Παρένθεση
Από την επετειακή έκδοση του Κε.Μ.Ε.Σ. "50 χρόνια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: οι ταινίες που αγαπήσαμε". Του Κώστα Καρδερίνη
(αφιερωμένο στον Τάσο Μιχαηλίδη, 1961-2000)
Από την επετειακή έκδοση του Κε.Μ.Ε.Σ. "50 χρόνια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: οι ταινίες που αγαπήσαμε" [ερωδιός 2009, 178 σελ.]
Η "Παρένθεση" είναι το τρίτο και τελευταίο σενάριο που γράφει ο Γιώργος Κιτσόπουλος για τον ποιητή της Θεσσαλονίκης Τάκη Κανελλόπουλο (1933-1990). Προηγήθηκαν ο "Ουρανός" (1962) και η "Εκδρομή" (1966) που υμνήθηκαν από τους κριτικούς, ήταν όμως η αγαπημένη μου "Παρένθεση" που κέρδισε δυο βραβεία από την επιτροπή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου (Καλλιτεχνικής Ταινίας, Φωτογραφίας) και δυο από τους κριτικούς (Σκηνοθεσίας και Μουσικής) εκείνης της χρονίας.
Η ιδέα και η ιστορία είναι παρμένη από το θεατρικό έργο "Still Life" (ασάλευτη ζωή ή στιγμιότυπο ζωής;) του Noel Coward. Το οποίο πρωτόκανε ταινία ο σερ David Lean (Brief encounter / Σύντομη συνάντηση, 1945, με τη Celia Johnson και τον Trevor Howard) και τηλεταινία ο Alan Bridges (1974, με τους Richard Burton και Sophia Loren).
Και ενώ οι μόλις προαναφερθέντες ακολούθησαν αρκετά πιστά το πρωτότυπο, ο Κιτσόπουλος διάλεξε μια άκρως μινιμαλιστική προσέγγιση. Οι ήρωές του δεν έχουν ονόματα ούτε ιδιότητες. Δεν ενδιαφέρονται για τέτοιες λεπτομέρειες γιατί απλά έχουν μόνο 6 ώρες στη διάθεσή τους. Τόσο χρόνο σταθμεύει στην Θεσσαλονίκη, την πόλη του αγνώστου ανδρός, το τρένο που τους γνώρισε ως συνεπιβάτες, κι αυτό που θα τους χωρίσει για πάντα, μετά από τη σύντομη αυτή παρέκκλιση στη ζωή τους.
Όλα αυτά τα βλέπουμε και (κυρίως) τα ακούμε μέσα από την εκτός/εντός πεδίου αφήγηση της γυναίκας, αρκετό καιρό αφότου έχει επιστρέψει στην πόλη της και στον άνδρα της. Η συνάντησή τους αυτή καλύπτει μόλις το μισό φιλμικό χρόνο. Ο υπόλοιπος είναι μια νέα παρένθεση που συμβαίνει στο μυαλό της γυναίκας, η οποία φαντασιώνεται την επιστροφή της και τη νέα της περιδιάβαση στην πόλη του ανώνυμου, αγαπημένου της πια.
Η αφήγηση και η φωνή της Αλεξάνδρας Λαδικού δεσπόζουν αναπόφευκτα σε όλη την ταινία. Αρκεί κάποιος να κλείσει τα μάτια και τότε θ' αντιληφθεί αμέσως τη δύναμη του κειμένου και τη φέρουσα βαρύτητα των προτάσεων, των παύσεων και των συγκοπών. Η απλότητα, η αμεσότητα και ο μελαγχολικός συμβολισμός μαγνητίζουν τα αυτιά διαμιάς.
Γυρίζαμε κι οι δυο από ταξίδι. Εγώ από επίσκεψη σε συγγενείς... / Δε με ρώτησες πώς με λένε / ούτε κι εγώ... / Τώρα που το όνειρο πέρασε μέσα μας, έγινε πραγματικότητα / Ονειρεύτηκα πως ξαναγύρισα χειμώνα / όχι δε σε ξαναβρήκα / μα η παρένθεση που μας ένωσε ξαναγύρισε. / Πήγαμε μαζί κοντά στα παιδικά σου όνειρα... / μπορεί να χαθεί η απόσταση / το ίδιο το όνειρο κρατά την απόσταση / τραγούδια που ακούς να 'ρχονται απ' τη θάλασσα / όλα αυτά μπορεί... / Νιώθω πως σε χάνω / δε με πλήγωσες / δε με γέλασες / δε με ξέχασες / Πες πως η παρένθεση των 6 ωρών είναι όλη μας η ζωή... / δε σ' ακούω πια / σε χάνω...
Αυτό όμως δε σημαίνει πως αγνοούμε τις εικόνες. Ο "άηχος" άνδρας και η τοπιογραφία της πόλης του είναι ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ της ταινίας. Πότε ντοκιμαντερικές, πότε νατουραλιστικές, πότε στατικές και λεπτομέρειες ακίνητες, πότε μαθήματα πατριδογνωσίας, πότε τρεχάτες δρόμου και πλεύσης, πότε ρομαντικές. Πότε κοντινά στα πρόσωπα, σε πράγματα, δέντρα, λουλούδια, καΐκια, τραπεζάκια, άμμο, χιόνι, ήλιο, πλάκες πεζοδρομίου, κυπαρίσσια, κορμούς δίδυμους, παραλία.
