Rocketman: Το στεντόρειο ταξίδι του Elton John
Πέρσι ήταν ο Freddie Mercury, φέτος ο Elton John, συνταγή που κερδίζει δεν αλλάζει. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Μπορεί ένα βιογραφικό rock μουσικού να ξεφύγει από τη στενωπό του εύκολου δράματος και χρήματος κρατώντας ίσες αποστάσεις από τον εμπορικό και τον ποιοτικό πόλο;
Χρειάζεται μία rock βιογραφία δράμα; Σαφώς ναι, μιας και όποιος νομίζει ότι ο δρόμος είναι στρωμένος με τριαντάφυλλα μάλλον είναι ή κάτω από 14 ετών ή έχει κάποιον πρωταγωνιστικό ρόλο στις Νεφέλες. Είναι πια μέρος του μύθου ο πόνος και η αγωνία του καλλιτέχνη, από τις αρχές της δεκαετίας του ‘70 και τα τελευταία χρόνια με τις διαρκώς αυξανόμενες σε αριθμό rock (‘n roll) βιογραφίες έντυπες αλλά και επί της οθόνης. Ένα αποτέλεσμα πλέον της πλήρους αποδοχής του φορέα αυτού ως ένα πολιτιστικό δρώμενο ταυτόσημο αρκετών γενιών. Άλλες εξ αυτών έχουν κουράσει, άλλες έχουν δώσει τροφή για σχόλια ή ακόμα και για επανακάλυψη των καλλιτεχνών από καινούργια πλήθη/στίφη ακροατών (κάτι που έγινε απόλυτα φανερό με το ‘Bohemian Rhapsody’ και το ‘Dirt’).
Στην περίπτωση του Elton John έχουμε να κάνουμε με έναν καλλιτέχνη ο οποίος ποτέ δεν έπιασε πραγματικά στη χώρα μας, εκτός από τις επευφημίες που ακολουθούν συνήθως την καριέρα του από τη δεκαετία του ‘80 και δώθε. Η οποία και σαφώς έχει μερικά διαμαντάκια (και όχι μόνο διάσπαρτα αλλά και σε κατάθεση ολόκληρων δίσκων όπως το ‘The Captain & the Kid’ του 2006), αλλά όπως και να το κάνουμε, το ωραίο και γεμάτο αιχμές και γωνίες αφιερωμένες στον μέσο Άγγλο υλικό έχει γραφτεί από τον Elton στα τέλη της δεκαετίας του ’60, και ειδικότερα στις αρχές της επόμενης. Και σε αυτό ακριβώς το σημείο της κοινωνικής κριτικής ή μάλλον αποτύπωσης, της κυνικής και σαρκαστικής αποτύπωσης, έκαναν το λάθος όχι μόνο οι Έλληνες ακροατές, αλλά κυρίως αυτοί που είχαν την ευθύνη (βλέπε Έλληνες δισκοκριτικοί παλαιότερης φρουράς) να αναδείξουν το άρωμα του στο ακροατήριο εντός των συνόρων.
Και είναι ευτυχές το ότι αν κάποιος πάει να δει το ‘Rocketman’ θα απολαύσει όχι μόνο κλασσικό αγγλικό χιούμορ και γενικότερα σπιρτόζους και ζόρικους διαλόγους, αλλά και την ίδια την στιχουργική πλευρά των τραγουδιών του Elton John, ένα κομμάτι αναπόσπαστο της δημιουργίας του.
Η ταινία του Dexter Fletcher είναι απλά απολαυστική και χωρίς να γλιστρά μήτε στο εύκολο δράμα, όταν τα πράγματα ζορίζουν για τον ήρωα μας, μήτε όμως να κρύβεται και πίσω από τα δάχτυλο της αναφορικά με τα πάθη αλλά και τα σύνδρομα του Άγγλου performer. Τουλάχιστον άξια χειροκροτήματος η αναβίωση του Λονδίνου των εποχών εκείνων, κάτι που πολλές φορές θεωρείται αυτονόητο για μεγάλες παραγωγές του εσωτερικού, όπου ακόμα και εκεί όμως έχουμε δει τους υπεύθυνους γκαρνταρόμπας να επιλέγουν μία pop προσέγγιση αντί για την προσεκτική μελέτη της ενδυματολογίας της καθημερινότητας. Και αν για τα κτίρια θεωρείται σχετικά εύκολο να γίνει κάτι σωστό, το Λονδίνο γαρ έχει πάμπολλες μεριές οι οποίες παραμένουν αναλλοίωτες, να δώσουμε παρακαλώ τα εύσημα στον σκηνοθέτη διότι έβαλε τους ήρωες του σε λιγότερο προφανή μέρη, προτιμώντας εργατικές συνοικίες, ενίοτε σκληρούς φωτισμούς, και καθόλου μα καθόλου φανταχτερό διάκοσμο στις σκηνές.
Τελευταία αφήνω δύο ατού της ταινίας. Το ένα έχει να κάνει με την πολύ έξυπνη μίξη μιούζικαλ και σταθερής fiction πλοκής η οποία θα κάνει ακόμα και τους αντιρρησίες συνείδησης αναφορικά με το πρώτο είδος να δουν με άλλο μάτι την συγκεκριμένη διαχείριση του κώδικα. Το άλλο ατού ακούει στο όνομα Taron Egerton, ο οποίος δεν είναι άλλος από τον πρωταγωνιστή, τον άνθρωπο ο οποίος ενσαρκώνει τον αεικίνητο Elton John και ο οποίος πραγματικά εκπλήσσει παίζοντας με ολόκληρο το σώμα αλλά ειδικότερα με την περιοχή του προσώπου όπου έχει να επιδείξει απίστευτη τεχνική με ανάσες, εκφράσεις που περιγράφουν περισσότερα από ότι πολλές λέξεις θα χρειάζονταν και γενικότερα εφαρμόζει μία προσέγγιση με ακαταμάχητο μπρίο.
Μην κάνετε το λάθος να αγνοήσετε τον ‘Rocketman’.