Οι μουσικές ταινίες στο 23ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας
Ο Μάνος Μπούρας και ο Αντώνης Ξαγάς πήγαν, είδαν, άκουσαν και έγραψαν.
Walking In The Opposite Direction/ Βαδίζοντας σε αντίθετη κατεύθυνση - Mark Waltman
Με το ξεκίνημα της ταινίας, από τα ηχεία ξεπηδάει μεγαλόπρεπο το "Party Of The Mind", κι εγώ αισθάνομαι να εισέρχομαι σε μία comfort zone, σε έναν κόσμο που μέσα του αισθάνομαι οικεία και ζεστά. Μακάρι να τραβούσε αυτό μέχρι το τέλος της ταινίας… Γιατί, όπως θα διαπίστωνα κάμποσο αργότερα, η αφήγησή της δεν ήταν προορισμένη να αποθεώσει μονάχα τη μαγεία της μουσικής του Adrian Borland και των σχημάτων που είχε κατά καιρούς σχηματίσει, είτε αυτοί ήταν (κυρίως) οι Sound, είτε οι (πρώιμοι) Outsiders, είτε οι Citizens, είτε οι White Rose Transmission. Πολύ περισσότερο να αφήσει οτιδήποτε σκοτεινό γύρω από τη ζωή του κι όλα όσα κρύβονταν πίσω από τους στίχους του που ίσως δεν είχαμε αντιληφθεί ακούγοντάς τους. Έτσι λοιπόν μάθαμε μέσα από διηγήσεις των πιο κοντινών του ανθρώπων, ότι ο Borland είχε επί σειρά ετών σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα, μπαινόβγαινε στις ανάλογες κλινικές, είχε κάνει μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας (μέχρι να έρθει η τελική το 1999 που του στέρησε τελικά τη ζωή), έως που είχε αποπειραθεί να σκοτώσει τον πατέρα του! Ανάμεσα σε όλα αυτά, είχε την ικανότητα να γράφει εκπληκτικά τραγούδια με μεγάλες εμπορικές προοπτικές, που όμως ποτέ δεν ήρθαν. Η αφήγηση είναι εξαιρετική με μπόλικο αρχειακό υλικό – όχι ότι υπάρχει και πολύ, όπως μας είπε ο σκηνοθέτης που απάντησε αργότερα σε ερωτήσεις του κοινού – εξετάζει επίσης την ανεξήγητη ίσως δημοφιλία του στην Ολλανδία (απ’ όπου και προήλθε το ενδιαφέρον για το γύρισμα της ταινίας, από ντόπιο μάλιστα σκηνοθέτη), κι αν θα είχαμε να προσάψουμε κάτι στην ταινία, είναι η αμέλειά της να αναφερθεί σε κάποιες ακόμη δουλειές του, όπως το άλμπουμ που ηχογράφησε σαν Second Layer ή τις παραγωγές του για ονόματα όπως οι Felt, Dole, Into Paradise και άλλοι. Ψιλά γράμματα αυτά θα μου πείτε… Εξάλλου, μια τέτοια ταινία οφείλει να διηγηθεί μια ιστορία κι όχι να αποτελέσει μια οπτικοποιημένη μουσική εγκυκλοπαίδεια. Το ζήτημα είναι ότι μέσα από τις εικόνες της επιβεβαιώσαμε ότι ο Borland υπήρξε ένας σπουδαίος καλλιτέχνης αλλά και μια βαθιά ταλαιπωρημένη ψυχολογικά ύπαρξη, και κάπως έτσι κι εμείς, ράκη συναισθηματικά και καταστεναχωρημένοι, αποχωρήσαμε από την αίθουσα. (Μ.Μ.)
