Σινέ-MiC
Τα ζήσαμε, τα διαβάσαμε, κατεβήκαμε στους δρόμους με πλακάτ ΝΑΙ και ΟΧΙ, τσακωθήκαμε... Ώρα είναι να τα δούμε και στην μεγάλη οθόνη. Του Αντώνη Ξαγά
«Αθηναίοι μεν γαρ δήλον εποίησαν υπεραχθεσθέντες τη Μιλήτου αλώσι τη τε αλλη πολλαχή και δη και ποιήσαντι Φρυνίχω δράμα Μιλήτου άλωσιν και διδάξαντι ες δάκρυά τε έπεσε τω θέητρον και εζημίωσάν μιν ως αναμνήσαντα οικήϊα κακά χιλίησι δραχμήσι, και επέταξαν μηκέτι μηδένα χράσθαι τούτω τω δράματι.»
Ήταν 494 π.χ. όταν συνέβαινε αυτό το περιστατικό το οποίο και διασώζει ο πατέρας της Ιστορίας Ηρόδοτος, τότε που ο τραγικός ποιητής Φρύνιχος προκάλεσε ένα από τα πρώτα σκάνδαλα στα χρονικά του θεάτρου με την τραγωδία του «Μιλήτου Άλωσις». Η επί σκηνής αναπαράσταση της δραματικής κατάληξης που είχε η εξέγερση της ιωνικής πόλης κόντρα στον περσικό ζυγό, με την πυρπόληση της και το ουσιαστικό σβήσιμο της από τον χάρτη, συντάραξε τους Αθηναίους, έξυσε πληγές (υπενθυμίζοντας τους μάλλον και τις δικές του ευθύνες στο δράμα), το δάκρυ έπεσε κορόμηλο όπως κι ένα… πρόστιμο χιλίων δραχμών στον ποιητή μαζί με μια απαγόρευση του έργου (το γουστόζικο είναι ότι λίγα χρόνια αργότερα ο ίδιος Φρύνιχος επέστρεψε με ένα έργο βασισμένο σε επίκαιρο θέμα, τις «Φοίνισσες», τούτη τη φορά όμως χωρίς να κινδυνεύει με πρόστιμα, καθώς εκεί ασχολήθηκε με την νικηφόρο ναυμαχία της Σαλαμίνας και τα επακόλουθα της – ένα θέμα με το οποίο καταπιάστηκε πιο τολμηρά κι ο Αισχύλος στους «Πέρσες του»). Από τα έργα του ποιητή δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστοι στίχοι, ποτέ δεν θα μάθουμε λοιπόν αν επρόκειτο για… χαμένα ή υποτιμημένα διαμάντια. Μας έμεινε όμως η καθομιλουμένη πλέον ρήση «οικήια» («οικεία» στην νεότερη γλώσσα) κακά».
Ασφαλώς η νέα και πολυαναμενόμενη ταινία του 86χρονου Κώστα Γαβρά (ο οποίος συνεχίζει αειθαλής, και να του ευχηθούμε να καταρρίψει ακόμη και τις επιδόσεις του Μανοέλ ντε Ολιβέιρα ο οποίος έκανε ταινίες μέχρι τα 100+) …δεν πρόκειται να επισύρει ανάλογες κυρώσεις και λογοκρισίες επειδή μας θύμισε «οικεία κακά» γυρίζοντας μας πίσω σε εκείνες τις 162 ημέρες του 2015 που (δεν) άλλαξαν και χώρισαν τον κόσμο σε στρατόπεδα του Όχι και του Ναι. Είναι και που η εποχή μας αντιμετωπίζει τα έργα τέχνης με πιο ελεύθερο μάτι. Επειδή ανασκαλεύοντας την θράκα δεν κινδυνεύουμε να ξανα-φουντώσει η φωτιά του διχασμού. Το πολύ-πολύ να ανάψουν κάποια πάθη που θα εκτονωθούν με μερικά πυρετώδη πληκτρολογήματα στα κοινωνικά μύδια (ας μην ξεχνάμε και την ιλαροτραγική παράσταση που