Σινέ-MiC
Ένα βιβλίο που μέσα από το "εκεί" κατάφερε να μιλήσει για το "εδώ" μας (ή κάποιων από μας). Η ταινία άραγε κατάφερε κάτι αντίστοιχο; Του Κώστα Καρδερίνη
What are days for? Days are where we live. [από το ποίημα Days του Philip Larkin]
Σε τι χρειάζονται οι μέρες; Οι μέρες είναι εκεί που ζούμε. Εκεί που ζει κι εκεί που κατοικεί ο ήρωας του βιβλίου του Χρίστου Κυθρεώτη [Πατάκης 2019] και της ομώνυμης ταινίας του Σωτήρη Γκορίτσα. Όπως είναι γνωστό, ένα βιβλίο δεν χωράει σε μια ταινία. Ωστόσο, η ταινία καταφέρνει να κρατήσει ολοζώντανο [alive and kicking, που λέμε] κάτι από το πνεύμα του συγγραφέα και παράλληλα να δώσει πνοή στο όραμα του σκηνοθέτη.
Από δικολαβικής απόψεως, η ταινία είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Με όλα αυτά τα δικαστικά «σίριαλ» των τηλεοπτικών μας καναλιών [που μας αξίζουν], τις τηλεδίκες και τα «οργιαστικά» σχόλια επί σχολίων όσων ασχόουλ-ούνται με τα «ζουμερά» και τα ειδεχθή που διαμείβονται εντός, εκτός, πέριξ και επί τα αυτά των δικαστικών αιθουσών – με όλες αυτές τις καθημερινές αποκαλύψεις επί αποκαλύψεων και τις σουργελοειδείς δικιολογίες των μεγαλοδικηγόρων υπερασπιστών τους, μας είναι απαραίτητη μια ταινία που σατιρίζει αυτά τα τσίρκουλα, για να μην τρελαθούμε τελείως και μας στρίψει, βλέποντάς την ως αντίδοτο για την αποτοξίνωσή μας και για την ψυχική μας υγεία.
Από μεγαλοαστικής απόψεως, μελετούμε την ψηφιδωτή ηθογραφία που εμπεριέχει και περιβάλλει τον ήρωα και προβάλλουμε πάνω του τον μικροαστικό μας εαυτό, όπως ίσως κάνει με αυτοσαρκασμό και ο ίδιος ο Γκορίτσας. Κάπου, στην [υ]περαστική περιφέρεια αυτού του γενέθλιου σκηνικού [διά]κόσμου, πρυτανεύει η σχέση πατέρα-γιου, η οποία αναδύεται βραδέως και αναδεικνύεται αξημέρωτα κι ό,τι δεν τη σκοτώνει την κάνει πιο δυνατή. Και αφήνονται διάδρομοι να αιωρούνται σκέψεις για τη δική μας προσωπική σχέση με τον πατέρα και για τη σχέση του σκηνοθέτη με τον δικό του γεννήτορα.
Από ηθο-ποιητικής απόψεως, ξεχωρίζει άνετα η κάζουαλ απολαυστική περσόνα του «Κασπάροφ» Μάκη Παπαδημητρίου, η «θεϊκή παρέμβαση» του «πασόκα» Αργύρη Μπακιρτζή [μετά τον Τσιώλη μόνον ο Γκορίτσας κατάφερε να τον αξιοποιήσει δημιουργικά] και όλες οι σύντομες ή λιγότερο σύντομες γυναικείες ερμηνείες. Δεν ξεχωρίζει, δυστυχώς καθόλου, η μουσική επένδυση του Νίκου Πορτοκάλογλου, που μοιάζει φτωχός συγγενής του μουσικού κουτιού του.
Από κινηματογραφοφιλικής απόψεως, ο Γκορίτσας [όπως ένας καλός δημιουργός που κοιτάζει πίσω για να δει μπροστά; του] κλείνει διαρκώς το μάτι στους σινεφίλους και τους φαν, κάνοντας αναφορές σε όλες [τολμώ να πω] τις προηγούμενες δουλειές του. Άλλοτε έμμεσες ή πλάγιες κι άλλοτε μακρινές αναφορές σαν απόηχοι, με αποκορύφωμα την κατάφορη και παράφορη σχέση των «συνδυαστών» Σκιαδαρέση-Μάινα, όπως αυτή έχει αναδειχθεί μέσα από τις τριγωνικές τους κομπίνες με τον συγκεκριμένο αυτόν σκηνοθέτη.
Τέλος, από χιπστερικής υστερικής [χιπυστερικής δύο-σε-ένα] απόψεως, η ταινία είναι ΛΟΑΤΚΙΑ+. Επειδή η χώρα μας [ωρέ η βάρκα μας, γκιόσα / ωρέ η κουρελού, γκιόσα] κλυδωνίζεται [ή προτιμάτε να κλ-ηδονίζεται;] προς αυτήν την κατεύθυνση, κινηματογραφικά και καλλιτεχνικά τουλάχιστον, σπεύδω να εξηγήσω τι εννοώ. Το τελευταίο Α που προστέθηκε σε αυτόν τον δημοφιλή όρο αφορά και αναφέρεται στους ασεξουαλικούς. Η ταινία λοιπόν είναι ασέξουαλ. Καρά-ασέξουαλ μάλιστα. Σκανδαλωδώς καρά-ασέξουαλ. Οπότε όσοι έχετε στερέψει και σας έχει σωθεί το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, μείνετε μακριά της γιατί αυτό το Α είναι πιο κολλητικό κι από κορωνοϊό.
Σωτήριος οργισμένος βαλκάνιος, μωρέ λέμε!