Ρένος Χαραλαμπίδης:
Ωραίο όνομα για πατριάρχη αλλά δύσκολο για κάποιον που θέλει να μπει στη σόου μπίζνα. Το υποκοριστικό ακούγεται και μαθαίνεται ευκολότερα. Μετά το σουλούπωμα του βαφτιστικού πρέπει να βρούμε και τί ακριβώς θα κάνουμε στο χώρο του θεάματος. Σκηνοθέτης, ηθοποιός, σεναριογράφος ή λίγο απ' όλα; Το τελευταίο είναι το καλύτερο. Σαν τον Chaplin, σαν τον Welles και σαν τον Berkoff. Διαχρονικό. Γιατί όχι και θεατρικός συγγραφέας άμα λάχει;
Όπως και στη ζωή του, έτσι ακριβώς πορεύτηκε και στο σινεμά. Σε αναζήτηση ονόματος ήταν η πρώτη του σκηνοθετική προσπάθεια μικρού μήκους "Κατ' αρχήν δε με λένε Γκούφη" [1994] που έκανε αίσθηση στο φεστιβάλ Δράμας για την ανεκδοτολογική ιδέα και το χιούμορ αλλά και για την παντελή αδιαφορία του περί τεχνικής. "Φτιάχνοντάς την, μπορεί να μην έγινα σκηνοθέτης, αλλά σίγουρα έγινα καλύτερος ηθοποιός" θυμάται ο εκκολαπτόμενος οτέρ.
Με ανύπαρκτο προϋπολογισμό μπορεί να θεωρηθεί ένα πολύ πετυχημένο πείραμα z-movie. Τα πλάνα από τις τουαλέτες και τους νιπτήρες, οι κοκαϊνες και οι καυγάδες των ηρώων υπό την υπόκρουση σκυλάδικων, κορυφώνονται μέχρι την τελική αντιπαράθεση των δύο κόσμων: του αγαθού Γκούφη-Θανάση και του πονηρού Μίκυ-έμπορα θανάτου. Ένα ελληνικότατο Sex'n'Drugs'n'Rock'n'Roll, μια αμείλικτη καυστική σάτιρα που δεν αφήνει κανένα σύστημα όρθιο.
Έγραψε ένα σενάριο και θέλησε να το προβάρει στο εαυτό του με πειραχτήρια διάθεση. Είναι το "Ραντεβουδάκι ε;" [1994] του Σταύρου Κτόρη που ανανεώνει το ραντεβού του με την έβδομη των τεχνών. Ανέκδοτο και πάλι. Ερωτικό αυτή τη φορά ή μάλλον περιπαιχτικό και διασκεδαστικό. Έχει πλάκα να αυτοεξευτελίζεσαι τελικά.
Ακολούθησαν τα σήριαλς και οι μικρού μήκους ερμηνείες. Τα είδη ανακατεύονται. "Recitativo" [1995] του Αχιλλέα Κυριακίδη, "Μεταξύ πόλεων" [1995] της Νάνσυ Μπινιαδάκη, "Ο άγνωστος" [1995] της Μύρνας Τσάπα, "Το ταξίδι" [1996] του Δημήτρη Ξένου, "Με δεμένα μάτια" [1996] του Βασίλη Μωυσίδη. Αυτό που χάνει και θυσιάζει σιγά σιγά στην τηλεόραση προσπαθεί να το διατηρεί ζωντανό στις μικρές αυτές ταινίες. Όχι πάντα με επιτυχία.
Για πλάκα και για χαβαλέ αποφασίζει να γυρίσει σε βίντεο μια ιστορία μεγαλύτερη. Μάλλον του βγήκε σιγά σιγά, δεν ήταν αυτή η πρόθεσή του απ' την αρχή. Ούτε καν ήξερε ακριβώς τι ήθελε στην αρχή. Θέατρο των πειραματισμών του το σπιτιού του, η ταράτσα, οι δρόμοι, η γειτόνισσα, ο ίδιος και οι φίλοι του. Το βίντεο άρχισε να παίρνει μορφή. Όσοι το είδαν του είπαν ότι πρέπει να το κάνει ταινία.
