Περιμένοντας τον Γκοντό - Η εκδοχή του Θεόδωρου Τερζόπουλου
Εισιτήρια ανάρπαστα (κατά τα εσχάτως ειωθότα), σκηνοθέτης και έργο με όνομα βαρύ, και η αέναη κουβέντα για την πιστότητα της ερμηνείας. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Τα αριστουργήματα δεν «τα πειράζεις». Είναι όμως έτσι; Κι αν είναι, τότε καταδικάζεις το θέατρο να απομείνει φτωχότερο;
Έχω δει την παράσταση του κορυφαίου και σαφέστατα ανεπανάληπτου αυτού έργου του Samuel Beckett κάμποσες φορές. Κατά τη γνώμη μου, η μακράν σημαντικότερη από όσες ανέβηκαν στη χώρα μας ήταν αυτή που έπαιξαν οι ηθοποιοί της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» στην αίθουσα «Αιμίλιος Ριάδης» της Δ.Ε.Θ. σε σκηνοθεσία του Νίκου Χουρμουζιάδη. Κι αν ενδόμυχα τουλάχιστον είχα μια (όντως ανεπίτρεπτη) βεβαιότητα ότι δεν πρόκειται να παρακολουθήσω κάτι ανάλογο, ομολογώ ότι η συγκεκριμένη, που φέρει την υπογραφή του Θεόδωρου Τερζόπουλου, με είχε ιντριγκάρει πάρα πολύ, όχι μόνο λόγω της αναμφισβήτητης αξίας του σκηνοθέτη, αλλά και λόγω της ιδιαίτερης μεθόδου που αυτός εφαρμόζει και διδάσκει, η οποία αφορά τη χρήση του σώματος του ηθοποιού.
Μόλις λίγα λεπτά μετά τις 17.00 της Τετάρτης 24 Απριλίου που ξεκίνησε η προπώληση των εισιτηρίων για το «γενικό κοινό», αυτά έγιναν ανάρπαστα. Ίσα που πρόλαβα δύο εισιτήρια σε μια άκρη της πλατείας. Πράγματι το όνομα του Τερζόπουλου, του οποίου τις παραστάσεις συχνά απολαμβάνω, αλλά και η συνεργασία του με το Emillia Romagna Teatro και τους ηθοποιούς Enzo Vetrano και Stefano Randisi ακουγόταν αληθινά δελεαστική. Αν βάλετε μαζί με όλα αυτά και κάποιες διθυραμβικές κριτικές του τύπου των χωρών όπου έχει ήδη ανεβεί η παράσταση, εύκολα γίνεται αντιληπτή η προσδοκία μου για να την παρακολουθήσω. Κι αυτή η προσδοκία κυρίως είχε ενσωματωμένη μια αγωνία να μπορέσω να αντιληφθώ, κατά το μέτρο των θεατρικών και μη βιωμάτων μου, τον τρόπο με τον οποίο ο Τερζόπουλος θα προσέγγιζε το (πιο) κολοσσιαίο έργο στην ιστορία του θεάτρου.
Από τον Ιανουάριο του 1953, που πρωτοπαίχτηκε το «Περιμένοντας τον Γκοντό», έχουν γραφεί άπειρες σελίδες, μέσα από τις οποίες επιχειρείται να αναλυθεί διεξοδικά όλο το έργο και κυρίως να προσδιοριστεί η ταυτότητα του Godot (God), αλλά και των Vladimir, Estragon, Pozzo, Lucky και The Boy. Σπεύδω να ξεκαθαρίσω ότι όσο μαγικό είναι να συζητάς την άποψή σου για μια παράσταση, άλλο τόσο κακό φαίνεται να κάνουν ανάλογες διεξοδικές αναλύσεις στην τέχνη. Συνεπώς, ναι μεν μιλάς γι’ αυτήν, αλλά δε διεκδικείς καμιάς μορφής επιβεβαίωση, ούτε και αυτοπροβολή.
