Ρατατούης
(Ratatouille, 2007, 110') των Brad Bird & Jan Pinkava
Ήταν δώδεκα χρόνια πριν, όταν η Πίξαρ του Στιβ Τζομπς έκανε αίσθηση με την ταινία "Toy Story". Μετά ήρθαν "Τα ζουζούνια" (1998), το "Toy Story 2" (1989), τα "Τέρατα" (2001), ο "Νέμο" (2003), "Οι απίθανοι" (2004), τα "Αυτοκίνητα" (2006) και έπεται συνέχεια με τον "Wall-E" (2008). Η πιξαρίτιδα φαίνεται να κρατάει καλά. Η Ντίσνεϊ έχει πια περιέλθει κατά πλειοψηφία στα χέρια του Τζομπς [του επονομαζόμενου iGod] και η εποχή του "ψηφιακού περιεχομένου" ανατέλλει γοργά με κυρίαρχο του παιχνιδιού τον κραταιό άνδρα της εταιρίας με σήμα το δαγκωμένο μηλαράκι της γνώσης.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που το φάντασμα του μεγάλου σεφ Γκουστώ [παντρεύει το γούστο με τον εξερευνητή Κουστώ;] κατευθύνει και εμπνέει τον αρουραίο Ρατατούη [τον ποντικό και το γνωστό φτωχικό ραγού με πατατοκολοκύθια], τον ήρωα αυτής της παλαβής καρτουνιάς που θέλει να γίνει μάγειρας στη Μέκκα της εστίασης. Κι ακόμη πιο ερεθιστικός είναι ο τίτλος του βιβλίου που άφησε κληρονομιά ο Αύγουστος Γκουστώ: Everyone Can Cook [καθένας μπορεί να μαγειρέψει]. Οι σεφ της Πιξάρ μας σέρβιραν μια πρωτότυπη λιχουδιά υπό την επίβλεψη του αρχισέφ Στηβ, ο οποίος δεν είχε ιδέα από συνταγές αλλά αποδείχτηκε άσος στο "μαγείρεμα".
Ας προσγειωθούμε όμως σε κάποιο τραπέζι. Ο άκρως φιλόδοξος ποντικός δεν έχει "θέση" στο καλό εστιατόριο. Το οποίο διέρχεται κρίση λόγω κακής διαχείρισης και έλλειψης οράματος εκ μέρους του επίδοξου διαδόχου Σκίνερ [ένας ζουμπάς κοκαλιάρης που φέρνει αρκετά στον Σάμι Ντέηβις τον νεότερο]. Κλείνει λοιπόν συμφωνία με το παιδί για τα πιάτα ονόματι Λινγκουίνι [ζυμαρικό υβριδικό προϊόν], τον οποίο και "χειρίζεται" σαν μαριονέτα κατευθύνοντάς τον προς νέους μαγειρικούς θριάμβους, μες από γκάφες σκανταλιές και ερωτοδουλειές.
Το παράξενο ζευγάρι φέρνει στο νου τον απόηχο ενός Συρανό αλλά και το ελληνικότατο "Τράβα μαλλί, ανεβαίνουμε" του δίδυμου Ρένας Βλαχοπούλου-Χρόνη Εξαρχάκου από την ταινία "Μια ελληνίδα στο χαρέμι" του Γιάννη Δαλιανίδη. Όλοι οι χαρακτήρες, και ιδιαίτερα οι αρουραίοι, είναι καλοσχημασμένοι και προσεγμένοι ως την λεπτομέρεια [παιδιά του τσεχοβρετανού Γιαν Πινκάβα που αποχώρησε πριν την ολοκλήρωση του οράματός του]. Δίνεται δε ιδιαίτερη έμφαση στα πολύ κοντινά τους πλάνα, κάτι που συναρπάζει και δημιουργεί σασπένς μέσα από τις απρόσμενες οπτικές γωνίες.
Ο πλέον απολαυστικός όλων είναι ο κριτικός γεύσης Άντον Ήγκο [Αντώνης Εγώς σα να λέμε] που έχει δανειστεί πολλά στοιχεία από τον Κρίστοφερ Λη και από τις φιγούρες του Τιμ Μπέρτον στον "Vincent" (1982). Το θανατηφόρο βλέμμα του συνδυάζεται έξοχα με την παγερή και απόκοσμη φωνή του σερ Πήτερ Ο'Τουλ. Η γραφομηχανή νεκροκεφαλή σε πίσοψη, ο κόκκινος διάδρομος και το γραφείο φέρετρο σε κάτοψη, πλαισιώνουν ιλαροκωμικά μια αδέκαστη προσωπικότητα και ταυτόχρονα συνιστούν ένα καυστικό σχόλιο πάνω στο ρόλο της κριτικής και του κριτή της τέχνης.
Η αφηγηματική γραμμή δεν είναι πάντοτε πρωτότυπη, αλλά ταυτόχρονα δεν φοβάται να παρεκκλίνει ή και να εκτραπεί προς δευτερεύουσες ιστοριούλες, ενίοτε πιο πικάντικες και πιο γαργαλιστικές. Η κίνηση είναι διαρκής, αδιάκοπη και σχεδόν τέλεια. Οι λεπτομέρειες [στα σώματα, στα τριχώματα, στα ρούχα] πάλλονται με εκπληκτική φυσικότητα και καθηλώνουν αρκετές φορές έτσι όπως φαίνονται υπερμεγεθυσμένες. Η αίσθηση "πάρτο αλλιώς" που αποπνέει το τέλος είναι άλλη μια ευχάριστη ανατροπή.
Οι φωνές γνωστών ηθοποιών δίνουν ξεχωριστή ζωντάνια και ένταση στις φιγούρες: Ian Holm [αρχισέφ Σκίνερ], Brian Dennehy [μπαμπάς-ποντικός Τζάνγκο], Peter Sohn [αδερφός-ποντικός Εμίλ], Janeane Garofalo [Κολέτ], Lou Romano [Λινγκουίνι], John Ratzenberger [σεβιτόρος Μουσταφά], James Remar [Λαρούς], Patton Oswalt [ο ρατ-αταούης Ρεμί] και ο Brad Garrett ως Γκουστώ. Στις τοπικές μεταγλωττίσεις προτιμάται η φωνή κάποιου σεφ [Ferran Adria, Μαμαλάκης] ώστε να κάνει γκουστώ-ζικα σχόλια.
Οι τίτλοι τέλους είναι ένα καρτούν από μόνοι τους. Αν τους αφήσει ο προβολατζής να πέσουν κανονικά, μη χάσετε ούτε ένα καρέ. Η απόλαυση συνεχίζεται και η πανδαισία των χρωμάτων θυμίζει μια σύντομη ψηφιακή "Φαντασία". Η μουσική δεν ακολουθεί πάντα στο ανάλογο ύψος [ή βάθος αν προτιμάτε].
Το αριστουργηματικό πεντάλεπτο "Lifted" του Gary Rydstrom που προηγείται της ταινίας λειτουργεί άψογα ως ορεκτικό απολαυστικότερο μεζεδάκι. Μην ξεχνάμε ότι από την εποχή του "Luxo jr." (1986) η εταιρία με σήμα το αναμμένο πορτατίφ μας έχει καλομάθει σε τέτοιου είδους λιχουδιές.