Κάπως έτσι ξεκίνησε η περιπέτεια μια ταινίας χωρίς προϋπολογισμό, που έφερε τον προφανή τίτλο "No budget story" [1997]. Η τελική μορφή έκανε μήνες να γεννηθεί. Η διαδικασία του μοντάζ ήταν αργή και περιπετειώδης, ίσως περισσότερο κι απ' τα γυρίσματα. Δουλεύοντας μετά τα μεσάνυχτα σε κάποιο διαθέσιμο στούντιο μ' έναν μοντέρ το ίδιο τρελό σ' αυτόν. Προσπαθώντας να μαζέψουν τα ασυμμάζευτα, βγήκε κάτι στο τέλος.
Τι βγήκε; Μα η τρέλα ενός ανθρώπου απένταρου που θέλει να κάνει ταινία ποιοτική και ανεξάρτητη, ανύπαρκτου κόστους, με τη βοήθεια φίλων και με το ψώνιο του οράματός του. Δηλαδή, πολύ απλά, έκανε την κατάστασή του και την λαχτάρα του ταινία. Έκανε το κέφι του και την τρέλα του πραγματικότητα. Και την πραγματικότητα την έκανε πλάνα.
Μέσα βέβαια υπάρχει και μια ερωτική ιστορία, αλλά ο εαυτός του είναι ντροπαλός και δεν εκδηλώνεται. Εκδηλώνεται όμως η μούσα του, καθώς βλέπουν μαζί τα πλάνα της ημέρας να προβάλλονται πάνω σ' ένα σεντόνι μπουγάδας απλωμένης στην ταράτσα. Η ταινία μέσα στην ταινία είναι μια πολύ ωραία αναφορά στο ίδιο το μέσο, ακόμη κι αν το βίντεο γίνεται 16 χιλιοστά, χάριν της αυτοαναφορικότητας του μαγικού αυτού μέσου.
Ο Γιώργος Βουλτζάτης κερδίζει το βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ γιατί κλέβει την παράσταση με το "Are you talkin' to me" του ταξιτζή De Niro. Με το κουλ ύφος του και τον επικίνδυνο τρόπο που οδηγεί με απόλυτη βραδύτητα σαν να είναι ραλίστας, πετάει κι άλλες σουρεαλιστικές ατάκες, τύπου "πάντα ήξερα ποιος ήμουν", κολλώντας μας όλους στο καναβάτσο σαν να ήταν ένα οργισμένο είδωλο του δικού μας καθρέφτη.
Κι ύστερα ήρθε η φάση της περισυλλογής. Ο "Καφές" [1998] του Κορταζάρ και του Αχιλλέα Κυριακίδη και το πρώτο εγχείρημα του Γιάννη Μποσταντζόγλου "Από το σπίτι μέχρι το μπακάλικο" [1998]. Κι άλλα σήριαλς. Κι άλλες ιδέες αλλά κυρίως μια ιδέα: η επόμενη μεγάλη απόδραση... Είναι νύχτα αυγουστιάτικη κι η Αθήνα είναι άδεια. Η καρδιά της χτυπάει μελαγχολικά το ίδιο κι καρδιά του Νίκου. Ο έρωτας παραμονεύει σ' έναν τηλεφωνικό θάλαμο. "Η ζωή ξέρει κι εγώ την εμπιστεύομαι. Είμαι απ' αυτούς που πάντα κάπνιζαν φτηνά τσιγάρα", σκέφτεται ο Νίκος, δίνοντας παράλληλα τίτλο στην ταινία και στην περιπέτειά του.
