Οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα, μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας
Μεγάλο θέατρο που νοιάζεται, με αρχέγονες ρίζες και προορισμό. Της Ελένης Φουντή
Η παράσταση δεν είχε αρχίσει, οι θεατές έψαχναν τις θέσεις τους, όμως οι τρεις νέοι άντρες με τις μάσκες και τα γέρικα βαριά γυναικεία σώματα ήταν στη σκηνή. Σε έκσταση, σε αρχέγονη τελετουργία, οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα προετοιμάζονταν μπροστά μας, ενώ από τα ηχεία ακούγαμε παραδοσιακούς σκοπούς και τις αφηγήσεις όσων συμμετείχαν στην εθνογραφική αποτύπωση του Κωνσταντίνου Ντέλλα. Μέχρι ώρας, γιατί η έρευνα είναι σε εξέλιξη. Στην είσοδο μας έδωσαν και από ένα χαρτάκι να αφήσουμε κι εμείς τηλέφωνο και email, αν ξέρουμε κάποια τοπική μαγειρική ή λαϊκή δοξασία και θέλουμε να συνεισφέρουμε (ακόμα συγκεντρώνω στο μυαλό μου όσα έχω ακούσει από τη γιαγιά μου). Το αρχείο των προφορικών μαρτυριών της παράστασης εμπλουτίζεται συνεχώς. Κάποια στιγμή άκουσα και τη φωνή ενός φίλου. Δεν το ήξερε ούτε εκείνος ότι η συνέντευξη που έδωσε στη Λάρισα θα ενσωματωνόταν στις ηχογραφήσεις για την Αθήνα.
Χτύπησε το τρίτο κουδούνι.
“Τρεις νύχτες λείπαν πριν να ‘ρθουν κοντά το ένα στ’ άλλο
τα κέρατα του φεγγαριού
να φτιάξουν το στεφάνι το φωτεινό που οι άνθρωποι πανσέληνο το λέγαν”
Έτσι ξεκινά η παράσταση. Με τις “Μεταμορφώσεις” του Οβίδιου που ο Ντέλλας απέδωσε στα ελληνικά και συνέπλεξε με τη “Φαρσάλια” του Λουκιανού όπου αναφέρεται η μάγισσα Εριχθώ, αλλά και με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία όπως τις “Γυναίκες Της Γης” της Μαρούλας Κλιάφα, γιατροσόφια του 19ου αιώνα, παραδοσιακά τραγούδια, δοξασίες και φυσικά τις αφηγήσεις της εθνογραφικής καταγραφής, συνθέτοντας ένα κείμενο συναρπαστικού θα έλεγα λαϊκού ποιητικού λόγου, μια καταιγιστική έμμετρη κατάδυση στη Θεσσαλία της μαγείας και της μαγειρικής.
Η Θεσσαλία έχει τεράστια παράδοση στη μαγεία από την αρχαιότητα. Κατά τον μύθο, η Μήδεια έδωσε μυστικές δεξιότητες στις Θεσσαλές, οι οποίες έγιναν ισχυρές μάγισσες, ξακουστές για το “άρμεγμα του φεγγαριού” δηλαδή το κατέβασμά του στη γη. Στην περιοχή έζησε η Αγλαονίκη η Ηγήτορος, η πρώτη αρχαία Ελληνίδα αστρονόμος που προέβλεπε τις εκλείψεις του Ηλίου, η Μυκάλη που ανεβοκατέβαζε τη Σελήνη, η Εριχθώ που έφερνε τον κάτω κόσμο στους ζωντανούς και η Εκάτη των βοτάνων και της νεκρομαντείας. Παρεμπιπτόντως, πολύ θα ήθελα να κυκλοφορούσε αυτό το κείμενο - κολάζ του Ντέλλα για να το διαβάσω προσεκτικά, αν και αντιλαμβάνομαι ότι λόγω του εγγενούς work in progress χαρακτήρα του, δεν είναι απλό κάτι τέτοιο.
Με τη χρήση τελετουργικών μέσων, όπως η ρυθμική κίνηση, ο συντονισμός των σωμάτων με τον έμμετρο λόγο, η μεταμφίεση και η μάσκα, οι γριές της τσουκνίδας διηγούνται τις ζωές των γυναικών του χθες, γυναικών του κάμπου που οι ίδιες δεν μίλησαν ποτέ γιατί δεν τους δόθηκε βήμα, αλλά που οι ιστορίες τους είναι βαθιά ριζωμένες στην αρχαιότητα, στο μυστικιστικό και το λαογραφικό υπέδαφος της Θεσσαλίας και χρειάζονται διεισδυτική μελέτη με ντόπια ματιά και γνώση για να αποδοθούν σωστά, με το ειδικό βάρος τους ακέραιο.
