Σινέ-MiC
Μπορεί κάποιος να δυσανασχετίσει, "πάλι το Βιετνάμ", ωστόσο η νέα ταινία του αιχμηρού σκηνοθέτη έχει να πει πολλά περισσότερα πράγματα για το μαύρο Σήμερα. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Δεν είναι λίγες οι ταινίες που έχουν εμπνευστεί από τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Συχνά, μια τέτοια συνθήκη φέρνει έτσι κι αλλιώς μύρια άσχημα, ώστε και να προβληματίζει και να ψαχουλεύεται ποικιλοτρόπως. Όμως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, φαίνεται ότι η ήττα της Αμερικής κάνει τη μνήμη αυτής της σύρραξης να περιφέρεται ως διαρκές τραύμα, για το οποίο σπάνια γίνεται πλέον πραγματική (αυτο)κριτική και συζήτηση.
Ο Φράνσις Φορντ Κόπολα είναι από τους λίγους σκηνοθέτες που χρησιμοποίησαν τούτο το πλαίσιο για να απλώσουν το θέμα πιο ανοιχτά, αποδίδοντας την απόλυτα σκοτεινή χροιά της στρατιωτικής σύγκρουσης στο Βιετνάμ – σε τέτοιον βαθμό, ώστε το Apocalypse Now (1979) να ερμηνεύεται ως αντιπολεμικό Έπος. Και δεν είναι τυχαίο ότι έτσι το αντιλαμβάνεται και ο Spike Lee, ο οποίος δεν διστάζει να αποτίνει έναν ευθύ φόρο τιμής στη νέα του ταινία Da 5 Bloods. Η οποία μπορεί τελικά να μην κατάφερε να προβληθεί στις Κάννες ή να φτάσει στη μεγάλη οθόνη (όπως είχε σχεδιαστεί προ κορωνοϊού), ωστόσο συνέπεσε με κάτι πραγματικά σημαντικότερο: τις εκατοντάδες διαδηλώσεις Αφροαμερικάνων (και όχι μόνο), έπειτα από ακόμα μία δολοφονία μαύρου πολίτη από λευκούς αστυνομικούς.
Η ταινία εστιάζει σε πέντε Αφροαμερικάνους βετεράνους του Βιετνάμ, οι οποίοι επιστρέφουν στη Σαϊγκόν προκειμένου να μαζέψουν τη σωρό του αρχηγού της διμοιρίας τους, που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Συνάμα, ωστόσο, έχουν στον νου τους να βρουν κι ένα κρυμμένο σεντούκι γεμάτο με ράβδους χρυσού. Μέσα σε περίπου 2,5 ώρες ο Lee προσπαθεί να οριοθετήσει, να ξεκαθαρίσει και στην ουσία να διασαφηνίσει την αλήθεια σχετικά με τη θέση των μαύρων της Αμερικής στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Αλλά δεν στέκεται αποκλειστικά σε αυτό.
Το Da 5 Bloods δεν θα μπορούσε άλλωστε να αφορά μόνο το Βιετνάμ, χωρίς να το απασχολήσει εκτενώς η χρόνια εκμετάλλευση των μαύρων της Αμερικής, ο συστηματικός ρατσισμός και η απροθυμία της ίσης μεταχείρισης βάσει στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τώρα και τότε, την ίδια μάλιστα στιγμή που τους ζητούσαν συμμετοχή στην πολεμική προσπάθεια. Κάποιες φορές, βέβαια, φαίνεται σαν ο Lee να μην ξέρει πώς ακριβώς να το κάνει, με αποτέλεσμα η κατεύθυνση της ταινίας να μην γίνεται σαφής. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι μάλλον ξέρει: λίγο παντού, λίγο απ' όλα – και ντοκιμαντέρ και δράμα και κωμωδία και δράση και περιπέτεια.
Και δεν είναι ότι δεν του βγαίνει· είναι ότι χρειάζονται εκπτώσεις για να το πετύχει, π.χ. κάποιες μελό ευκολίες, ώστε να δέσει όλο το σενάριο χωρίς να κάνει «κοιλιά». Με αυτόν τον τρόπο, βέβαια, ορισμένα σημεία παραδίδονται σ' έναν άνευρο ρυθμό ή παρασύρονται σε μια αναμενόμενη πλοκή. Κάτι που επιφέρει αμηχανία, όπως ας πούμε στις προκάτ σκηνές που δημιουργεί προκειμένου να προβάλλει φωτογραφικό ή/και βιντεοσκοπημένο υλικό αρχείου. Λίγο-πολύ, πάντως, ακόμα και μέσα σε μια τέτοια «φλυαρία», σου δίνει χρόνο να μάθεις κάθε χαρακτήρα· τόσο τις αδυναμίες του, όσο και την προσωπική του αλήθεια.
Επιπλέον, ο Lee δεν χαρίζεται στους ήρωές του. Υπάρχει παντού η αίσθηση της κριτικής, αλλά και μια διάθεση να τους φερθεί με καρικατουρέ τρόπο. Δείχνοντας, δηλαδή, ότι δεν είναι μόνο οι Βιετναμέζοι που με τα χρόνια παραδόθηκαν στους επίδοξους κατακτητές τους· αλλά και οι ίδιοι οι μαύροι των Η.Π.Α., οι οποίοι και ξέχασαν, αλλά και κερδήθηκαν από την απληστία: οι πρωταγωνιστές γυρίζουν τελικά στο Βιετνάμ ώστε να αναζητήσουν κι εκείνοι μια εκδοχή του Αμερικάνικου Ονείρου. Πράγμα μάλιστα που δείχνουν να μην έχουν καν καταλάβει, όταν απεικονίζονται να συνομιλούν ευθαρσώς για τα λάθη των παλιών τους “αντιπάλων”.
