Σινέ-MiC
Ένας ακόμη σκηνοθέτης που προσπαθεί να αναμετρηθεί με το κλασικό sci-fi έπος του Χέρμπερτ. Καταφέρνει άραγε να μην χαθεί... στους αμμόλοφους της ερήμου; Της Χριστίνας Κουτρουλού
Πενήντα έξι χρόνια μετά, το βιβλίο του Frank Herbert στέκει ακόμα στην επικαιρότητα όχι μόνο νοηματικά, αλλά και καλλιτεχνικά. Κι αν στραφούμε προς τη μεγάλη οθόνη (αυτή μας ενδιαφέρει στην παρούσα φάση), θα αναπνεύσουμε μάλλον λίγο από το αγχώδες δέος όσων σκηνοθετών μπήκαν στον κόσμο του Αμερικανού συγγραφέα. Κάποιοι, μάλιστα, δεν κατάφεραν ποτέ να βγουν. Ή βγήκαν βλαστημώντας.
Και ίσως αυτή η πορεία να δημιούργησε τελικά κι έναν μύθο γύρω από το Dune: για τη χαώδη πλοκή του και τη μεγαλειώδη έκτασή του, αλλά και για το κατά πόσο πρέπει (ή όχι) να το μεταφέρει κανείς ανέγγιχτο και πιστό στην εποχή του. Έχοντας πάντως ως παράδειγμα τις προσπάθειες του David Lynch (1984) και του Alejandro Jodorowsky (1975) –ολοκληρωμένη η πρώτη, ημιτελής η δεύτερη– αντιλαμβανόμαστε ότι οι παραγωγοί δεν δημιούργησαν τον χώρο για μια ταινία στο επίπεδο του πρωτότυπου υλικού. Κάτι που, προς έκπληξη πολλών, δείχνει να άλλαξε όταν ανέλαβε τα ηνία ο Denis Villeneuve.
Ο Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης φαίνεται να προχωρά τη φιλμογραφία του με τρομερή αυτοπεποίθηση, αφού τολμά και μπαίνει σε κλασικά λημέρια επιστημονικής φαντασίας που δύσκολα αγγίζεις. Βέβαια, η προτελευταία του ταινία Blade Runner 2049, σίκουελ του Blade Runner του Ridley Scott (1982), δεν είχε ουσιαστικά να προσθέσει κάτι στους προβληματισμούς που έθεσε ο θρυλικός προκάτοχός του. Σκηνοθετικά, όμως, δεν μπορούσες να βρεις ψεγάδι. Κι αυτό ανέβασε ψηλά το όνομα του Villeneuve για τους χρηματοδότες που χρειαζόταν στις επόμενες επιλογές του. Κατά μία έννοια, λοιπόν, το Blade Runner 2049 τον προετοίμασε για το Dune. Υπάρχουν άλλωστε αρκετά βασικά κοινά, τόσο μεταξύ των δύο ηρώων που ψάχνουν την ταυτότητα τους, όσο και στα χρώματα τα οποία προτιμήθηκαν.
Αφού πέρασε λοιπόν από σαράντα ...ερήμους λόγω covid-19, το πολυαναμενόμενο Dune έσκασε στους κινηματογράφους και κατ' επέκταση στα εκστασιασμένα ή απογοητευμένα πληκτρολόγια fans ή μη. Και, με μια αρχική ανάγνωση, είναι πράγματι αυτό που χρειαζόταν και χρειαζόμασταν.