Chasing Trane: The John Coltrane Documentary/ Στα ίχνη του Τζον Κόλτρεϊν - John Scheinfeld
Υποθέτω κάπου θα έχετε συναντήσει αυτή την κλασική εικόνα βασικά ορθόδοξης τεχνοτροπίας η οποία απεικονίζει με φωτοστέφανο τον Άγιο Ιωάννη τον Κόλτρειν, η οποία δεν είναι κάποια εμπνευσμένη διαδικυτακή τρολιά, η Εκκλησία τού St. John William Coltrane υπάρχει πραγματικά, ήδη από το 1971 στο Σαν Φρανσίσκο (που αλλού;). Στο εν λόγω ντοκυμανταίρ μαθαίνουμε επίσης την ύπαρξη ενός Ιάπωνα φανατικού συλλέκτη αντικειμένων που έχουν σχέση με τον Ιωάννη, ο οποίος μάλιστα έχει μετατρέψει το σπίτι του ουσιαστικά σε ένα μαυσωλείο προς τιμή του Τρέιν (όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά). Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με ένα ντοκυμανταίρ το οποίο ασχολείται με την ιστορία ενός ανθρώπου του οποίου η προσωπικότητα και η μουσική συγκίνησαν, επηρέασαν, συνεπήραν, καθόρισαν ζωές και ζωές, για πολλούς θεωρείται κατά μία ακραία αλλά κατανοητή υπερβολή ισάξιος του Μπαχ και του Μπετόβεν. Έχοντας δει την ταινία του John Scheinfeld δεν αισθάνεσαι να έχεις καταλάβει κάτι παραπάνω για το "γιατί"...
Στα βασικά συστατικά δεν του λείπει τίποτε του έργου. Όλα είναι εδώ... Ολόκληρη η διαδρομή του Κολτρέιν αποτυπώνεται με τη βοήθεια εντυπωσιακού αρχειακού υλικού (αλλά και δικά του λόγια, τα οποία αποδίδει όχι κάποιος ασημότερος από τον Denzel Washington), από την πρώτη συμμετοχή σε μπάντα στο Ναυτικό, την συθέμελα συγκλονιστική επαφή με τη μουσική του Charlie Parker, τα θαύματα της συνεργασίας με τον Miles Davis, η εμπλοκή με τη σκόνη τη λευκή, η απόλυσή του, η σκληρή αποτοξίνωση, η προσωπική πορεία με το θρυλικό του κουαρτέτο, ο πρόωρος (μόλις στα 41) θάνατος του, ο οποίος άφησε ένα σωρό εκ των υστέρων αναπάντητες εικασίες για το κατά που θα τράβαγε αν προλάβαινε την ηλεκτρική επανάσταση και την εποχή των συντήξεων. Η μουσική του επίσης είναι πανταχού παρούσα, σε κάθε σχεδόν δευτερόλεπτο. Άραγε λοιπόν να φταίει που πολλές από τις "ομιλούσες κεφαλές δεν έχουν τίποτε σημαντικά να πουν πέρα από έναν στείρο οπαδισμό ή κάποιες γραφικότητες, σαν τον Σαντάνα να λέει ότι χρησιμοποιεί το "A love supreme" για να διώχνει τα ...κακά πνεύματα από τα δωμάτια των ξενοδοχείων, για να μην αναφερθούμε και στην παρουσία και του ειδικού επί του σαξοφώνου Μπιλ Κλίντον -Θου Κύριε φυλακή (την ίδια στιγμή στον Sonny Rollins χαρίζονται λίγες ατάκες μόνο); Ή να φταίει ότι του λείπει η προσωπική συγκίνηση, η ψυχή, η ενόραση και διόραση που το αποτέλεσμα μοιάζει σαν εξαιρετικά οπτικοποιημένο λήμμα της wikipedia (ένα "συμβατικό φιλμ για έναν αντισυμβατικό καλλιτέχνη" όπως διάβασα σε μια εύστοχη αμερικάνικη κριτική); Πιθανότατα ναι, γιατί η κορυφαία στιγμή της ταινίας είναι ακριβώς εκεί που πλησιάζει με μια τέτοια ματιά τον τρόπο που γράφτηκε το "Alabama", σαν η ηχητική απόδοση ενός λόγου του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σαν μια "πνευματική" απάντηση αγάπης στο επιθετικό ρατσιστικό κλίμα της εποχής. Δίνοντας έτσι μια πιο διεισδυτική, πιο ανθρώπινη ματιά στην ουσία της μουσικής αυτού του μεγάλου της τζαζ. (Α.Ξ)
Revolution of Sound: Tangerine Dream/ O ήχος του μέλλοντος - Margarete Kreuzer
