O Τζιμ Τζάρμους στην παγίδα του σινεμά
"Η μουσική είναι η πιο αγνή μορφή έκφρασης, η πιο φυσική έκφραση πολιτισμού και η πιο δεκτική επιρροών από άλλες τέχνες ή κουλτούρες... Κάτι μέσα μου, μου λέει συνέχεια ότι θάπρεπε νάχα γίνει μουσικός. Ζηλεύω όσους πιάνουν ένα όργανο και εκφράζονται μ' αυτό. Η δημιουργία μιας ταινίας είναι μακρά και πολύ επίπονη δουλειά. Άμα πάρεις αυτό το μυστήριο τρένο δεν μπορείς να κατέβεις, πρέπει να φτάσεις στο τέρμα. Νοιώθω ότι κάπου στο μέσο της διαδρομής μπήκα σε άλλη τροχιά". Μπορεί να έχει ρεύσει πολύ νερό στο ποτάμι από την εποχή των Del-Byzanteens, των οποίων υπήρξε μέλος, αλλά η/οι μουσική/οί είχε/αν πάντα ηγετικό ρόλο στις ταινίες του. Tom Waits, John Lurie, Iggy Pop, Screaming Jay Hawkins, Neil Young και RZA συνταξίδεψαν μαζί του/μας, όχι μόνο μουσικά αλλά και με κάθε άλλο δυνατό τρόπο.
Και ποιος είν' αυτός που δηλώνει πως θάθελε νάναι μουσικός κι όχι αυτό που είναι σήμερα; Κάποιος αποτυχημένος και ξεχασμένος απ' όλους; Κάποιος ασήμαντος και περιθωριακός τύπος; Όχι, δα. Τον λένε Τζιμ Τζάρμους και θεωρείται ο καλτ ανανεωτής της ανεξάρτητης κινηματογραφικής σκηνής της υπερατλαντικής ηπείρου. Ο πιο συναρπαστικός, ασυμβίβαστος, ταπεινός και ευφυής δημιουργός της. Ο άνθρωπος που ισορρόπισε ανάμεσα στην αβανγκάρντ και μετα-πανκ σκηνή της Νέας Υόρκης, τις ευρωπαϊκές και γιαπωνέζικες κουλτούρες, την μαυρόασπρη καλλιτεχνική φωτογραφία και την άρτε πόβερα, τα πλούσια χρώματα της νύχτας και του κόσμου όλου. Ένας πιονιέρος του σινεμά που είναι σύγχρονός μας, που είναι λαϊκός και εγκεφαλικός συνάμα, που μας αγκαλιάζει με πάθος άνευ φόβου, και μας ταξιδεύει στα ανεξερεύνητα πλάτη μιας υποδόροιας ποίησης. Δεν χρειάζεται να τον καταλάβουμε γιατί απλά τον νοιώθουμε. Μας συγκινεί, μας υποβάλλει, μας εγκλωβίζει, μας πάει αλλού, μας φέρνει εδώ, στο δικό μας αλλού, στο δικό του εδώ, στου κανενός το ρόδο. Αυτό που είναι ολονών μας δηλαδή.
Ας δούμε λοιπόν πως 'εκτροχιάστηκε' κι εκτοξεύτηκε στο κινηματογραφικό στερέωμα ο ασπρομάλλης Jim. Γεννήθηκε, λέει, στο Άκρον του Οχάιο το 1953, όχι πολύ μακριά απ' το Κλήβελαντ. Το μόνο συναρπαστικό πράμα που υπήρχε εκεί ήταν το αερόστατο της Γκουντγήαρ, στη δούλεψη της οποίας ήτο κι ο πατέρας του. "Περπατάς και το βλέπεις, είναι πολύ όμορφο να το βλέπεις". Η μαμά του αρθρογραφούσε περί τα κινηματογραφικά και την σόου-μπίζνες στην μεγάλη τοπική εφημερίδα, αλλά άφησε την καριέρα της για να κάνει οικογένεια. Του γιου της άρεσε να βλέπει γιαπωνέζικες ταινίες φρίκης αλλά και Τζέημς Μποντ. Πιο πολύ όμως τον εντυπωσίασαν δυο ασπρόμαυρες ταινίες με τον Ρόμπερτ Μήτσαμ. "Η νύχτα του κυνηγού" (The Night of the Hunter, 1954) του Τσαρλς Λώτον, όπου παίζει έναν διαβολικό παπά με τατουάζ στα δάκτυλα, 'love' στο ένα χέρι και 'hate' στο άλλο. Και το b-movie "Thunder Road" (1958), μια ιστορία παράνομων αποσταγμάτων του νερού που καίει, που σήμερα πια θεωρείται καλτ σε όλα τα ντράιβ-ιν. "Τότε κατάλαβα πόσο επικίνδυνη και σαγηνευτική είναι η 7η τέχνη". Έτσι ο μικρός Τζιμ νόμισε πως ήθελε να γίνει καλλιτεχνικός συντάκτης και γράφτηκε στη σχολή δημοσιογραφίας του Northwestern University (1970).