Η ματιά του Villeneuve στέκεται πρώτα και κύρια στον πλανήτη Αρράκις. Τον τοποθετεί στο background επιβλητικό και μεγαλειώδη, ταυτόχρονα όμως τον διατηρεί και ζωντανό, εν τέλει καθιστώντας τον πρωταγωνιστή του φιλμ. Έτοιμο να σου δώσει τις πιο βαθιές πνευματικές θεάσεις και να σε χρίσει ακόμα και θεό, την ίδια στιγμή που μπορεί και να σε κατασπαράζει. Κάτι που τονίζεται και με την επιλογή των ενδυμάτων: συντηρητικά ενίοτε, αυστηρά, εναρμονισμένα με το περιβάλλον· στοιχείο που βρίσκουμε και σε κάθε νέα τοποθεσία του εκάστοτε καρέ. Επιπλέον, η άμμος και το μπαχαρικό απεικονίζονται με τόση αληθοφάνεια, ώστε ταυτίζεσαι με τα βυθίσματα των ποδιών στην πρώτη και «νιώθεις» τη μυρωδιά του δεύτερου. Όλα δε μοιάζουν αόριστα οικεία, σαν να έχουν γυριστεί στους τόπους των μαχών του Star Wars και του Lord of the Rings. Αλλά χωρίς τις μάχες.
Αν και η βασική ιστορία του Frank Herbert είναι (πια) χιλιοειπωμένη, το σενάριο μένει πιστό στο διάγραμμά της, χρησιμοποιώντας υπέρ του την ανακατάταξη του χρονικού των σκηνών. Θρησκευτικότητα, Δύση-Ανατολή, πολιτικές ίντριγκες, οικολογικό όραμα δοσμένο μέσα σε ένα λογοτεχνικό (πρωτίστως) κι έντονα γήινο sci-fi αφήγημα, το οποίο αποκτά τη θεατρική δραματικότητα ενός κόσμου που μπορεί να είναι αρχαίος, αλλά ίσως είναι και μελλοντικός.
Η ενσάρκωση των ηρώων, τώρα, διαθέτει μεν κάποιους άσσους, υπάρχουν όμως και χαρτιά που δεν ξέρεις πώς να τα ποντάρεις. Έχουμε λ.χ. ρόλους-ταμάμ για τον Oscar Isaac (ως Leto Atreides), τον Javier Bardem (ως Stilgar) ή τον Chang Chen (ως Dr. Wellington Yueh) και τη Sharon Duncan-Brewster (ως Dr. Liet-Kynes). Από την άλλη, παρέμεινε κάπως αναξιοποίητη η Charlotte Rampling ως Gaius Helen Mohiam, ενώ ο Timothée Chalamet αφέθηκε μετέωρος: φαντάζει εξαιρετική επιλογή για τον χλωμό πρίγκιπα Paul Atreides, αλλά η ατυχής σκηνοθετική(;) οδηγία για συνεχώς χαμηλόφωνο τόνο, μαζί με το παιχνίδι των μπουκλών των μαλλιών (ακόμα και στις τσαλακωμένες του στιγμές) δίνουν ένα στυλιζάρισμα παραπάνω. Το οποίο, παρά το γοητευτικό του πράγματος, δεν μπορείς να μην σκεφτείς, την ώρα ακριβώς που θα έπρεπε να «χάνεσαι» αναπόσπαστος στο φιλμ.
Η Rebecca Ferguson σαν Lady Jessica, επίσης, έχει αποτύχει ως προς τη Bene Gesserit υπόστασή της, σύμφωνα τουλάχιστον με ό,τι έχουμε δει ως τώρα. Γιατί ναι, είναι μάνα, ζει με τον φόβο για όσα έρχονται στον γιο της και ίσως να διαισθάνεται/προοικονομεί την εξέλιξη της ιστορίας. Αλλά καταλήγει να φαίνεται σαν drama queen, βάζοντας σε τρίτη μοίρα την εκπαίδευση και τον δυναμισμό της. Κάτι που στο βιβλίο, παρά τον έντονο συναισθηματισμό που πράγματι υπάρχει, δεν της είχε στερηθεί σε αυτόν τον βαθμό. Στον Josh Brolin, πάλι, ξεφεύγει λίγη ατονία παραπάνω στο πορτραίτο του Gurney Halleck, ενώ ο Jason Momoa στέκει μεν αξιοπρεπώς ως Duncan Idaho, παίζει όμως και με ορισμένες παράταιρες κινήσεις, που θα περίμενες λ.χ. να συνοδεύονται από επιφωνήματα τύπου «γιο μπρο». Μένει να δούμε πώς θα μας τα πει και η Zendaya ως Chani. Μέχρι στιγμής, πάντως, φαίνεται να την αγαπά οπτικά ο πλανήτης Dune.