Εδώ το παιχνίδι αναπτύσσεται συνειρμικά μέσω του ανορθόδοξου μοντάζ που αφήνει το λόγο να μεταπηδά ασυνεχώς από εικόνα σε άλλη εικόνα λογικά ξεκάρφωτη, μετά σε ενδιάμεσο χρόνο και μετά πάλι μπρος πίσω, υπογραμμίζοντας την απόλυτα ελεύθερη "συναισθηματική μνημονική λογική" της ερωτευμένης γυναίκας. Η πόλη, τα αστικά της προάστια και τα παραθαλάσσια θέρετρά της εμβάλλονται από τριαντάφυλλα που τα γέρνει ο άνεμος, άνθη μυγδαλιάς, γαρίφαλα, φτέρες, μια παλιά γκραβούρα, κάποια φωτογραφικά ενσταντανέ. Οι εικόνες του είναι το συμπλήρωμα της φωνής της.
Στα κενά διαστήματα και στα αφτιασίδωτα σημεία μετάβασης είναι που αρθρώνεται ο λόγος του δημιουργού. Ο Τάκης Κανελλόπουλος έχει τον κύριο λόγο και στο μοντάζ. Αφήνει το μαυρόασπρο βλέμμα να πονέσει, το χάδι να χαράξει βαθιά ανάμνηση, τις γραμμές να σχίσουν "μαλακά και βίαια" το ρομαντικό φόντο, τη ρότα του καϊκιού να μπει και να βγει ανώδυνα και ανεπιστρεπτί όπως το ποτάμι του Ηράκλειτου που ρέει πάντα διαφορετικό. Ακόμη κι εκείνο το ίδιο πλάνο του αποτυχόντα αποχαιρετισμού που κλείνει το πρώτο και το δεύτερο μέρος, δεν είναι καθόλου ίδιο μετά απ' όσα διαφωρετικά προηγήθηκαν (το -φω- με ωμέγα, όπως φως).
Το μόνο που μοιάζει απόλυτα συνεχές -κι ας μην είναι- είναι η ιδανική μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη. Βασισμένη στο μαντολίνο και το τσέμπαλο, ρομαντική και μελίρρυτη, σαν ξεκούρδιστο βαλσάκι, σαν ρεβεράντζα επαναλαμβανόμενη αέναα, επανέρχεται σαν κύκλος μέσα σε άλλο κύκλο, σε άλλο κύκλο, σε άλλο κύκλο... Σαν το βουβό γάργαρο γέλιο και τον πίδακα του σιντριβανιού.
Κι όσο το ξαναφέρνω στο μυαλό μου όλα είναι (θα θέλαμε) μια σειρά από αλλεπάλληλες παρενθέσεις. Παρενθετικός λόγος σε παρένθετες αναμνήσεις. Ένας αδιάκοπος και αδιόρατος κιβωτισμός παρενθέσεων που ανοίγουν και ανοίγουν μέχρι να κλείσουν και να κλείσουν για ν' ανοίξουν ύστερα άλλες κι άλλες. Αδυσώπητα και ρομαντικά όπως αυτό το, όχι τυχαία επιλεγμένο, στιχούργημα της Δώρας Σιτζάνη που λέει:
Σε ψάχνω / στα λαμπρά σφαγεία των δρόμων
στις νευρωτικές διαδρομές / σε σταθμούς και στοές / σε ψάχνω
στα μικρά τα στοπ, στ' "απαγορεύεται" / στα τρύπια μου χέρια
στη θάλασσα που δε θα 'ρθει ξανά
βαρέθηκε ν' αλλάζει χρώματα / για να την αγαπάμε.
(ΥΓ#1):: Ο Άγγελος Αντωνόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά (1932), είναι παιδί του λιμανιού γι' αυτό και περιδιαβάζει τόσο άνετα τις ακτογραμμές της Θεσσαλονίκης. Η δε Αλεξάνδρα γεννήθηκε στην Καβάλα, όπου θα μπορούσε να κάνει "επίσκεψη σε συγγενείς" και στην κάθοδο προς Αθήνα να σταθεί για λίγο... να βολτάρει στον Θερμαϊκό. Άλλη μια παρένθεση... ίσως.
(ΥΓ#2):: Ασπρόμαυρη ταινία του 1968, διάρκεια 82'/87'. Σκηνοθεσία: Τάκης Κανελλόπουλος, βοηθοί: Απόστολος Κρυωνάς / Τάκης Καμπερίδης, σενάριο: Γιώργος Κιτσόπουλος, μοντάζ: Τάκης Κανελλόπουλος, Γιώργος Τριανταφύλλου, μουσική: Νίκος Μαμαγκάκης, ηχοληψία: Γιάννης Σμυρναίος, παραγωγή: Τάκης Κανελλόπουλος, φωτογραφία: Σταμάτης Τρύπος, Συράκος Δανάλης, ηθοποιοί: Αλεξάνδρα Λαδικού, Άγγελος Αντωνόπουλος.