Η γιαγιά του όμως, που λάτρευε την μοντέρνα τέχνη και την λογοτεχνία, τον ενθάρρυνε να δικαιώσει τους δικούς της πόθους. "Οι ποιητές είναι οι αιμοδότες κάθε κουλτούρας" έλεγε. Ο μικρός Τζιμ ήθελε να γίνει, λέει, ποιητής κι έτσι εγκατέλειψε το Άκρον (άωτον) κι εγκαταστάθηκε στο Columbia University της άνω δυτικής Νέας Υόρκης (1971). Εκεί αρίστευσε στην αγγλική και την αμερικανική λογοτεχνία, με δασκάλους τους David Shapiro και Kenneth Koch, εξέχοντες εκπροσώπους του ντόπιου αβανγκάρντ ποιητικού κινήματος. Άρχισε επίσης να διαβάζει "μετά-μεταμοντέρνα πεζογραφία, να μελετά τις αποδομητικές αφηγηματικές τεχνικές και όλα τα συναφή" και δειλά-δειλά να γράφει "μικρά ημι-αφηγηματικά ανεικονικά αφαιρετικά [μη παραστατικά] δοκίμια". Στα 1975, το τελευταίο εξάμηνο πριν την αποφοίτησή του, στα πλαίσια μιας διαπολιτιστικής αποστολής, πήγε στο Παρίσι. Εκεί κόλλησε για ένα χρόνο και βυθίστηκε αύτανδρος στον ανεξάντλητο κινηματογραφικό πλούτο της γαλλικής ταινιοθήκης.
Το πολιτιστικό του σοκ ήταν ισχυρό ωσάν ηλεκτροσόκ. "Εκεί είδα ταινίες για τις οποίες είχα απλά ακούσει ή διαβάσει πριν. Όλους τους ιάπωνες κλασικούς, Ιμαμούρα, Όζου και Μιζογκούτσι. Πολλούς ευρωπαίους κλασικούς, Μπρεσόν και Ντράγιερ, αλλά και αμερικανούς με κορωνίδα την μεγάλη ρετροσπεκτίβα στο Σάμιουελ Φούλερ. Όταν επέστρεψα εξακολούθησα το γράψιμο, αλλά τώρα πια τα γραπτά μου ήταν πιο παραστατικά, πιο εικονογραφικά". Τότε ήταν που υπέβαλε αίτηση στο περίφημο κινηματογραφικό τμήμα του New York University. Εξεπλάγη όταν τον δέχτηκαν, με μόνο κριτήριο μια γραπτή σπουδή πάνω στο σινεμά και κάποιες φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο ίδιος, αφού η κινηματογραφική του προπαίδεια ήταν πρακτικώς ανύπαρκτη.
Η συνέχεια ήταν συναρπαστική. Κατάφερε όχι μόνο να αριστεύσει, αλλά και να δουλέψει με τον Νίκολας Ρέι (Johnny Guitar, In a Lonely Place) στον "Επαναστάτη χωρίς αιτία". Κατέφερε να κερδίσει την εκτίμηση του βετεράνου Ρέι και να γίνει και βοηθός διδασκαλίας του. Γνώρισε επίσης τον Βιμ Βέντερς και συνεργάστηκε μαζί του στο ιδιόμορφο ντοκιμαντέρ "Lightning over Water" (Nick's Film, 1980), που αναφέρεται στις τελευταίους μήνες της ζωής του Ρέι και στην άνιση πάλη του με τον θανατηφόρο καρκίνο.