Δεν μπορώ λοιπόν να φανταστώ καταλληλότερο εκφραστή τους από το ιστορικό Θεσσαλικό Θέατρο, το πρώτο θέατρο της περιφέρειας που ίδρυσαν ο Μάνος Χατζιδάκις, ο Θεόδωρος Αγγελόπουλος, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης και φυσικά πολλοί Λαρισαίοι και που αργότερα, στα 80s, έγινε πρότυπο για τη δημιουργία των ΔΗΠΕΘΕ. Η Πειραματική Σκηνή καθιερώθηκε ως διακριτή ενότητα ρεπερτορίου από την Κυριακή Σπανού, Καλλιτεχνική Διευθύντρια του Θεσσαλικού εδώ και πέντε περίπου χρόνια. Ήταν ρίσκο, γιατί οι πειραματικές σκηνές ως μέσο εξερεύνησης (αλλά βέβαια και μετάβασης της κεκτημένης εμπειρίας στο αύριο), γίνονται συχνά βουτιά στο άγνωστο. Δικαιωματικά λοιπόν οι “γριές” είναι ένα κερδισμένο προσωπικό στοίχημα για τον Ντέλλα και τη Σπανού. Όχι μόνο επειδή το αποτέλεσμα είναι μεγάλο θέατρο με παρακαταθήκη μια πολύτιμη συλλογή λογοτεχνικών κειμένων και προφορικών θεσσαλικών αφηγήσεων, αλλά και γιατί η σφραγίδα του Θεσσαλικού Θεάτρου γίνεται εχέγγυο ποιότητας και γνησιότητας αυτής της εργασίας. Η παράσταση είναι σπουδαία επειδή την κάνει το Θεσσαλικό. Ένας αθηναϊκός θίασος δεν θα μπορούσε να υποστηρίξει το εγχείρημα με αυθεντικότητα.
Οι “γριές” γύρισαν την Θεσσαλία, ταξίδεψαν στη Μακεδονία και βρίσκονται από τον Οκτώβριο στην Αθήνα στο θέατρο Σταθμός. Υποτίθεται για οχτώ βραδιές αρχικά, αλλά τι είναι οχτώ βραδιές για μια πολυσυζητημένη progressive παράσταση με απανωτά sold out; Έχουν δοθεί δύο παρατάσεις πια μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου, πριν λίγες μέρες το Θεσσαλικό ανέβαζε τη “Μήδειας Μπούρκα” στη Νέα Υόρκη, νωρίτερα άλλη παράστασή του είχε βραβευτεί στο Βιετνάμ, γενικά το Θεσσαλικό ανθεί και η συγκυρία είναι ιδανική για να το ζήσει κανείς.
Πέρα από τη λαϊκή μαγεία και μαγειρική, οι “γριές” είναι και μια σκηνική προσέγγιση του γυναικείου σώματος της τρίτης ηλικίας και είναι εντυπωσιακό το πώς ο Μανούσος Γεωργόπουλος, ο Γιώργος Πλάτωνας Περλέρος και ο Γιάννης Σανιδάς, τρεις αναμφίβολα ταλαντούχοι μα τόσο νέοι ηθοποιοί (25-30 χρονών το πολύ), διεισδύουν στην υπόσταση των ηλικιωμένων γυναικών. Από τις κινήσεις τους, σαν να σηκώνουν στους ώμους, στη μέση και στο στήθος τη σκληρή ζωή δεκαετιών στα χωράφια και στην οικογένεια, μέχρι την εκφορά του λόγου και την προφορά, οι νεαροί πραγματικά μεταμορφώνονται μέχρι το κόκκαλο σε γιαγιάδες καραγκούνες. Με την επιλογή νέων αντρών στους ρόλους και τη διπλή αντιστροφή της πραγματικότητας, σε επίπεδο ηλικίας και φύλου, η παράσταση δηλώνει εμφατικά ότι αυτές οι γυναίκες δεν έχουν φωνή, δεν μεταφέρουν οι ίδιες στο κοινό το βίωμά τους. Ωστόσο η γνώση περνάει στους νεότερους, αλλά όσο περνούν τα χρόνια το νήμα χάνεται και η ανάγκη ανάδρασης με το χθες μεγαλώνει. Η ενέργεια της νιότης και η εμπειρία της ηλικίας είναι στοιχεία αλληλοτροφοδοτούμενα για τη διαφύλαξη της ιστορικής μνήμης και της ίδιας της ανθρωπιάς και αυτό είναι κεντρικό στην παράσταση.
Πίσω από τις καθηλωτικές μάσκες της Μάρθας Φωκά οι τρεις γυναίκες μιλούν για τις ζωές τους με αρχετυπικές αναφορές στη γλυκιά γιαγιά που μαζεύει χόρτα για την πίτα, την εργάτρια στα χωράφια, τη μητέρα στο σπίτι, τη θεραπεύτρια που ξέρει τα βότανα κατά της βασκανίας. Η Βαϊτσα, νέα νύφη στα πεθερικά της, γεννάει κορίτσι που δεν το θέλει κανείς. Η Αγόρω, τρίτο ή τέταρτο στη σειρά κορίτσι στην οικογένεια, βαφτίστηκε έτσι μήπως και οι επόμενες γέννες έφερναν επιτέλους αγόρια. Η Κατερίνα μετακομίζει με τον άντρα της στην πόλη, αλλά εκείνος δεν την αφήνει ούτε να εργαστεί ούτε να έχει χόμπι έξω από το σπίτι. Στη σκιά μιας σκληρής πατριαρχίας, οι γυναίκες της περιφέρειας των περασμένων αιώνων, έζησαν ετεροπροσδιοριζόμενες από άντρες. Χωρίς τη δυνατότητα να εκφράσουν τις δικές τους ανάγκες και επιθυμίες, υπήρξαν αόρατες στην κοινωνία και στο περιθώριο των αποφάσεων παρότι συνέβαλαν σημαντικά στην τοπική παραγωγική οικονομία ως εργάτριες της γης.