... αν το No Budget Story πραγματεύεται το πώς μπορεί να γυριστεί μια ταινία χωρίς χρήματα, τα Φτηνά Τσιγάρα [2000] πραγματεύονται (κατά το μεγαλύτερο μέρος) το πώς μπορεί να επιβιώσει κανείς όταν τον τρυπήσει το βέλος του ξαφνικού και ανεκπλήρωτου έρωτα... Αυτά σημειώνει ο θεωρητικός και πρακτικός Andrew Horton στο βιβλιαράκι "Ο κινηματογράφος του απρόοπτου, 2 κείμενα για τις ταινίες του Ρένου Χαραλαμπίδη".
Προσέξτε όμως. Ο έρωτας παραμένει ανεκπλήρωτος γιατί το θέλει ο ίδιος ο ήρωας. Είναι έτοιμος να φέρει μια πέτρα απ' το φεγγάρι για χάρη της αγαπημένης του, ονειρεύεται κρεμαστά χρυσόψαρα και περιστέρια που πετάνε μέσα σ' ένα λεωφορείο με φόντο την φωταγωγημένη Ακρόπολη. Και δεν απλώνει καν το χέρι να την κρατήσει και να σφίξει στην αγκαλιά του. Αφήνει τον έρωτα να φύγει όπως οι "φτωχοί και μόνοι καουμπόυς".
Παράλληλα παίζει σε ρόλους και ταινίες άλλων για να μπορεί να κάνει τις δικές του. Είναι το αγαπημένο παιδί του Σταμάτη Τσαρουχά [Τα πουλιά με το χρώμα του φεγγαριού (1994), Ο ανθός της λίμνης (1999), Οι γενναίοι της Σαμοθράκης (2004), Ηθικόν ακμαιότατον (2005)] και του Νικου Περάκη [Προστάτης οικογενείας (1998), Λούφα και παραλλαγή: Σειρήνες στο Αιγαίο (2005)]. Εμένα μου φαντάζει πολύ αφύσικος σ' αυτές. Μοιάζει να νοιώθει άβολα, μοιάζει αμήχανος, σχεδόν μετέωρος [ακόμη και στο ανεκδιήγητο "Όνειρο του Ίκαρου" του Κώστα Νάτση]. Μόνη εξαίρεση απ' όλες η 2η "Λούφα", όπου πραγματικά ξεπερνάει τον εαυτό του και είναι όσο αστείος και σοβαρός χρειάζεται ο ρόλος.
Μέσα του όμως βράζει για δημιουργία. Η αναζήτηση συνεχίζεται. Το αίμα του κοχλάζει και "Η καρδιά του κτήνους" [2005] χτυπάει ασταμάτητα. Κι έτσι λέγεται και η τελευταία του ταινία. "Όταν είπα στον Πέτρο Τατσόπουλο ότι θέλω να κάνω το [ομώνυμο] βιβλίο του ταινία, μου έδωσε μια συμβουλή που με απελευθέρωσε τελείως: Όσο πιο πολύ προδώσεις το βιβλίο, τόσο πιο καλή ταινία θα κάνεις" απαντάει σε όσους τον παρατηρούν γιατί άλλαξε σεναριακά το τέλος.
Στην αρχή νομίζουμε ότι το κτήνος είναι ο τσακίρης Βουλτζάτης. Λέει I love you με τόση λύσσα και μίσος που σκορπά πανικό και ακράτητα γέλια. Λέει κι εκείνο το αξεπέραστο "Φύγ' εσύ δεν προλαβαίνω να τους σκοτώσω όλους" και καταλύει την τάξη μιας εργατικής διαδήλωσης, φέρνοντας το δικό του χάος στο δήθεν χάος των άλλων. Μετά μας προκύπτει το κτήνος του πολέμου που λέγεται Άρης [Μάνος Βακούσης] και είναι ταμίας. Αυτός είναι ένα υπο-λογιστικό κτήνος. Στο τέλος καταλαβαίνουμε ότι ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Στέφανος Τζουτζές [όνομα και πράμα, κατά τον ίδιο] κρύβει καλά ένα τόσο δα κτηνάκι μέσα του. Ο αυτοσαρκασμός θριαμβεύει γιατί ο Ρένος είναι απλά ο εαυτός του.