"Μπαίνοντας στα τεχνικά κόλπα της κατασκευής μιας ταινίας, ξεκαθάρισα τι πραγματικά ήθελα να κάνω στη ζωή μου", λέει ο 27χρονος πια Τζιμ. Πριν όμως ξεθολώσει το τοπίο, από το 1979 ήδη, είχε προσχωρήσει στην μετα-πανκ σκηνή του Ηστ Βίλατζ. Σύχναζε στο περιώνυμο Mudd Club και συγχρωτιζόταν με τους νιου-γουέηβ τυπάδες Del-Byzanteens, με τους οποίους τραγουδούσε, έπαιζε κήμπορντς, βοηθούσε ακόμη και στους στίχους αν έλαχε, όπως έγινε με το "Atom Satellite" που ήταν εξολοκλήρου φτιαγμένο από πηχυαίους τίτλους εφημερίδων. "Τον καιρό εκείνο ο καθένας ήταν μέλος μιας μπάντας [το αντίστοιχο βρετανικό στάνταρ ήταν κάθε νέος να ανήκει ταυτόχρονα σε τρία γκρουπς]. Δεν χρειαζόταν νάσαι βιρτουόζος για να παίζεις κάπου. Το πνεύμα μετρούσε πιο πολύ απ' την τεχνική εμπειρία, κι αυτό το στοιχείο επηρέασε πολλούς κατοπινούς δημιουργούς".
Έκανε την πρώτη του απόπειρα, με την ενθάρρυνση του Ρέι και του αντεργκράουντ δημιουργού Άμος Πόου. Ο Νικ τον παρότρυνε λέγοντάς του: "αν πράγματι θες να κάνεις μια ταινία, μην τη συζητάς, κάντηνε". Δυο βδομάδες μετά το θάνατο του Ρέι, με την χρηματική δωρεά ενός φίλου που προοριζόταν για την συνέχιση των σπουδών του, αποφάσισε να εκπληρώσει την υποχρέωση μιας σπουδαστικής ταινίας κι έκανε επιτέλους το μεγάλο άλμα. Οι "Διακοπές διαρκείας" (Permanent Vacation, 1980) αφορούν "δυόμισι μέρες απ' τη ζωή ενός νεαρού που δεν έχει φιλοδοξίες ή ευθύνες, δεν μένει κάπου μόνιμα, δεν πάει σχολείο και δεν δουλεύει", όπως περιγράφει ο ίδιος. Οι καθηγητές του στην σχολή στραβομουτσούνιασαν γιατί το θέμα του παραήταν 'τραβηγμένο' για 80λεπτη διάρκεια. Στις ΗΠΑ η ανταπόκριση του κοινού ήταν ανύπαρκτη, αλλά η ταινία βρήκε διανομή στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό κύκλωμα (1982) και κέρδισε αρκετούς φανατικούς θεατές.
Παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε, άρχισε να δουλεύει το σενάριο μιας μικρού μήκους, με τον προσωρινό τίτλο "Stranger Than Paradise", αυτό που εντέλει ονομάστηκε "The New World". Ο Chris Sievernich, εκτελεστής παραγωγής των ταινιών του Βέντερς, εντυπωσιάστηκε από τις "Διακοπές διαρκείας" και του χάρισε 40 λεπτά ανεμφάνιστου φιλμ που είχε περισσέψει κυρίως από τον "Αμερικάνο φίλο" (Der Amerikanische Freund, 1977). Το οποίο (στατιστικά) θα μπορούσε να αποδώσει περίπου πέντε λεπτά τελειωμένου υλικού σε μια φυσιολογική παραγωγή ταινίας. Ο Jarmusch, έχοντας εντυπωμένη τη φράση του δασκάλου του "αν βλέπεις τη σκηνή τότε βλέπεις και την ταινία", κατάφερε με διαδοχικά μονόπλανα να τελειώσει το γύρισμα μέσα σ' ένα σαββατοκύριακο το Φεβρουάριο του 1982. Προγραμμάτισε ακόμη και τις αλλαγές των πλάνων, ώστε να αποφύγει το εκτεταμένο μοντάζ, καταφέρνοντας να ολοκληρώσει ένα 30λεπτο φιλμάκι.