έδωσε το ελληνικό «σινεφίλ» κοινό στο imdb). Είναι επειδή μετά από διαδοχικά μπλε, πράσινα και κόκκινα «σαξές στόρυ» η Κρίση μας ετελείωσεν, η ανάπτυξη είναι καθ’ οδόν με σημαίες, πράσινα άλογα, μπετόν, καζίνα και ροδάκια airbnb τουριστών που κροταλίζουν στα αθηναϊκά βρώμικα πεζοδρόμια, η κανονικότητα έχει αποκατασταθεί «μπίζνες εζ γιούζουαλ» και τα κλειδιά της χώρας έχουν επιστρέψει σε δοκιμασμένα έμπειρα χέρια. Η δε «πατρίδα μας η Ευρώπη» αφού σώθηκε από τα νύχια ενός αλαζόνα και νάρκισσου οικονομολόγου, είναι εδώ, ενωμένη, δυνατή (εντάξει, περίπου δηλαδή) στις επάλξεις της υπεράσπισης του «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής». Και η ζωή συνεχίζεται… Μόνο εκείνο το άτιμο χρέος έχει φτάσει το 180% του ΑΕΠ (προ «Κρίσης» ήταν κοντά 130%), αλλά ας μην είμαστε μίζεροι… Έτσι; Πώς είπατε;
Και γιατί τώρα κύριε Γαβρά μας; Ήταν τώρα η σωστή στιγμή και το σωστό θέμα; Αρέσκονται οι δημοσιογράφοι σε κάτι τέτοιες ανόητες και άνευ απάντησης ερωτήσεις με προοπτική… κολοκυθιάς, λες και ένα θέμα είναι… κρέας premium κοπής που πρέπει σώνει και καλά να σιτέψει. Ποτέ δεν είναι νωρίς, ποτέ δεν είναι αργά, ειδικά για έναν παθιασμένο σκηνοθέτη με άγνοια κινδύνου σαν τον Γαβρά ο οποίος ποτέ δεν φοβήθηκε να πιάσει τα κάρβουνα της επικαιρότητας, π.χ. 5 μόλις χρόνια είχαν περάσει από την δολοφονία του Λαμπράκη και το «Ζ» ήταν ήδη στους κινηματογράφους και ήδη στους τίτλους αρχής διαβάζαμε «οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα ή πρόσωπα ζώντα και τεθνεώτα δεν είναι τυχαία. Είναι σκόπιμη». Πάντα πολιτικός και παρεμβατικός (σε συνέντευξη του είχε πει κάποτε ότι «με το να μην παίρνεις θέση, ήδη παίρνεις θέση»), με άποψη στρατευμένη, όχι ωστόσο σε κάποιο κόμμα ή ιδεολογία, η ματιά του Γαβρά ήταν πάντα κόντρα στις εξουσίες και υπέρ του αδύναμου, του ασυμβίβαστου που ορθώνει ανάστημα, του αδίκως φυλακισμένου και κατατρεγμένου (όπως π.χ. στην «Ομολογία» του 1970, αφιερωμένη στις σταλινικές εκκαθαρίσεις), του άνεργου (π.χ. στο αξέχαστο «Τσεκούρι» του «προ Κρίσεως» 2005). Εν τέλει δε, είναι αδιαπραγμάτευτο το δικαίωμα (και η υποχρέωση ακόμη) της τέχνης, από αρχαιοτάτων όπως είδαμε χρόνων, να έρχεται αντιμέτωπη με τα γεγονότα της εποχής της, ειδικά τα φλέγοντα, τα δύσκολα (και στο σημείο αυτό αξίζει να θυμηθούμε και τον Phil Ochs ο οποίος έλεγε ότι πριν γράψει ένα τραγούδι άνοιγε την εφημερίδα), δίνοντας μέσα από την δραματοποίηση και μια άλλη οπτική, ίσως και πιο αποστασιοποιημένη εκ φύσεως αλλά και εκ συμβάσεως.
