Σινέ-MiC
Ταινία τεκμηρίωσης αλλά και κατάθεσης αγάπης για ένα συγκρότημα που λατρεύτηκε (αλλά και το αντίθετο) σημαδεύοντας αναμφίβολα μια εποχή. Του Κώστα Καρδερίνη
Η αφήγηση της ιστορίας ξεκινά με το μανιφέστο του γκρουπ που στόχος του είναι: Η κατάληψη των μελωδικών κορυφών του βιωματικού ελληνικού τραγουδιού της δεκαετίας του ’80 και των αρχών της δεκαετίας του ’90 μέσα από τα προκλητικά δύσβατα περάσματα των κορυφαίων Ελλήνων λυρικών, εμποτισμένα με τις γοητευτικότερες πτυχές της post-punk αισθητικής και της εφηβικής αγνότητας, σύγχυσης και παρεκτροπής. [–Παντελής Ε. Δημητριάδης, εφημερίδα Αρχιπέλαγος, Φεβ. 2004].
Στη συνέχεια ο ποιητής, μεταποιητής, στιχοπλόκος, φρόντμαν-μπροστάρης, ψυχαγωγός, τραγωδός, αοιδός, επιτελεστικός και επιτελικός περφόρμερ, πιανίστας, παιανίστας, ακορντεονίστας, τροβαδούρος και κιθαρωδός... ξεγυμνώνεται εμπρός μας σωματικά, διανοητικά και ψυχικά, με λίγη βοήθεια από φίλους-συμμαθητές-φαν-συνεργάτες. Ο κερκυραϊσμός ή κορφισμός και η πολιτιστική αυτάρκεια του νησιού δεν είναι αναγκαίες συνθήκες. Η απόρριψή του [από τις δημοτικές μπάντες] και η απόρριψή τους είναι μια κάποια αρχή.
Το ντοκιμαντέρ μας εισάγει πόκο-α-πόκο στον κόσμο των Κόρε.Ύδρο. και του θησαυρού τους, αναφέρεται στον νονό που τους βάφτισε και στο βάπτισμα του πυρός. Μας γνωρίζει προσωπικά τους γυμνασιόπαιδες που χτυπιόντουσαν σε μια αποθήκη με στρώματα [όπως οι U2 στην κουζίνα του σπιτιού του Λάρι Μάλεν νεότερου], σ’ ένα γηπεδάκι, σ’ ένα ύψωμα... αυτούς που μετασχημάτισαν τις εξωχώριες επιρροές [και τον Τζιμάκο], τον κολοκυθοκορφισμό και την πολιτιστική αυταρέσκεια σε θεατράλε αυτοσαρκασμό, σε απογυμνωτική ιλαρή μελαγχολία, σε εσωτερικά αστεία στιχοποιήματα, σε «εξωστρεφή εσωστρέφεια» που επικοινωνήθηκε και επιτελέστηκε στα άκρα, μεταξύ πανκ και χάιπ.
Ο δεύτερος πόλος, ο πιανίστας-ενορχηστρωτής Αλέξανδρος Μακρής, παντελές άκρον άωτον του Παντελή, αργεί να φανεί. Λάμπει δια της απουσίας. Όμως το δίπολο παρουσία-απουσία υπάρχει και λειτουργεί καθόλην τη διάρκεια. Το ζούμε μέσα από τις κινούμενες εικόνες και τα σπαράγματα, το εισπράττουμε βαρύγδουπα ως διένεξη Γκίλμουρ και Γουότερς, ως σύνδρομο Λένον και Μακάρτνι, ως μαγνητισμό Μόρισεϊ και Μαρ, ως κοινή ανακοίνωση «για λόγους που αφορούν τους ίδιους και κανέναν άλλον» [οι Υδρογονάνθρακες εκορέσθησαν], ως μετάδραση και αντίδραση με Τα Παιδιά της Παλαιότητας, από αυτόν που κάποτε χαρακτηρίστηκε «ο Ίγκι Ποπ της Παλαιοκαστρίτσας».
Ο Βύρων Κριτζάς [με την καθοριστική συμβολή του μοντέρ Χρήστου Γάκη] καταφέρνει να ισορροπήσει τις ανισορροπίες, να διαχειριστεί εύστοχα το αξιόλογο και πλούσιο ανέκδοτο υλικό, να καταγράψει προσωπικές και εκ βαθέων εξομολογήσεις, να παλαντζάρει το γέλιο, το γελοίο, το δάκρυ, το μεταίχμιο, το κιτς με την αισθητική, τον αντίκτυπο στη νέα γενιά, την απενοχοποίηση της ιδιαιτερότητας [σε μια ανδρόγυνη κατάσταση αιωρούμαι], την μοναξιά της καταγωγής [Εδώ περνάει η λιτανεία του ενός], το Πάσχα στο ψυχιατρείο, τους Sordid Sentinels των Pavement [χυδαίοι φρουροί διψούν για το αίμα μου – «όλη μου η ζωή μέχρι τότε σε ένα τραγούδι»], τον ορυμαγδό των εξελίξεων και την ηρεμία της ανήσυχης θάλασσας.
Κι όπως όλα άρχισαν ανάποδα δισκογραφικά με μια υπόθεση εργασίας [Αν όλα τέλειωναν εδώ, 2003], έτσι όλα τελειώνουν με ένα τέλος αφοριστικό [Το τραγούδι πέθανε, το ζω πραγματικά μέσα στο αίμα μου] όχι οπωσδήποτε οριστικό [Αν δεν αγαπούσα τον εαυτό μου δεν θα ζούσα τώρα]. Οι Κορεσμένοι Υδρογονανθράκες είναι θησαυρός και παρακαταθήκη.