Οι γυναίκες ξετυλίγουν τον μίτο της ιστορίας μεταξύ ρεαλιστικού και μεταφυσικού. Ξέρουμε ότι βρισκόμαστε στη Θεσσαλία του 19ου και του 20ου αιώνα, αλλά η δραματουργία υφαίνει και μια άχρονη και αρχέγονη συνθήκη. Σκηνικό δεν υπάρχει, δεν χρειάζεται. Σκηνικό είναι οι ίδιες οι γυναίκες μπροστά στον πέτρινο τοίχο με τις μάσκες, τα αυστηρά σκούρα ρούχα τους και τις μακριές πλεξούδες κάτω από τη μαντίλα, με τα στρογγυλά ταψιά τους, σκεύη μαγειρικής για πλαστό με χόρτα, αλεύρι και λάδι ή εργαλεία θεουργικής ιεροπραξίας “για να βρέξει μια βροχή, μια βροχή μια σιγανή”, όπως λέει και το τραγούδι της περπερούνας, για να ποτίσει τη γη. Στις παραστάσεις της Αθήνας ακούγονται και μαρτυρίες κατοίκων από τις πρόσφατες πλημμύρες. Πώς να νιώθουν άραγε οι άνθρωποι που πέρασαν μια ζωή δουλεύοντας σκληρά για λίγη γαλήνη στα γεράματα και τώρα έχασαν τα πάντα.. Ο απόκοσμος φωτισμός και το ηχητικό περιβάλλον υπογραμμίζουν, μεταμορφώνουν, κάνουν τις τρεις γριές προσηνείς γιαγιάδες, μάγισσες, διονυσιακές μαινάδες.
Η παράσταση είναι avant-garde χωρίς να το επιδιώκει, αλλά κυρίως είναι συγκινητική χωρίς να το επιδιώκει. Οι “γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα” δεν εκβιάζουν το συναίσθημα. Θέλουν μόνο να μιλήσουν γι’ αυτά που έμαθαν από τις παλιές και παραδίδουν στις νεότερες, με ευθύνη απέναντι στην ιστορία, με αγωνία μη χαθούν οι αφηγήσεις και η γενιά τους. Με συνταρακτική γνώση από τη ζωή, οι γυναίκες αυτές χτίζουν με τον θεατή ενσυναίσθηση και επικοινωνία.
Φεύγοντας από το θέατρο Σταθμός ένιωσα ανακούφιση, ότι υπάρχει τρυφερότητα και αίσθηση καθήκοντος απέναντι στη Βαϊτσα, την Αγόρω, την Κατερίνα, την Εριχθώ. Οι Θεσσαλές μάγισσες μπορούν επιτέλους να ξεκουραστούν. Τα μυστικά τους είναι καλά φυλαγμένα στην κιβωτό του χρόνου και στους ώμους του Ντέλλα, των πρωταγωνιστών, όλων των συντελεστών θα φτάσουν μακριά. Ένιωσα όμως και στενοχώρια γιατί αυτές είναι ιστορίες που σπάνια ακούμε. Γιατί οι γριές της τσουκνίδας έζησαν σαν απρόσωπες μορφές χαμένες σε θρύλους, ενώ υπήρξαν αληθινές και ζωντανές, μάρτυρες μιας σκληρής εποχής που δεν τις είδε ποτέ ως γυναίκες και μιας κοινωνίας που τις ανάγκασε να υιοθετήσουν χαρακτηριστικά αντρών για να επιβιώσουν.
Κι αυτό κάνει την παράσταση πολύτιμη, εκτός από συγκινητική. Κάποιος μίλησε επιτέλους για τις γυναίκες της αγροτιάς, της λαϊκής δοξασίας, τις μάγισσες του χθες. Με έμμετρη λαϊκή ποιητική, με ανθρώπους ταλαντούχους που ξέρουν και νοιάζονται, με θέατρο αυθεντικής παράδοσης, “οι γριές που μαζεύουν την τσουκνίδα - μάγισσες και μαγείρισσες της μυστικής Θεσσαλίας” είναι μια παράσταση για να μοιραστούμε μεταξύ μας, γυναίκες, άντρες, νέοι, γέροι. Μια ματιά σε έναν κόσμο που χάνεται όχι από νοσταλγία αλλά από ανάγκη να στηριχτούμε στις ρίζες του. Είναι μεγάλο θέατρο με ρίζες και προορισμό.