Η ταινία λοιπόν του Γαβρά ασχολείται με τα δραματικά (ή κωμικά αν θέλετε, ή μήπως κωμικοτραγικά, να το αφήσω;) συμβάντα που συντάραξαν την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη, μέσα από την εξ ορισμού υποκειμενική οπτική του Γιάνη (του πιο διάσημου Έλληνα Γιάν(ν)η μαζί με το MVP Αντετοκούνμπο), βασιζόμενη στο βιβλίο του με τον ομώνυμο τίτλο (στα ελληνικά φέρει τον τίτλο «Ανίκητοι Ηττημένοι», ευτυχώς η ταινία δεν υιοθέτησε αυτή την μάλλον υπερφίαλη απόδοση). Ασφαλώς δεν θα μπούμε σε άτοπες (κι επίσης α-νόητες) συγκρίσεις, ένα βιβλίο και μια ταινία είναι δύο εντελώς διαφορετικοί έκφρασης, με τους δικούς του κώδικες και συμβάσεις έκαστος, και ως εκ τούτου μη-συγκρίσιμοι. Στο μόνο που μπορείς να σταθείς είναι αν η ταινία καταφέρνει να αποδώσει το νόημα, το κλίμα, το γενικότερο πνεύμα ενός βιβλίου. Και εν προκειμένω εν μέρει το καταφέρνει… Εν μέρει όμως όχι…
Στο πρωτότυπο λοιπόν βιβλίο (γραμμένο στα αγγλικά, σε λόγια μεν, κρυστάλλινη δε γλώσσα και ρέοντα λόγο και διαυγή επιχειρηματολογία), ο Γιάνης σημειώνει ήδη από την εισαγωγή ότι σκοπός του δεν είναι τόσο η ιστορία ενός ακαδημαϊκού ο οποίος έγινε υπουργός και κατέληξε whistleblower, ούτε μια «kiss and tell» αποκαλυπτική μαρτυρία (άλλωστε δεν μαθαίνουμε και πολλά που δεν ξέραμε διαβάζοντας το). Θέλει περισσότερο να προσεγγίσει την ιστορία που βίωσε, την συγκρουσιακή απόπειρα (επανα)διαπραγμάτευσης, μέσα από ένα πρίσμα αρχαίας τραγωδίας, όχι τόσο από την άποψη των «τραγικών» συνεπειών για τους λαούς, «τι τραγικό τι τραγικό» (για να θυμηθώ Βέγγο) ή «eine moderne griechische Tragödie» όπως παρουσιαζόταν η ιστορία με ελληνικά αγάλματα και προσβλητικά προτεταμένα δάχτυλα στα λαϊκίστικα ξένα πρωτοσέλιδα (παρατήρηση: στην avant première προβολή στο Μέγαρο όπου παραβρεθήκαμε, ήταν η στιγμή που χειροκρότησε μεγάλο μέρος του κοινού, όταν σε μια επινοημένη σκηνή από συνέντευξη τύπου ο πρωταγωνιστής δίνει πληρωμένη απάντηση στην βρώμικη εκείνη εκστρατεία), αλλά με εστίαση στην τραγική της διάσταση, ήτοι την σύγκρουση του δικαίου με την εξουσία, αλλά και τραγική ειρωνεία, όπου ο άνθρωπος νομίζει ότι ενεργεί ελεύθερα και με καλή πρόθεση, ενώ στην πραγματικότητα είναι έρμαιο αόρατων και ανεξέλεγκτων δυνάμεων και του αμείλικτου νόμου των ακούσιων συνεπειών. Στο βιβλίο του ο Γιάνης δεν θέλει να υπάρχουν «goodies» και «baddies», αν υπάρχει κάποιος «Κακός» αυτός δεν είναι ο big bad Wolf(gang) αλλά ο απρόσωπος ψευδεπίγραφος τεχνοκρατισμός και ένα δίκτυο συμφερόντων και ισχύος που μοιάζει να έχει αυτονομηθεί ακόμη και από όσους θέλουν να το υπηρετήσουν, ένα τύπου matrix (νομίζω έχει μια εμμονή με αυτό ο Γιάνης από παλιότερα βιβλία). Φοβού τους τεχνοκράτες είναι ο βασικός πυρήνας της κριτικής του, Θεοί φυλάξτε μας από τους Σπέερ του κόσμου τούτου, από τον θρησκευτικό ΤΙΝΑ δογματισμό μιας ψευδοεπιστήμης όπως η Οικονομία, που αν και ιδεολογία, εποφθαλμιά και καπηλεύεται το κύρος μιας Επιστήμης (οι ενδιαφερόμενοι για περισσότερα αξίζει να ανατρέξουν στην γραμμένη σε εντελώς «ανύποπτο» χρόνο, το 1998, «Πολιτική Οικονομία» του ιδίου).