Το πρωταγωνιστικό τρίο απετέλεσαν ο φίλος του Τζων Λιούρι (ιδρυτής των αβάντ-τζαζ Lounge Lizards), ο ηθοποιός Richard Edson και η ουγγαρέζα Εστέρ Μπαλίντ, θεατρική ηθοποιός του Squat Theater. "Προσωπικά τον θεωρώ πολύ παλαβό", σχολιάζει ο Λιούρι. "Αν κάποιος κρυολογούσε στη διάρκεια του γυρίσματος, η ταινία θα τιναζόταν οριστικά στον αέρα". Μέχρι να ολοκληρώσει το μοντάζ στο διαμέρισμά του, ο Τζάρμους είχε καταλήξει σε μια υπόθεση μεγάλου μήκους με τρία κεφάλαια κι είχε έτοιμο και το σενάριο. Το 1983 η συντομευμένη έκδοση της ταινίας κέρδισε το βραβείο κριτικών στο φεστιβάλ του Ρότερνταμ κι ο δημιουργός της όργωσε την Ευρώπη. Βρήκε παραγωγό και χρηματοδότη τον γερμανό Otto Grokenberger και κατόρθωσε (κρατώντας το αρχικό υλικό) να ολοκληρώσει μια 90λεπτη παραγωγή αξίας 120.000 δολαρίων. Το πλήρες πια "Πέρα απ' τον παράδεισο" (Stranger Than Paradise, 1984) προβλήθηκε στις Κάνες και απέσπασε την χρυσή κάμερα πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού, την ώρα που ο Βέντερς κέρδιζε το χρυσό φοίνικα με το "Παρίσι, Τέξας".
Το "Stranger Than Paradise" είναι μια ταινία δρόμου που σαγήνεψε τα πλήθη με την αεράτη αταραξία της και τους κωμικούς της τόνους, γεμάτη ζωντάνια και φρεσκάδα που ξαφνιάζει. Ο παράδεισος του τίτλου είναι η Φλόριδα. Οι τρεις φίλοι οδεύουν προς αυτήν γεμάτη προσμονή για κάτι πραγματικά διαφορετικό, αλλά φτάνοντας διαπιστώνουν με απογοήτευση ότι είναι ακριβώς ίδια όπως τη βλέπουν και στην τηλεόραση ή στα πρακτορεία ταξιδίων. Οι φίλοι μας είναι γεννημένοι να χάνουν. Η Ιθάκη είναι φτωχική (ή μάλλον ληστρική) αλλά τους έδωσε το ωραίο ταξίδι. Ο Σπίλμπεργκ ονόμασε τον δημιουργό της "θεό του εναλλακτικού σινεμά", εννοώντας και 'καθ' υπεβολήν προασπιζόμενος' (ουστ ρε!) την ανάταση ενός αντι-Χόλιγουντ κινηματογράφου. Ο ίδιος ο Τζάρμους χαρακτηρίζει αυτήν και τις δυο κατοπινές δουλειές του ως τριλογία.
"Στην παγίδα του νόμου" (Down by Law, 1986) λέγεται η επόμενή του, ασπρόμαυρη ταινία δρόμου κι αυτή. Εδώ όμως η φωτογραφία του Ρόμπι Μίλερ είναι ανάγλυφη, πιο ζωηρή, πιο σφριγηλή, κι όχι ψόφια και μουντή όπως της προηγούμενης. Τρεις κρατούμενοι θέλουν και καταφέρνουν να δραπετεύσουν. Ο ένας μαστροπός (Τομ Γουέητς), ο άλλος άνεργος dj (Τζον Λιούρι) κι ο τρίτος ιταλός οικονομικός μετανάστης (Ρομπέρτο Μπενίνι). Ο ιταλός είναι αντικείμενο καταφρόνιας από τους άλλους δυο, που μισιούνται θανάσιμα αν και είναι αμφότεροι loosers κατ' επιλογήν. Παρόλα αυτά όχι μόνο κερδίζει την εκτίμησή τους, αλλά και τους συμφιλιώνει με τον εαυτό τους και τους βγάζει απ' τη στενή. Αφού περιπλανιούνται στους βάλτους της Λουϊζιάνα, φτάνουν σε μια καλύβα όπου ο Μπενίνι βρίσκει τον έρωτα της ζωής του.
