Σινέ-MiC
Αντροπαρέα με προβληματισμούς και ανασφάλειες, κρίση μέσης ηλικίας και διάθεση "βάλτε να πιούμε". Είναι άραγε κι αυτή μία κάποια λύσις; Της Χριστίνας Κουτρουλού
Με τον Mads Mikkelsen για πρωταγωνιστή και με θεματολογία που ιντριγκάρει και απασχολεί ιδιαίτερα, δεν ήταν δύσκολο να μαντέψουμε το hype γύρω από τη νέα ταινία του Thomas Vinterberg. Η οποία φτάνει πλέον υποψήφια στα φετινά Oscar, διεκδικώντας όχι μόνο το βραβείο ξενόγλωσσης ταινίας, αλλά κι αυτό της καλύτερης σκηνοθεσίας.
Η αρχική ιδέα του Vinterberg για μια εστίαση στο αλκοόλ και στη δύναμη που ασκεί στον κόσμο επαναπροσδιορίστηκε έπειτα από τον αναπάντεχο χαμό της κόρης του Ida, η οποία είχε επηρεάσει το σενάριο και επρόκειτο να παίξει και στην ταινία. Πλέον, ο Δανός σκηνοθέτης ήθελε κάτι παραπάνω. Το Druk έρχεται έτσι μουσκεμένο στο οινόπνευμα, με διάθεση όμως να σε ταρακουνήσει ανεπαίσθητα. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στην καθημερινότητα, με αυτές τις μικρές, κρυμμένες στις λεπτομέρειες, αλλαγές, οι οποίες δημιουργούν τις συνήθειες και τα βαρίδια που δύσκολα ξετινάζεις γιατί αργείς να τα αντιληφθείς.
Το σενάριο που συνυπογράφει ο Vinterberg με τον Tobias Lindholm ακολουθεί τέσσερις καθηγητές μεταξύ 40-50 ετών, οι οποίοι αντικρίζουν, από την πλευρά του ο καθένας, τη ρότα της ζωής τους με (σχεδόν) αυτολύπηση και παραίτηση, παρ' όλη τη μεταξύ τους αλληλοστήριξη. Κάτι που τελικά θα τους ενώσει, σε μια αναζήτηση λύσης. Δεν είναι πολυσύνθετοι χαρακτήρες, παρά απλοί καθημερινοί άνθρωποι, με τις (κατ' ανάγκην) επιλογές τους: μεσοαστοί, οικογενειάρχες ή και μοναχικοί κι εργένηδες.
Η ιστορία φαίνεται να ξεκινά από το τραπέζι γενεθλίων του Nikolaj (Magnus Millang) ο οποίος, όντας ο μικρότερος στην παρέα, θα βάλει φωτιά στους υπόλοιπους· λίγο άθελά του, λίγο προσδοκώντας το. Στην πραγματικότητα, όμως, το ξύπνημα έχει ήδη επέλθει από την αμφισβήτηση των μαθητών προς την ικανότητα του Martin (Mads Mikkelsen) να τους διδάξει επιτυχώς, μαζί με τους σπόρους της ανησυχίας του για το αν έχει γίνει βαρετός. Ο Vinterberg χρησιμοποιεί συχνά αυτή την αντιπαράθεση νεότητας και ωριμότητας στον κινηματογράφο του. Η εφηβική, παιδική ηλικία –άλλοτε υπαρκτή κι άλλοτε σαν ανάμνηση– ξαναθέτει όρια και επανεκκινεί υποθέσεις. Δίνει δηλαδή την ίδια δυναμική ή και μεγαλύτερη. Πότε εκβιαστικά κι αποπνικτικά (Jagten/The Hunt, 2012), πότε σκοτεινά, εξουθενωτικά μα λυτρωτικά (Festen/The Celebration, 1998), πότε καταλυτικά μέσω μιας καταναγκαστικής ενηλικίωσης (Kollektivet/The Commune, 2016).
Οι ήρωες του Δανού σκηνοθέτη δεν αναζητούν μια διαφορετική ζωή, δεν ψάχνουν την επιβεβαίωση σε ερωτικούς συντρόφους, δεν βάφουν τα μαλλιά τους κομοδινί (όπως στερεοτυπικά λέγεται), παρά ψάχνουν τον εαυτό τους στον δρόμο που έχουν ήδη πάρει. Βλέπουν έτσι στη θεωρία του Νορβηγού ψυχιάτρου Finn Skårderud ότι γεννιόμαστε με 0.05% απώλεια αλκοόλ κάτι που πρέπει να φροντιστεί και που συνδυάζεται εξαιρετικά με τις απόψεις του φιλόσοφου Σόρεν Κίρκεγκαρντ περί της ατελούς μας φύσης, παρέχοντας την ευκαιρία να ξαναβρούν τη θέση τους στην εργασία, στις σχέσεις τους, στη χαμένη επικοινωνία. Καταναλώνοντας λοιπόν αλκοόλ στη σωστή ποσόστωση, αρχίζουν να κοντράρουν τον εγκλωβισμό στις υποχρεώσεις, τη μοναξιά, την ήρεμη κατήφεια που τους έχει αρπάξει αγκαζέ κι έχει γίνει κομμάτι τους.