Το γεγονός ότι για το φιλμικό «Adults in the room» ο Γαβράς απέκτησε πρόσβαση, εν τω γεννάσθαι της ταινίας μάλιστα, στο ηχογραφημένο πρωτογενές υλικό (πλεόνασμα πήγα να γράψω), ένα πολύτιμο τεκμήριο που κάποια στιγμή πρέπει να δει το… αυτί της δημοσιότητας, δίνει στο φιλμ μια αύρα ντοκουμέντου και ένα ηδονοβλεπτικό/κουτσομπολίστικο ενδιαφέρον (για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και καταστάσεις, για κάποιον θεατή από μια τρίτη χώρα δεν ξέρω αν θα το κατάφερνε). Έτσι, στην μεγαλύτερη της διάρκεια η ταινία σέρνεται από συνεδρίαση σε συνεδρία(ση) του αποκαλούμενου Eurogroup (ειρήσθω εν παρόδω, αποκαλυπτική η σκηνή όπου ο Γερούν Γερά –ίσως η πιο μπουφονική φιγούρα του φιλμ– αναγνωρίζει κυνικά ότι το όργανο αυτό είναι ανεπίσημο και χωρίς νομική υπόσταση, μια παραεξουσία κοντολογίς κάτω από θεσμική μάσκα). Ένα δράμα δωματίου που εκτυλίσσεται σε χωρίς παράθυρα, φωτισμένες με αποστειρωμένο φθορισμό άχρωμες αίθουσες ενός άσχημου κτιρίου σε μια από τις ασχημότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, ένα δωμά όπου πολύ παραπάνω από… 7 νομά, υπουργοί και οι ακολουθίες τους, διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε διαλόγους κωφών για ώρες, για μια λέξη σε ένα ανακοινωθέν, και νούμερα πετάνε στον αέρα, αριθμοί, σε μεγέθη που τα χάνεις. Ενήλικα (;) αγοράκια σε παιχνίδια εξουσίας. Προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η τιτλοδοτούσα ατάκα «χρειάζονται ενήλικοι στην αίθουσα» προέρχεται από την Κριστίν του ΔΝΤ, την μόνη γυναίκα πολιτικό σε έναν κατά τ’ άλλα ανδροκρατούμενο και γραβατωμένο (όχι εξ ολοκλήρου βέβαια) κόσμο (η Άγγελα είναι εκτός πλάνων, η σκιά της πάντως πλανάται σαν ένας από Μηχανής Θεός ή Διάβολος, διαλέχτε). Ένα κλίμα καμαρίλας και κλειστοφοβικής αποπνικτικής ανίας που περνάει (φευ μοιραία!) στην ταινία (κι εδώ μου λείπει μία από τις πιο κινηματογραφικές σκηνές του βιβλίου, εκεί όπου ο Γιάνης μετά από ένα πολύωρο δραματικό Eurogroup βγαίνει στους κρύους νυχτερινούς δρόμους των Βρυξελλών, όπου ακόμη και η γκρίζα βροχή μοιάζει λυτρωτική), η οποία είναι φωτογραφημένη από τον πρωτομάστορα Γιώργο Αρβανίτη και με τη συνοδεία της μουσικής του πολύφερνου Alexandre Desplat, η οποία ένα από τα ενοχλητικά σημεία της ταινίας, κάτι generic Zorba μπουζούκια με την ευγενή αλλά αισθητικά αποτυχημένη πρόθεση να δώσουν, πιθανολογώ, έναν τόνο εθνικού φολκλόρ αλλά και μια ελαφρύτητα σε αντίστιξη με την βαρύτητα των δρώμενων.
Από την άλλη, η δουλειά των ηθοποιών οι οποίοι κουβαλούν το τιτάνιο βάρος να ενσαρκώσουν περσόνες οι οποίες είναι τριγύρω μας, οικείες και ένσαρκες (μία μάλιστα παρευρισκόταν και στο κοινό), είναι αξιοθαύμαστη. Και όχι μόνο ο Χρήστος Λούλης ως Γιάνης ή ο γερμανός τηλεοπτικός αστέρας Ulrich Tukur ως Βόλφγκανγκ, οι οποίοι αμφότεροι είχαν κάμποσα εμφανή χαρακτηριστικά στα οποία μπορούσαν να πατήσουν και να χτίσουν τον ρόλο (ο δεύτερος μιμείται ακόμη και την βαριά σουαβική προφορά του στα αγγλικά), αλλά κυρίως ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης o οποίος επωμίζεται τον Αλέξη, και πέρα από τα περιλάλητα δικά του αγγλικά, καταφέρνει να τον αποδώσει εξαιρετικά ως έναν τραγικό χαρακτήρα, ένα μάλλον άπειρο και αναποφάσιστο πλάσμα, που στο τέλος η Άγγελα σαν ζάρι το μπεγλέρισε (ή σαν ξιφία πιασμένο στο αγκίστρι, όπως παρομοιάζεται στην ταινία).