Γιατί τα λέω όλα αυτά; Απλά για να καταδείξω ότι οι λόγοι που με προβλημάτισαν κατά και μετά την παράσταση, δε διεκδικούν κανένα είδος ορθότητας ούτε αποσκοπούν να πείσουν κανέναν, αλλά απλά να καταγραφούν ως γνώμη ενός φανατικού θεατρόφιλου και αιώνιου θαυμαστή του μεγαλείου του συγκεκριμένου θεατρικού έργου. Έχοντας ξεκαθαρίσει αυτό, μπορώ πλέον να επιστρέψω σε όσα έγραψα στην εισαγωγή του κειμένου. Μη με ρωτάτε παρακαλώ αν «τα πειράζεις» τα αριστουργήματα. Όχι, διότι δε μπορώ να απαντήσω, αλλά επειδή θα προτιμούσα να μην απαντήσω αρνητικά. Και, ναι μεν τα θεατρικά έργα είναι «ζωντανοί οργανισμοί» που μπορούν να μεταβάλλονται στο πέρασμα του χρόνου μέσα από την οπτική του σκηνοθέτη, αλλά απαιτούν σεβασμό και προσοχή, έτσι ώστε να μην αναιρείται η μήτρα που τα φιλοξένησε πριν τη γέννησή τους. Κι όσο υποκειμενικό ακούγεται αυτό, θεωρώ πως μπορεί στις βασικές δομές του να γίνει εύκολα κατανοητό. Αναγνωρίζω ότι δεν είναι το ίδιο -και όχι για οικονομικούς μόνο λόγους- να προσθέσει κάποιος τη φράση «βασισμένη στο…» πριν τον τίτλο μιας παράστασης, αλλά πράγματι πιστεύω ότι κάτι ανάλογο θα μπορούσε να λύσει το αναμφίβολα σημαντικό αυτό (ψευτο)πρόβλημα, χωρίς να καταδικάσει τη θεατρική τέχνη σε οποιασδήποτε μορφής στασιμότητα. Τι πιο «τίμιο», ιδιαίτερα για τα έργα σημεία αναφοράς, αντί παραδείγματος χάριν να πεις “The Birthday Party” του Harold Pinter, να πεις βασισμένο στο “The Birthday Party” του Harold Pinter;
Η παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου ήταν αναμφίβολα εντυπωσιακή και σαφώς πρωτοποριακή μέσα από αρκετές σκηνοθετικές επινοήσεις. Υποστηριζόταν αρκετά μουσικά από εκκλησιαστικούς ύμνους και ταγκό, ενώ συχνά ακούγονταν σειρήνες πολέμου και ήχοι βομβαρδισμών. Η σκηνοθετική ανάγνωση ήταν ως επί το πλείστον επικεντρωμένη και οπτικά εκφρασμένη σε μια αντιπολεμική κατεύθυνση, κάτι που γινόταν όλο και πιο σαφές στην πορεία της παράστασης, ξεκινώντας από τα αίματα στα ρούχα και τα σώματα των ηθοποιών, αλλά και τα ουρανοκατέβατα ματωμένα μαχαίρια και βιβλία.