Μετά το ξεκίνημα του Martin, οι υπόλοιποι ακολουθούν το πείραμα με σπιρτάδα, κάβλα και φανατισμό. Και, χωρίς να είσαι σίγουρος εάν όντως λειτουργεί ή εάν υπάρχει κι ένα μέρος αυθυποβολής, βγαίνει υπέρ τους. Ο πρωταγωνιστής μας μεταμορφώνεται σε αξιοζήλευτο πυροτέχνημα στα σχολικά έδρανα και ξαναβρίσκει την επαφή με την οικογένειά του. Ο Peter (Lars Ranthe) αφουγκράζεται ουσιαστικότερα τα θέματα των μαθητών του. Ο Tommy (Thomas Bo Larsen) γίνεται προπονητής-θεριό, ενώ ο Nikolaj κάνει το μάθημα της ψυχολογίας να φαίνεται λιγάκι πιο εύκολο.
Συνεχίζουν βέβαια να προσπαθούν να ανασυντάξουν τους τσακισμένους τους ανδρισμούς κοιτάζοντας στο παρελθόν, σε κοινά σημεία που μπορεί να έχουν με διακεκριμένους πολιτικά, λογοτεχνικά και μουσικά πότες. Σε συνδυασμό έτσι με την κουλτούρα πιοτού των Βορειοευρωπαίων, που σε μας μοιάζει τρομακτική, χτίζεται ένα «Δανέζικο Όνειρο»: Αλκοόλ, κουλτούρα, κοινωνική καταξίωση· κι ένα μήνυμα ότι κι εσύ μπορείς, με υπόκρουση τον εθνικό τους ύμνο. Εκεί όμως που το ποτό κινεί τα νήματα του κόσμου, εκεί μπορεί και να του βάλει φωτιά.
Λόγω της ταινίας άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση για το τι ήθελε να πει ο σκηνοθέτης σχετικά με το αλκοόλ, με τον ίδιο να απαντά πως στην πραγματικότητα το θέμα δεν ήταν αυτό. Οι αντιθέσεις της, πάντως, είναι ένα τρικ ισορροπίας. Το ποτό δίνει αυτοπεποίθηση, επαναπροσδιορίζει ζωές, σώζει σχέσεις, χαλαρώνει, γιορτάζει, περνάει μαθήματα, φέρνει την εφηβική ανεμελιά. Ταυτόχρονα καταστρέφει σχέσεις, οδηγεί στον αλκοολισμό, στον σιωπηρό στιγματισμό, ακόμα και στον θάνατο (έστω έμμεσα). Παρ' όλες τις αντιρρήσεις για το τελευταίο, το φευγιό του Tommy –ο οποίος ίσως ένιωθε ότι δεν προλάβαινε, φοβούμενος μια προσομοίωση με τον γέρικο, ανήμπορο σκύλο του– δίνει ξανά νόημα στο φιλμ, εκεί ακριβώς που αισθανόσουν ότι ίσως το έχανε.
Το Druk συγκαταλέγεται στις πιο αισιόδοξα απαισιόδοξες ταινίες του Vinterberg, κάτι που ξένισε ιδιαίτερα κάποιον κόσμο, μαζί με το γεγονός ότι το σενάριο φάνηκε «ρηχό». Ωστόσο δεν πρέπει να αμφισβητείται ότι αυτή η ματιά υπήρξε επιλογή, αφού ο Vinterberg με τον Lindholm δεν έπλασαν «προβληματικούς» κινηματογραφικούς χαρακτήρες, παρά θέλησαν να αντιμετωπίσουν καθημερινούς άντρες που μπορεί να κλαίνε ακόμα και πάνω από το χαβιάρι. Άντρες δηλαδή οι οποίοι έχουν τα πάντα, αλλά δεν ξέρουν τι να κάνουν με τον εαυτό τους στον σύγχρονο κόσμο. Αφήνονται έτσι να κινούνται στον αυτόματο, αδιάφοροι προς ό,τι κάποτε αγαπούσαν.
Το άλλοτε πηχτό σκοτάδι του τρεμάμενου φακού του Δανού σκηνοθέτη καταγράφει πλέον τον ηλιόλουστο χορό του Mads Mikkelsen στο φινάλε, με την όλη ένταση να καθρεφτίζεται στα βουρκωμένα μάτια του. Ξεχνάει λοιπόν τους πόνους της μέσης και χορεύει στους ρυθμούς του "What A Life" των Scarlet Pleasure, γνωρίζοντας ότι μπορεί τελικά και να πρόλαβε, πριν βουλιάξει στη ζωή με σύνοδό του σε αυτή τη συνειδητοποίηση ένα ακόμα μπουκάλι σαμπάνιας. Το μέλλον δεν φαντάζει διόλου άνευ πόνου και παρεκτροπών απ' τα όνειρα για κανέναν, σε καλεί πάντως να συνεχίσεις.