Ωστόσο κανένας χαρακτήρας δεν ξεπερνά την σχηματοποίηση, κανείς δεν αναλύεται σε βάθος, κανείς δεν εκφράζει προσωπικά συναισθήματα, πόσο μάλλον οι υπόλοιποι στο σκηνικό, δευτερεύουσες καρικατούρες συμβολικής λειτουργίας και κατά βάση αντιπαθείς, ο καθένας με τον τρόπο του (μόνο ο Εμμάνουελ αποσπά ευμενή ματιά), περισσότερο παίζουν τον ρόλο του Χορού, ο οποίος εδώ, σε αντίθεση με τον αρχαίο που αντανακλούσε την φωνή λαού, είναι φερέφωνο του παντοδύναμου γερμανού υπουργού (και μια σημείωση: η χρήση των μικρών ονομάτων στο κείμενο αυτό γίνεται και σε συμφωνία με την ταινία, όπου κανένα πρόσωπο δεν κατονομάζεται επωνύμως -αν δεν αλλάζει κιόλας όπως ο Βίζερ ο οποίος γίνεται Βιμς- ωστόσο νομίζω ότι δεν χρειάζεται, όλοι άλλωστε μαντεύουμε ποιος είναι ο Βόλφγκανγκ, ο Μάριο ή η Κριστίν).
Όπως πολύ ωραία το έθεσε ο ίδιος ο Γαβράς πριν από την σαββατιάτικη προβολή, επειδή ο καθένας μας έχει την δική του ταινία στο μυαλό (ή αφήγημα για το θέσω πιο μοδάτα): «αφήστε στην άκρη τη δική σας άποψη για τα γεγονότα και εκτεθείτε στην ταινία». Δεν ξέρω βέβαια αν αυτό το βράδυ βγήκε κάποιος από την αίθουσα ισορροπώντας έστω και λίγο πιο αβέβαια στα… δωδεκάποντα τακούνια της βεβαιότητας του. Δεν είναι εύκολο, ίσως να είναι και αδύνατο, κανείς μας δεν προσήλθε ως ένα tabula rasa, όλοι μας ξέρουμε την υπόθεση και το τέλος, κι έχουμε άποψη εμπεδωμένη και (αυτο)επιβεβαιωμένη, ασφαλώς ορθολογική και αντικειμενική και διόλου ιδεοληπτική (ως γνωστόν ιδεοληψίες είναι οι ιδεολογίες των Άλλων). Η προκατάληψη έτσι κι αλλιώς μας συνοδεύει αναπόδραστα στην πρόσληψη του οποιουδήποτε έργου Τέχνης, πόσο μάλλον κάποιου με τέτοιες αιχμές και γωνίες, με τα γεγονότα τόσο πρόσφατα και κάποια μάλιστα απαθανατισμένα ήδη από την κάμερα. Π.χ. εκείνη η στιγμή πολιτικής ανθολογίας, η σκηνή του «Γουάου» με την βεβιασμένη χειραψία του Γιάνη με τον Γερούν Γερά στην πρώτη του επίσκεψη στην Αθήνα, έχει τέτοια δύναμη, που καμία κινηματογραφική αναπαράσταση δεν μπορεί ούτε καν να την πλησιάσει.
Επειδή λοιπόν ακριβώς σε μια τέτοια σύγκρουση πραγματικότητας και φαντασίας, η δεύτερη βγαίνει μάλλον χαμένη, ίσως μια απεικόνιση λιγότερο ρεαλιστική ή φαινομενικά πιστή, μια διαφυγή σε έναν… μαγικό ρεαλισμό ή ακόμη έναν σουρεαλισμό, μια αλληγορία, μια παραβολή, ίσως θα στήριζε καλύτερα τα μηνύματα που θέλει να περάσει ο σκηνοθέτης (και ο συγγραφέας κατ΄ επέκτασιν). Νομίζω ότι το πόσο αποτυγχάνει η ταινία γίνεται πιο διακριτό ακριβώς εκεί, στις λίγες στιγμές όπου επιτυγχάνει. Για παράδειγμα, στο (διόλου πιστό στα πραγματικά περιστατικά) επεισόδιο στο εστιατόριο των Εξαρχείων και την σιωπηρή γυρισμένη πλάτη των νέων, ή ακόμη περισσότερο στο τέλος, όπου η παράδοση του Αλέξη μετά την ολονυκτία στις Βρυξέλλες σωματοποιείται με έναν εμπνευσμένα χορογραφημένο (κι αξέχαστο) τρόπο.