Απέναντι πάντως σε τέτοια χαρακτηριστικά, ο σκηνοθέτης αντιπαραθέτει και τα αντίστοιχα θετικά. Κόντρα λ.χ. στον κακό (νεο)αποικιοκράτη Desroche –με τον Jean Reno να τον αποδίδει σαν cult φιγούρα βγαλμένη από τις περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς– βλέπουμε την ακτιβίστρια Hedy Bouvier (Mélanie Thierry). Αντίστοιχα, απέναντι στους πουλημένους Βιετναμέζους, βρίσκεται ο γνώστης της ιστορίας του τόπου και ξεναγός των ηρώων Vinh (Johnny Trí Nguyễnκι), ενώ, γυρίζοντας στο παρελθόν, υπάρχει και η ενδιαφέρουσα προσπάθεια των Βιέτ Κονγκ να προξενήσουν εξέγερση των μαύρων στρατιωτών. Τέλος, ενάντια στον άπληστο Paul (παραληρηματική η ερμηνεία του Delroy Lindo), ορθώνεται ο πιο ευσυνείδητος Otis (Clarke Peters) ή ο οραματιστής "Stormin'"Norman Earl Holloway, ο οποίος λειτουργούσε σαν «δικός τους» Malcolm X.
Κάπως έτσι, ο Spike Lee μετατρέπεται από διδακτικός με την Ιστορία γενικότερα σε αφηγητή της δικής του ιστορίας, παρέχοντας ξεκάθαρες αναφορές σε άλλες ταινίες κι αφήνοντάς σε να αναρωτηθείς αν υπάρχει και μια αίσθηση ειρωνείας προς αυτές. Χρησιμοποιεί όμως έξυπνα και τα κλισέ στα οποία καταφεύγει, που τα ξέρουμε να βρίθουν σε παρόμοια φιλμ. Για παράδειγμα, ενώ στο βάθος παίζει κάποιον εμβατηριακό ρυθμό –του είδους που συνήθως συνοδεύει εθνικές κορώνες για τη μαμά Αμερική– στο προσκήνιο ακούγονται λόγοι για το όραμα της απελευθέρωσης των Αφροαμερικάνων. Τέλος, από το Da 5 Bloods δεν λείπουν σε καμία περίπτωση οι ανατροπές, όπως δεν λείπει και η άποψη και κυρίως η δήλωση, με τη γνωστή, ζωηρή ανάγκη του σκηνοθέτη για συνδυασμό μουσικής και εικόνας.
Το Da 5 Bloods μπήκαν στον κόπο να το δουν ακόμα και άνθρωποι που δεν γνώριζαν κινηματογραφικά τον Spike Lee. Και το περίεργο είναι ότι υπήρξαν απαξιωτικές αντιδράσεις στον ελλαδικό χώρο, από διάφορους που έσπευσαν να υποτιμήσουν την ταινία με ευφάνταστους χαρακτηρισμούς (π.χ. «σούπα»), κατηγορώντας τον σκηνοθέτη για εκμετάλλευση τόσο του τάιμινγκ με τον George Floyd, όσο και του όλου Black Lives Matter κινήματος. Οι ίδιοι, βέβαια, έτρεξαν να βγάλουν μουσικά άρθρα με αντίστοιχη θεματολογία. Ο ορισμός του κυνηγιού του hype! Άλλοι, πάλι (πάντα λευκοί), δεν βρήκαν το φιλμ ιδιαίτερα σκληρό, λέγοντας ότι δεν ήταν «γροθιά στο στομάχι», ώστε να το συναισθανθούν αρκετά.
Οι αντίθετες απόψεις καλώς υπάρχουν, ασφαλώς· παρ' όλα αυτά είναι ν' απορείς πώς γίνεται να απαξιώνεται βάσει του Da 5 Bloods ολόκληρο το έργο του Spike Lee, είτε από άγνοια, είτε λόγω «διαφορετικής σκοπιάς», όπως έγινε με σχόλια σε φεϊσμπουκικούς τοίχους με νεοφιλελεύθερη τοποθέτηση. Απορίας άξιον, βέβαια, είναι και το γεγονός ότι το θέμα του φιλμ δεν θεωρείται από μόνο του σκληρό. Πώς αντιλαμβανόμαστε τελικά την τοποθέτηση απέναντι στην Ιστορία και πώς απέναντι στα γεγονότα; Πρέπει η κινηματογραφική ματιά να φέρνει πάντα μαζί της μια συναισθηματική φόρτιση προσαρμοσμένη στην ωμότητα, προκειμένου να συγκινηθούν τα «ιδιαίτερα» στομάχια μας;
Σε κάθε περίπτωση, ο Spike Lee στάθηκε εδώ στο ύψος του μετά το BlacKkKlansman (2018), έστω κι αν δεν πέτυχε διάνα. Κάλυψε ωστόσο πραγματικά κενά, ενώ επιβεβαίωσε και το πόσο σημαντικές είναι οι συγκεκριμένες τοποθετήσεις, προκειμένου και να ανοίξει μια συζήτηση, αλλά και να αρχίσει να αμφισβητείται το τι και πώς τελικά μαθαίνεται κάτι.