Οι ηθοποιοί προσέγγισαν τους ρόλους τους μάλλον υπερβολικά ζωντανά, τουλάχιστον κρίνοντας βάσει των παρενθετικών σημειώσεων του δημιουργού του έργου πάνω στο σενάριο, εναλλάσσοντας μάλιστα συχνά τη χροιά της δυνατής φωνής τους, ενώ κατά περιόδους είχαν πολύ έντονη κινητικότητα, κάτι που μπορεί να ξάφνιασε μόνο όσους δε γνώριζαν τις δουλειές του σημαντικού αυτού σκηνοθέτη. Υπήρξαν μερικές μικρές παρεκκλίσεις από το σενάριο, αλλά σε καμία περίπτωση δραματουργικά καθοριστικές. Στο ξεκίνημα του έργου, ο αρχικός διάλογος του Vladimir με τον Estragon έγινε κάτω από συνεχή και αρχικά ακατάπαυστα γέλια, που δεν υπάρχουν στο σενάριο, ενώ σε ελάχιστες στιγμές οι δύο αυτοί πρωταγωνιστές φάνηκαν να υποστηρίζουν πειστικά ένα από τα κυρίαρχα συναισθήματα του έργου: την απόγνωση. Εμφανίζονταν μεν ως προβληματισμένοι, αλλά «χάνονταν» μέσα στα υποβαλλόμενα από τη μουσική συναισθήματα και στα πλούσια και ευρηματικά σκηνικά, που είναι απολύτως ασυνήθιστα στο ευρύτερο «θέατρο του παραλόγου» και ειδικότερα στο έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό», το οποίο δια χειρός Samuel Beckett στην πρώτη σειρά της πρώτης πράξης περιλαμβάνει τα εξής μόνο: «Δρόμος στην εξοχή, ένα δέντρο», ενώ λίγο αργότερα γίνεται λόγος για το φεγγάρι, που σε αρκετές παραστάσεις δεν εμφανίζεται καν. Στην προκειμένη μάλιστα παράσταση τη θέση του έντονα συμβολικού κατά το σενάριο δέντρου, είχε πάρει ένα τοποθετημένο στο κέντρο της σκηνής μπονσάι.
Με δυο λόγια, η σκηνοθετική πρόταση προσέγγισε το κατ’ εξοχήν πιο αφαιρετικό θεατρικό έργο με πλούσιο σκηνογραφικά και ερμηνευτικά τρόπο, επιχειρώντας να συγκεκριμενοποιήσει ως ένα σημείο την μοναδικά εύπλαστη υπαρξιακή αγκαλιά του σεναρίου, του οποίου η εγγενής σκοπούμενη αοριστία και απογύμνωση αναδεικνύει πλήρως το μεγαλείο του.
Το είπαμε και προηγουμένως. Δεν είναι καλό για την τέχνη να αναλύουμε διεξοδικά ένα έργο, διότι συνήθως έτσι μιλάμε εκ του ασφαλούς για τον εαυτό μας και τις ιδέες μας, αλλά είναι πολύ όμορφο να συζητάμε για το τι είδαμε μέσα από αυτό. Έτσι, δεν υπάρχει κανενός είδους «δίκιο» για να υποστηρίξει κάποιος, παρά μόνο εικόνες και συναισθήματα, που όσο πιο πολύ διαφέρουν, τόσο πιο εύγλωττα αποδεικνύεται ότι λειτούργησε μια θεατρική παράσταση. Γι’ αυτό, δε θα αναλύσουμε το δίλημμα «Τι είναι πιο σημαντικό το Τίποτα ή το Περιμένοντας;» που κάποτε έθεσε ειρωνικά -προφανώς αγανακτισμένος από τους ακάματους ερμηνευτές του έργου του- ο Samuel Beckett. Άλλωστε, εδώ έχουμε να κάνουμε με τη μαγεία που μόνο στο θέατρο του παραλόγου συναντάμε και μοιάζει κρίμα να το ξεχνάμε αυτό.
Στον ιστότοπο του Ιδρύματος Ωνάση και ειδικότερα στην περιγραφή του έργου αναγράφεται επί λέξει: «To «Περιμένοντας τον Γκοντό» για πρώτη φορά στη Στέγη και όπως δεν το έχετε ξαναδεί». Κι αυτό είναι απολύτως ειλικρινές. Μόνο που είμαι σίγουρος ότι κάποιοι -πείτε τους θεατρο-ρομαντικούς, δε νομίζω να προσβληθούν- θα προτιμούσαν να το δουν, έστω και για πολλοστή φορά, ερμηνευμένο μέσα στην ανεπανάληπτη αφαιρετική απεραντοσύνη του.
(Φωτογραφίες από τον ιστότοπο της Στέγης)