Εν τέλει αν αναλογιστούμε ότι ένας ρόλος της Τέχνης είναι να «αντικρίζουμε τ’ ανθρώπινα παθήματα σ’ ένα λυτρωτικό είδωλο» (όπως έγραφε ο Φριντέλ στην θαυμάσια του «Πολιτιστική Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας») το αίσθημα του ανεκπλήρωτου που μένει στο τέλος του «Adults in the room» ίσως να οφείλεται και στο ότι ναι μεν στην ιστορία τούτη, στην «τραγωδία», υπάρχει η Ύβρις (διαλέχτε και πάρτε), μας λείπει όμως η Νέμεσις και κυρίως η Κάθαρση, τα βασικά στοιχεία μιας τραγωδίας αν θυμηθούμε τον αριστοτέλειο ορισμό που παπαγαλίζαμε στο σχολείο. Ο πρωταγωνιστής ίσως να λυτρώθηκε με την παραίτηση την οποία κουβαλούσε εξ αρχής στο τσεπάκι του, η χώρα και η Ευρώπη βιώνουν ακόμη την Ύβρι. Ο Νίτσε πάντως από την μεριά του στην «Γέννηση της τραγωδίας» μας λέει ότι ναι μεν μπορεί στο τέλος μιας τραγωδίας οι θεατές να αποκομίζουν ναυτία (!), κι ένα αίσθημα ότι αυτό το παράλογο που αντίκρισαν δεν μπορούν να κάνουν τίποτε για να το αλλάξουν (όπως συμβαίνει εν προκειμένω), σπεύδει ωστόσο να συμπληρώσει ότι ο πεσιμισμός αυτός «καταφάσκει γενναία» και δεν περιορίζεται στην άρνηση και την ματαιότητα. Υπάρχει ελπίδα λοιπόν…
Μολαταύτα, ακόμη και μια ταινία που αποτυγχάνει στην εκτέλεσή της μπορεί να παραμένει χρήσιμη στην στόχευσή της. Κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο της Ευρώπης, σε αυτό θέλει να εστιάσει στο έργο του αυτό ο Γαβράς, στο ευρωπαϊκό όραμα που έχει πέσει στα χέρια γραφειοκρατών και τεχνοκρατών που καταστρέφουν αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι ομνύουν. Το βλέμμα του είναι στραμμένο περισσότερο στο μέλλον, αυτό είναι το διακύβευμα, και όχι τόσο η ερμηνεία του παρελθόντος.
Βέβαια, και μία κινηματογραφική ταινία αποτελεί τεκμήριο για τον περίφημο ιστορικό του μέλλοντος, γιατί ακόμη και η πρόσληψη αυτή καθαυτή ενός ιστορικού γεγονότος είναι και αυτή ένα ιστορικό γεγονός. Επίσης επεμβαίνει και επηρεάζει το συλλογικό μνημονικό, εξού και η συγκεκριμένη προκάλεσε όλο αυτό το συστημικό αγχωμένο μένος, το οποίο εκδηλώθηκε μάλιστα και μόνο με την δημοσίευση της πρόθεσης του δημιουργού. Γιατί η Ιστορία συνεχίζει να γράφεται και ερμηνεύεται (με αυτά τα δύο να είναι αξεδιάλυτα), όση χρονική απόσταση και αν μεσολαβήσει (βλέπε π.χ. τον ελληνικό εμφύλιο ή οσονούπω την επανάσταση του 1821 οι «πόλεμοι της μνήμης» (για να θυμηθούμε τον σπουδαίο Ελληνογερμανό ιστορικό Χάγκεν Φλάισερ) θα συνεχίσουν να μαίνονται, ειδικά όταν αφορούν την αυτο-εικόνα του παρόντος. Και το 2015 σίγουρα θα μας απασχολήσει ξανά στο μέλλον. Κι εξίσου δραματικά θα τολμήσω να προβλέψω…
6