Καμιά φορά σκέφτομαι ότι εμείς οι μουσικόφιλοι (ή ...μουσικοφιλόφιλοι που λέει κι ένας φίλος) είμαστε παράξενα-ανικανοποίητα όντα. Αφορμή ήταν μια (οριακά αγενής) ερώτηση-παρατήρηση που έγινε στην σκηνοθέτρια κατά τη διάρκεια του Q&A μετά την προβολή: γιατί το φιλμ δεν δείχνει, λέει, την επίδραση των Tangerine Dream στην σκηνή της ποπ ηλεκτρονικής, των DJ κλπ. Πέρα από εύκολο αλά-facebook σχόλιο, του αναπόφευκτου εκείνου τύπου που σε οποιουδήποτε βάθους-πλάτους-ύψους κείμενο θα πεταχτεί να συμπληρώσει "ναι, αλλά δεν ανέφερες αυτό, λείπει εκείνο κλπ", παρατήρηση ελάχιστες φορές εποικοδομητική και παραγωγική (πλην της τόνωσης του Εγώ του σχολιαστή) δηλώνει και άγνοια του ίδιου του κώδικα του σινεμά, του οποίου ο ρόλος δεν είναι να γράφει δοκίμια με εικόνες. Πέραν όμως των όποιων μουσικο-οπαδικών εμμονών, οι όποιες παρεξηγήσεις να οφείλονται και τον πολλά υποσχόμενο τίτλο της ταινίας. Γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουμε να κάνουμε τόσο με μια ταινία για τους TD, αλλά πολύ περισσότερο με έναν φόρο τιμής στον Edgar Froese, τον άνθρωπου που υπήρξε η ψυχή, η καρδιά και το ...συκώτι του σχήματος (υπό την συγκίνηση και του χαμού του την εποχή των γυρισμάτων του φιλμ, το 2015). Η σκηνοθέτρια πέρασε πολύ καιρό μιλώντας με τον Froese, και αυτό βγαίνει στην ταινία, η οποία δεν έχει αποστασιοποίηση, έχει μια τρυφερότητα στην προσέγγιση, πλησιάζοντας ίσως την αγιογραφία, ενώ δεν θίγει καθόλου "τζιζ" ζητήματα, ακόμη και όταν αυτά ανακύπτουν εμφανώς από τα συμφραζόμενα, όπως τις δημιουργικές κόντρες μέσα στο συγκρότημα, με τις συνεχείς αλλαγές και αποχωρήσεις βασικών μελών. Μολαταύτα, κατά έναν παράξενο τρόπο όχι μόνο καταφέρνει να δώσει μια συνολική εικόνα της πορείας του σχήματος σε κάποιον που δεν έχει ιδιαίτερη οικειότητα με αυτό, (ξεκινώντας το αρχειακό υλικό με την εικόνα του άγουρου Froese από ένα τυπικό beat της εποχής σχήμα ονόματι The Ones), αλλά ακόμη και σε έναν οπαδό. Γιατί έχει ένα ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι στην πραγματικότητα οι οι φίλοι (σβήστε τη λέξη οπαδοί) της μουσικής των TD κατά βάση χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα: εκείνους που ομνύουν στους πρώτους ψυχεδελο-φλοϋδικούς δίσκους (τύπου "Electronic Meditation", "Zeit"), και σε εκείνους που τιμούν την περίοδο των διαστημικών moog ταξιδιών (σχηματικά τους δίσκους από τα χρόνια της Virgin). Αμφότεροι πάντως αγνοούν(με) ηθελημένα ή αθέλητα, δικαίως ή αδίκως, την μετέπειτα πορεία, 30 ολάκερα χρόνια, γεμάτα από δεκάδες δίσκους, σάουντρακ για ταινίες του Χόλυγουντ και όχι μόνο, επενδύσεις ακόμη και για PC παιχνίδια (όπου για το Grand Theft Auto έγραψαν 37 (!) ώρες μουσικής). Ίσως αναπόφευκτα, έτσι που στεκόμαστε μπροστά σε ένα έργο τέτοιας επιβλητικής πληθωρικότητας (και τις περισσότερες φορές, ας μην το κρύψομεν άλλωστε, δημιουργικής ευκολίας και πεπατημένης έμπνευσης). Εν τούτοις, ίσως τούτη να είναι συνολικά η πιο "ακριβής" εικόνα των TD. Όπως τους οραματίστηκε ο ίδιος ο Froese, ένας οραματικός μετα-χίπης, σαν μια μεταφυσική οντότητα διεύρυνσης του συνειδητού, αναζήτησης ενός κοσμικού ήχου θρησκευτικής ενατένισης (πως το είπε και ο Νταλί; "Ι love this rotten religious music"), σύλληψης του άπειρου και του αδιανόητου, ακόμη και όταν το δικό του σώμα δεν θα υπάρχει πλέον στις δικές μας γνώριμες διαστάσεις. Και πράγματι, οι TD συνεχίζουν ακόμη και σήμερα... (A.Ξ.)
