Σινέ-MiC
Με το κιτς των τελετών και των επετειών πως να μην σηκωθούν από τους τάφους τους; Του Κώστα Καρδερίνη.
[...] ἡ δὲ μνήμη, καὶ ἡ τῶν νοητῶν, οὐκ ἄνευ φαντάσματός ἐστιν, καὶ τὸ φάντασμα τῆς κοινῆς αἰσθήσεως πάθος ἐστίν· [Αριστοτέλης: Περὶ Μνήμης καὶ Ἀναμνήσεως]
Παρόλο που πέρασαν δυο έτη από την επέτειο των 200 χρόνων της ελληνικής επανάστασης, εξακολουθούν να παράγονται αρκετές ταινίες, και δη ανεξάρτητες, γύρω από την ιστορική αυτή περίοδο που σηματοδότησε την απαρχή του νέου ελληνικού κράτους [τρομάρα μας]. Κι ενώ οι άλλοι σκηνοθέτες βλέπουν το θέμα με εθνική σοβαρότητα και επικολυρική ταπεινότητα [τα οξύμωρα έλκονται], υπάρχει κι ένας που ζει μόνιμα στην Τεργέστη και τολμά να αστειεύεται έχοντας πάρει τις αποστάσεις του.
Να θυμίσω ότι αυτός ο ένας είναι ίσως ο μόνος, τα τελευταία 40 χρόνια, που τόλμησε να πλαγιοκοπήσει και να στηλιτεύσει την ανεκδοτολογική στάση του τότε προκαθήμενου της εκκλησίας, σε μια ταινία [διόρθωση, 2007] που δεν μνημονεύεται ποτέ για το γεγονός αυτό [της στηλίτευσης]. Κι είναι σκηνοθέτης που δεν κάνει συχνά ταινίες, ούτε καν στο ξεκίνημά του. Από τις μικρού μήκους ακόμη, ήθελε και θέλει 4-6 χρόνια απόσταση από την μια στην επόμενη.
Εμφορούμενος, λοιπόν, από το παραλήρημα των 200 ετών, σκέφτηκε να πιάσει το νήμα από την προεπαναστατική αναγεννησιακή ελληνική διανόηση της διασποράς στην Τεργέστη όπου κατοικεί. Σύγχρονη αφορμή η ανάθεση ενός ντοκιμαντέρ που μάλλον δεν έγινε; Σεναριακό εύρημα ή αιτία η εκποίηση του καλλιμάρμαρου αρχοντικού του αστού Δημήτριου Καρυτσιώτη; Κάπου ανάμεσα στις εθνικές αλήθειες και τα αντεθνικά ψέματα, βρήκε χώρο να τρυπώσει η φαντασία. Σαν αγριόχορτο φύτρωσε κι εκεί, που λέει και το άσμα.
Στο πλαίσιο αυτό ένας σκηνοθέτης [Νίκος Γεωργάκης] ονειρεύεται και επιχειρεί να ανασυνθέσει την ιστορία του Ρήγα. Πηγαίνει στο νεκροταφείο των ομογενών με τη βοηθό του [Θεοδώρα Τζήμου] και τότε είναι που εξ-εγείρονται τα φαντάσματα του ένδοξου παρελθόντος [Γιώργος Χωραφάς, Paolo Rossi, Πηνελόπη Τσιλίκα, Αινείας Τσαμάτης, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Rade Šerbedžija], σχηματίζουν θίασο κι αρχίζουν να περιφέρονται, ορατά τε και αόρατα. Το σχόλιο επ’ αυτού είναι τραγελαφικό όσο και επίκαιρο: Οι ευγενείς γίνονται βαμπίρ και οι λαϊκοί ζόμπι. Πολύ στη μόδα και οι δυο κατηγορίες.
Το θέμα όμως παραμένει να είναι η αναζήτηση «επίσημης» ταυτότητας και η αμφισβήτηση της «επίσημης» ιστορίας μέσω της σάτιρας, της διακωμώδησης και της εξώθησης στα άκρα μέχρις κορεσμού και μέχρις της αριστοτελικής Τεχνώσεως του Νου. Αν δεν μας φτιάξει το κέφι κι αν δεν γελάσουμε έστω και λιγουλάκι, τότε κάποιο πρόβλημα υπάρχει και πρέπει να βουτήξουμε βαθιά στην παιδική μας ηλικία για να βρούμε απαντήσεις. Κι αν εκείνα τα φαντάσματα παίρνουν το λεωφορείο για να μετακινηθούν, εδώ κάποια άλλα κακόμοιρα πήραν το τρένο κι ελπίζω να βρικολακιάσουν και να στοιχειώσουν δια παντός τον ύπνο αυτών που κοιμούνται όρθιοι.
Κι εκεί που έχει πλέον καταρρεύσει κάθε σαθρό οικοδόμημα περί μνήμης, ανάμνησης, φαντασίωσης, ονείρωξης, μεγάλης ιδέας και μεγάλου οράματος, έρχονται εν κατακλείδι φουριόζοι και παραδοσιακά αεράτοι οι Αέρα Πατέρα να κονιορτοποιήσουν ό,τι απόμεινε.
Αέρα Πατέρα: (εμείς οι) μαύροι κλέφτες
Βαθμός: επτά [7] και εννιά [9] για τους Αέρα Πατέρα.