Κάτι ακόμα που αξίζει να τονιστεί, είναι ότι, ενώ μιλάμε για ταινία δυόμιση ωρών, δεν κουράζει. Βυθίζεσαι σε αυτή, με τη μουσική του Hans Zimmer να προκαλεί ευχάριστα τις αισθήσεις, έστω κι αν σε στιγμές τρομάζεις(!) από την ένταση. Σε κάθε περίπτωση, ταίριαξε γάντι στο μπαχάρι που πολιορκεί και πολιορκείται. Παράλληλα, πάντως, δεν γίνεται και να μην αναρωτηθείς λίγο για την ανάγκη αυτής της χρονικής διάρκειας, από τη στιγμή που οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται σε βάθος (ιδιαίτερα κάποιοι που πιθανόν δεν θα δούμε στη συνέχεια) και αφήνονται απέξω εξηγήσεις οι οποίες θα ήταν χρήσιμες για την πιο βαθιά κατανόηση του Αρράκις. Πόσο μάλλον αν λείπει και η συνηθισμένη (για sci-fi) δράση: οι σκηνές της επίθεσης των Χαρκόνεν και των Σάρντοκαρ στους Ατρείδες, ας πούμε, αφήνουν μια γεύση ανικανοποίητου.
Συμπερασματικά, ο Denis Villeneuve μας λέει μάλλον ξεκάθαρα ότι ούτε θα βιαστεί, ούτε πρόκειται να ρισκάρει, αλλά ούτε και θα μας δώσει κάτι το τόσο προβλέψιμο για το είδος της ταινίας. Αρνείται την πολύωρη δράση και ξεπετά την όποια μάχη στα γρήγορα, ενώ είναι ικανός να αφιερώσει τον ίδιο χρόνο ζουμάροντας στον ιδρώτα των αυτιών ενός εξωγήινου ποντικιού.
Υπάρχει επομένως μια κάποια επιτήδευση στον κυρίαρχα αργό ρυθμό του φιλμ: σε σημεία, μάλιστα, αναρωτιέσαι εάν στο μοντάζ έβλεπε τις σκηνές σε slow motion κι αναφωνούσε «τι έφτιαξα ο Μπαγάσας»! Ωστόσο με αυτόν τον τρόπο δεν του ξεφεύγει η ατμόσφαιρα του βιβλίου –εκείνη η σκοτεινιά που καραδοκεί στις σελίδες του Herbert, την οποία ο ίδιος ξέρει να χειρίζεται με μαεστρία. Κι έτσι, ενώ υπάρχει ξεκάθαρα η αντίθεση Καλού και Κακού (τo οποίo εκπροσωπεί και μετουσιώνει επάξια ο αγνώριστος Stellan Skarsgård ως βαρόνος Vladimir Harkonnen), η ανάγκη για ηρωισμό έρχεται σε δεύτερη μοίρα: προηγείται (ή, έστω, βηματίζει πλάι του) η γνώση του θανατικού που θα κυριαρχήσει.
Το δεύτερο μέρος υπόσχεται, μέσω ονείρων και οραμάτων, συγκρούσεις και εκτόνωση του πρώτου. Είθε να το δούμε κι αυτό στη μεγάλη οθόνη (καθότι ψιθυρίζεται ότι τίποτα δεν είναι ακόμα σίγουρο), ώστε να καταλάβουμε πλήρως το όραμα του Villeneuve.