Lost In France/ Χαμένοι στη Γαλλία - Niall McCann
Ή αλλιώς, στα μέσα των ‘90ς είχε πάει μια μεγάλη παρέα Σκοτσέζων μουσικών μια μικρή περιοδεία στη Γαλλία, και καμιά εικοσαετία αργότερα, αποφάσισε να το επαναλάβει με κουτσουρεμένη έστω σύνθεση, μόνο και μόνο για να αναπολήσει τα παλιά και να κάνει ταμείο που βρίσκεται σήμερα. Ξεκινούν ως εκ τούτου από τη Γλασκώβη για να καταλήξουν στη μικρή πόλη Mauron, όπου ο ίδιος promoter στήνει σκηνή σ’ ένα μικρό μπαρ για να παίξουν για μία ακόμη φορά. Δεν είναι όμως οι Mogwai που θα παίξουν τη μεγαλύτερη-από-το-ίδιο-το-χωριό μουσική τους αυτή τη φορά αλλά μονάχα ο κιθαρίστας τους Stuart Braithwaite (αλλιώς το φαντάζεστε τι είχε να γίνει αν έσκαγε ολόκληρη η μπάντα, λαμβάνοντας υπόψη πόσο γνωστό είναι πια σήμερα το γκρουπ;). Αντίστοιχα, ο Alex Kapranos είχε εμφανιστεί παλιότερα με τους The Karelia, άγνωστος μεταξύ αγνώστων ουσιαστικά, και δε χρειάζεται να μιλήσουμε για το πόσο αναγνωρίσιμος είναι πια. Δίπλα σ’ αυτούς, και πιο σημαντικοί απ’ όλους, τρία από τα μέλη των Delgados: o Stewart Henderson που αποτέλεσε βασικά το μυαλό πίσω από το label της Chemikal Underground που στέγασε τις παραπάνω μπάντες, ο Paul Savage που τις ηχογράφησε σαν ιδιοκτήτης των Chem 19 Studios και η Emma Pollock που είναι η Emma Pollock. Την παρέα συμπληρώνει ένας σπουδαίος φολκ τραγουδοποιός που δε γνώριζα, ο RM Hubbert, ενώ σημαντικοί απόντες είναι οι Arab Strap και οι Bis, από το κλασικό ρόστερ της εταιρίας. Η συναυλία αυτή στο Mauron είναι τελικά η ευκαιρία για γενική περισυλλογή στα έργα και τις ημέρες των μουσικών, την κατάσταση της δισκογραφίας και ό,τι ήθελε προκύψει από την κουβέντα. Το φιλμ κυλάει σε ενδιαφέρον κλίμα, καίγεται λίγο το μυαλό σου από την Σκοτσέζικη προφορά των μουσικών – μόνο ο δικός μας Alex τα λέει ωραία και κατανοητά – αλλά αν δε σε αφορούν τα συγκεκριμένα ονόματα και η σκηνή μέσα στην οποία έδρασαν, δεν έχεις λόγο να παρακολουθήσεις το φιλμ. Κι αυτό είναι κάτι που οφείλουμε να εξετάζουμε σε κάθε περίπτωση. (Μ.Μ.)