Κι έτσι τριτώνει το καλό. Τρεις ταινίες κόντρα στο ρεύμα της ταχύτητας, του άγχους, του κινητού τηλεφώνου, του αχρείαστου κι αδικιολόγητα ξέφρενου ρυθμού που πιθανόν να οδηγεί πιο γρήγορα στο θάνατο. Κι αν λάβουμε υπ' όψιν τον χαρακτηρισμό τους ως "χριστουγεννιάτικες ιστορίες στην καρδιά του καλοκαιριού" τότε ταιριάζουν απόλυτα και με το γιορτινό πνεύμα των ημερών, δε βρίσκετε;
Λένε ότι ο Ρένος "φλερτάρει με τον αμερικάνικο ανεξάρτητο κινηματογράφο" κι εννοούν κυρίως τον Jarmusch, τον Rockwell [In the soup / Δυο μες τη σούπα], ίσως και τον Buscemi [Trees lounge] ή τον Vincent Gallo [Buffalo 66]. Τώρα πια ο νέος αμερικάνικος κινηματογράφος έχει πάρει πιο ελαφρολαϊκή ρότα [Buzalski, αφοι Duplass, Miranda July] ή πιο επιθετική [Ed Lachman, Denis Cote]. Συνεπώς μιλάνε για μια επιρροή με διαφορά φάσης.
Αυτός όμως που περιγράφει καλύτερα το σινεμά του Ειρηναίου είναι ο Mikhail Bakhtin στη μελέτη του "Rabelais and His World" [1968]: "Το καρναβάλι χαρακτήρων δεν είναι ένα θέαμα που μπορούν να δουν οι άνθρωποι. Όμως ζουν μέσα του κι όλοι συμμετέχουν σ' αυτό, γιατί η ιδέα του ενώνει όλους τους ανθρώπους"...
"Οι άνθρωποι δεν εξαιρούν εαυτούς από το σύνολο του κόσμου. Είναι, κι αυτοί, ανολοκλήρωτοι, πεθαίνουν κι αναγεννιούνται κι αυτοί. Να μια ουσιώδης διαφορά ανάμεσα στο γιορτινό γέλιο και στη σάτιρα των μοντέρνων καιρών. Ο σατιρικός γελά αρνητικά και τοποθετεί τον εαυτό του πάνω από το αντικείμενο της κοροϊδίας του, αντίκειται σ' αυτό. Η ολότητα του κωμικού κόσμου καταργείται κι αυτό που είναι κωμικό καταντά να είναι μια προσωπική υπόθεση ή αντίδραση. Απ' την άλλη όμως, το αμφιλεγόμενο και αμφισβητήσιμο γέλιο εκφράζει και εκφράζεται από μια θέση παγκόσμια. Αυτός που γελά, γελά και με τον εαυτό του γιατί ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο με τον οποίο αστειεύεται".
Καλές γιορτές λοιπόν και καλές απόκριες.
ΥΓ: Τυχαία ανακάλυψα ότι ο Ρ.Χ. συμμετέχει σ' ένα ντοκιμαντέρ με παραγωγό την Nia Vardalos και σκηνοθέτιδα την επίσης ομογενή Alexia Haidos [δε θέλω σχόλια]. Λέγεται "A Taxi Odyssey" και προσπαθεί να καταγράψει την κουλτούρα και τον κώδικα οδικής κυκλοφορίας των αθηναϊκών ταξί αλλά και το πολύχρωμο και χιουμοριστικό μωσαϊκό που συνθέτουν μέσα στο κυκλοφοριακό χάος της πρωτεύουσας. Πρόκειται μάλλον για ένα "Μέταλλο και μελαγχολία" τελείως μυοχαλαρωτικό και αντικαταθλιπτικό.
3 εύκολα κομμάτια
No Budget σημειώσεις
Μπαχτίν και Ραμπελαί
Η οδύσσεια του ταξίστα
22/12/2005