαλισμούς του ISIS, όλα είναι υπο-προϊόντα της δυτικής ποπ κουλτούρας (στην περίπτωση του ISIS, με μια δόση επίσης δυτικού οριενταλισμού).
Παρολ’ αυτά (ή μήπως ακριβώς γι’ αυτά;) το τέλος, η Κάθαρση, το χάπι εντ (τι Χόλλυγουντ θα ήταν άλλωστε;) έρχονται εγγυημένα με ευφάνταστο βίαιο και αιματηρό τρόπο. Και κατά έναν τρόπο παίρνει το (άφθονο) αίμα του πίσω, ως άλλος ιππότης εκδικητής, ένας… Kill Quentin. Για όσους έχουν παρακολουθήσει Ταραντίνο, ειδικά τις τελευταίες του ταινίες, το Ντζάνγκο ή τους Άδωξους Μπάσταρδους, (και πέρα από ψυχώσεις για spoiler), δεν είναι δύσκολο να καταλάβεις που θα το πάει στο τέλος. Τα παραμύθια δεν είναι αλήθεια αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα.
Και ζήσαν (κάποιοι τουλάχιστον) αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα…
Γιατί να γράψεις μυθιστορήματα; Γράψε εκ νέου την Ιστορία. Ή γύρισε μια ταινία, θα συμπλήρωνα τον Μπέλμπο, τον ήρωα από το «Εκκρεμές του Φουκώ».