Nico, 1988/ Νίκο, 1988 - Susanna Nicchiarelli
Μια βασική προϋπόθεση της σπουδαίας δραματουργίας εκ αρχαιοτάτων χρόνων, είναι η εστίαση. Γι' αυτό για παράδειγμα έχει μείνει στην ιστορία η Ιλιάδα, στην ουσία η αφήγηση ενός επεισοδίου από τον Τρωικό Πόλεμο, και όχι ένα σωρό άλλα ξεχασμένα σήμερα έπη που καλύπτον όλο το διάστημα του πολέμου (τα λέει ωραία και αναλυτικότερα ο Ντάνιελ Μέντελσον στο "Περιμένοντας τους βαρβάρους"). Από την άποψη αυτή η ταινία ξεκινά από μια ορθή αφετηρία, έτσι όπως επικεντρώνεται σε τρία χρόνια, τα τρία τελευταία της ζωής της μούσας του Warholl και των Velvet Underground. Οπππ... Λάθος. Αυτά είναι παρελθόν, έχουν περάσει είκοσι χρόνια από τότε που ...απλά είπε τρία τραγούδια κι έπαιζε το ντέφι στους VU, δεν είναι η Νίκο αλλά η Κρίστα, ή μάλλον καλύτερα η Κρίστα που "υποδύεται" τον ρόλο της Νίκο, δεν είναι πια όμορφη (τουλάχιστον με την κρεατολαγνική άποψη της βιομηχανίας του μόντελινγκ), τα μαλλιά είναι μαύρα, τρώει, χτυπάει ενέσεις, έχει έναν γιο με προβλήματα (λίαν διακριτικά δεν αναφέρεται καθόλου το όνομα Ντελόν στην ταινία), αυτή είναι η "Νίκο" του 1988, η ιστορία της Nico μετά τη Nico όπως λέει η ίδια η Ιταλίδα σκηνοθέτρια.
Την ταινία την κουβαλάει ουσιαστικά στις πλάτες της η εντυπωσιακή Δανέζα ηθοποιός και τραγουδίστρια Trine Dyrholm, η οποία έχει εκπληκτική δουλειά στην απόδοση του χαρακτήρα, τον οποίο έχει μελετήσει εμφανώς σε βάθος (αν τώρα αντί της μυθοπλασίας εσείς προτιμάτε κάτι πιο αυθεντικό, αξίζει να αναζητήσετε το παλιό ντοκυμανταίρ "Nico-Icon"). Το έχει κάνει ακόμη και στο κομμάτι της ερμηνείας των τραγουδιών, όπου καταφέρνει να μιμηθεί/αποδώσει ακόμη και αυτή την ακατέργαστα επίπεδη, γοητευτική και αποστασιοποιημένη ψυχρότητα της φωνής (αυτήν ακριβώς που της έδωσε τη ...δουλειά στους VU). Όχι μόνο στους μεγάλους καταθλιπτικούς της ύμνους, όπως π.χ. το "Janitor of Lunacy" ή το "Nibelungen" (εντυπωσιακή η φιλμογράφηση στη Νυρεμβέργη, στα ερείπια από τα μεγαλομανή χτίσματα του Αδόλφου), αλλά ακόμη και σε μια "έτσι θα την έλεγε η Nico" διασκευή του "Big in Japan" (πάντα έλεγα ότι τούτο το κομμάτι έχει μια συναισθηματική δύναμη, δεν είναι ένα ακόμη φτηνό χιτάκι-απομεινάρι των 80s - για του λόγου το αληθές, θυμηθείτε και την εκτέλεση της Ane Brun). Ή και σε μια απίστευτα εκρηκτική ερμηνεία του "My heart is empty" σε μια συναυλία στην Πράγα, όπου αναρωτιέσαι, άραγε συνέβη αυτό ποτέ πραγματικά; (στον δίσκο "Behind the Iron Curtain" του 1986 πάντως δεν αποτυπώνεται έτσι). Και είναι τελικά ακριβώς χάρις στην Trine Dyrholm και στη ψυχή που εμφυσά στον ρόλο, που η ταινία παίρνει ζωή και καταφέρνει να ρίξει φως στην πάλη μιας γυναίκας με τα φαντάσματα του παρελθόντος αλλά και με το σκληρό παρόν. Μέχρι εκεί που μοιάζει να βγαίνει νικήτρια. Και ανεβαίνει στο ποδήλατο της, εκείνη την μοιραία ημέρα του Ιουλίου του 1988 στην Ίμπιζα. Πρέπει να ήταν μια ζεστή ημέρα... (Α.Ξ.)