Ως επιμύθιο μας μένει η φράση "αυτός ο κόσμος είναι θλιβερός αλλά και τόσο όμορφος". Μινιμαλιστική κωμωδία με παλπ ήρωες και παρεκτροπές προς το νουάρ, ανατρέπει πάμπολλους κανόνες και σταθερές περί αφηγηματικού κινηματογράφου και χρησιμότητας της τέχνης. Οι ρυθμοί της ταινίας είναι καθαρά μουσικοί, βαλμένοι σε κλίμακες ή/και βγαλμένοι απ' αυτές. Ο τίτλος είναι κι αυτός ένα λεκτικό παιχνίδι με τη μουσική. "Down by Law" είναι ένα μουσικό στιλ της be-bop jazz του '30. Ξαναεμφανίστηκε παραδόξως ως έκφραση στην γλώσσα των ράπερς και σημαίνει 'νάσαι άνετος', 'νάσαι μέσα σ' όλα'. Φυσικά στην κυριολεξία σημαίνει να σε κάνει τσακωτό η αστυνομία, να πέφτεις στα δίχτυα της δικαιοσύνης. Για τον Τζάρμους σήμανε το οριστικό πιάσιμο του στα δίχτυα της 7ης των τεχνών. Με το εν λόγω φιλμ καθιερώνεται και αναγνωρίζεται ευρέως. Η φήμη του εδραιώνεται πια και απολαμβάνει τα προνόμια ενός αστέρα της ανεξάρτητης σκηνής. Με όλη τη συστολή που τον διακρίνει.
Ο κύκλος κλείνει με το τρίπτυχο "Mystery Train" (1989). Το τρένο ώς μεταφορικό μέσο κι ως απόλυτη κινηματογραφική μεταφορά. Ένα σύμβολο κι ένα έμβολο μετάβασης της κίνησης, μετατροπής του ατμού σε ιπποδύναμη, του καζανιού που βράζει σε έκρηξη κινητήριας ενέργειας σε δύναμη ασύλληπτη κι εντέλει τιθασευμένη σ' έναν σκοπό την ώθησή μας προς το μέλλον. Οι δυο επιβάτες του φτάνουν σ' ένα άθλιο μοτέλ μ' ένα εξίσου άθλιο μπαρ. Θέλουν να προσκυνήσουν στην Γκρέησλαντ την πατρίδα του Έλβις. Εμείς δε θα την δούμε ποτέ, είναι τόπος ιερός και άβατος. Εκεί η ιστορία τους διαπλέκεται με δυο άλλες, εξίσου παλαβές και πολύπλοκες, Ο ρεσεψιονίστας (Screamin' Jay Hawkins) κι ο καμαριέρης έχουν μια περίεργη στιχομυθία γύρω από το φάγωμα ενός δαμάσκηνου, υπό το άγρυπνο βλέμμα μια τεράστιας κατσαρίδας. Και μια ιταλίδα χήρα αναγκάζεται να μοιραστεί το δωμάτιό της με μια μέλλουσα ζωντοχήρα, ο αγροίκος σύζυγος της οποίας, σκνίπα στο μεθύσι, έχει μόλις πυροβολήσει έναν μαγαζάτορα που πουλούσε αλκοόλ.
Η ειρωνεία δρα καταλυτικά και μετατρέπεται σε ανατρεπτικό χιούμορ, εξίσου μινιμαλιστικό, κάποτε μαύρο και κάποτε σουρεαλιστικό. Η αφήγηση είναι άκρως αντισυμβατική και ασυνεχής, υπονομεύοντας ενίοτε και την συνοχή του αποτελέσματος. Ο ίδιος ο δημιουργός αυτοειρωνεύεται, εμφανιζόμενος προς το τέλος να έχει στερέψει από ιδέες και να αγωνίζεται να στύψει το πνεύμα του, μπας και κατεβάσει κάτι καλό. Το Μέμφις μεταμορφώνεται από ένα βρωμερό και παρακμιακό τοπίο σε μαγικό υπόβαθρο όλου αυτού του συρφετού. Και μαζί μεταμορφώνει και τα πρόσωπα. Όλοι, ένοικοι και υπάλληλοι, έχουν την παραξενιά τους. Ο Έλβις βρίσκει εμπρός του τον Καρλ Πέρκινς. Ο Jay δεν έχει αντίπαλο. "Μ' έβαλε 28 φορές να φάω αυτό το αναθεματισμένο δαμάσκηνο και τελικά κράτησε την πρώτη λήψη ως καλύτερη" παραπονιέται. "Πάω στοίχημα ότι σας είπε πως τον έβαλα να φάει το δαμάσκηνο πάνω από 20 φορές. Στην πραγματικότητα κάναμε μόνο 8 δοκιμές" θυμάται ο Τζιμ στο αφιερωματικό ντοκιμαντέρ "Screamin' Jay Hawkins - Ι put a spell on me" (2001) του Νικόλα Τριανταφυλλίδη. (Όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να ανατρέξουν στο ομώνυμο άρθρο μου).
(Για το δεύτερο μέρος κλικ εδώ)