Σινέ-MiC
Γόνος μεγάλης και πλουσίας οικογένειας κληρονομεί από σπόντα της μοίρας την εταιρεία του σογιού. Η ίδια βέβαια δεν έχει καμία ιδέα από μπίζνες, είναι άσχετη με ότι συμβαίνει στην πιάτσα, αλλά και στο ίδιο της το μαγαζί ακόμη. Είναι επίσης τρελά καλομαθημένη, εξαιρετικά επιδέξια στο να τρώει τα έτοιμα, να επιδεικνύει την εξουσία της, έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της, τραβάει όμως και μια καταθλιψάρα γιατί δεν ξέρει τι να τον κάνει. Για να δουλέψει το σύστημα έχει από δίπλα της ως διευθύνουσα σύμβολο (CEO για να συνεννοούμαστε στα ελληνικά) μια παιδική της φίλη, σκληρή bitch καριερίστρια, αδίστακτη και ικανή, η οποία είναι αυτή που εξ απορρήτων κινεί όλα τα στρατηγικά νήματα. Στο ΔΣ βέβαια κυριαρχούν οι άντρες, κάτι γραβατωμένα καλοχτενισμένα metrosexual-ψιλοαξύριστα τυπάκια βγαλμένα από εκκολαπτήρια-σχολές «διοίκησης επιχειρήσεων» (ερζάτς αφεντάδες, που θα έλεγε και ο Βασίλης Ραφαηλίδης), τα οποία όταν δεν ασχολούνται με το στοίχημα και τα γκομενικά, γλείφουν τα αφεντικά γυρεύοντας λίγα ψίχουλα εύνοιας και σχηματίζουν κλίκες μηχανορραφιών «όλοι εναντίον όλων». Το σύστημα μοιάζει να λειτουργεί απρόσκοπτα μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο νεαρά φιλόδοξη wannabe bitch, την οποία η παλιά bitch στην αρχή την κατατρέχει, την στέλνει να κουβαλάει τους καφέδες και να βγάζει φωτοτυπίες, αναγνωρίζει όμως κάποια στιγμή την αξία της και την κάνει βοηθό. Η οποία όμως, στα διαχρονικά πρότυπα του «ουδείς πιο αχάριστος του ευεργετηθέντος», δεν θα διστάσει μπροστά στην χρήση οποιοδήποτε όπλου από τα all time classic, ήτοι γαλιφιές κολακείες και …στήθια, και θα πριονίσει την καρέκλα για να γίνει χαλίφισσα στην θέση της χαλίφισσας.
Μια ιστορία βγαλμένη από την ζωή, πολλοί ζουν(με) σε τέτοιες συνθήκες στην σύγχρονη καθημερινότητα, μια ιστορία η οποία μπορεί να αποτελέσει θαυμάσια πρώτη ύλη για σαπουνόπερα, για δράμα, για κωμωδία ή για μείξη όλων αυτών (μια καλή κωμωδία έχει και στοιχεία τραγωδίας, αλλά και τούμπαλιν). Αν τώρα μεταφέρετε αυτό το plot κάμποσα χρόνια πίσω, το τοποθετήσετε σε ένα αχανές παλάτι με τεράστια δωμάτια εκκωφαντικής πολυτέλειας, με πλουμιστά χαλιά σε πατώματα και …τοίχους, στην αγγλική αυλή των αρχών του 18ου αιώνα εν προκειμένω, ντύσετε τις γυναίκες με φουστάνια φρου-φρου και κορσέδες, κοτσάρετε στους άντρες πουδραρισμένες περούκες, βράκες και ψηλά τακούνια, τους βάλετε αντί να τσακώνονται για τον γάβρο να παίζουν παπιοδρομίες, επενδύσετε και με soundtrack μπαρόκ, βιολιά, Χέντελ και Βιβάλντι ….. τότε έχετε, έστω και χονδροειδώς και δίκην ελαφρώς αστεϊσμού, μια καλή ιδέα για την υπόθεση και την αισθητική της νέας ταινίας του πολύφερνου συμπατριώτη σκηνοθέτη μας.
Μεταφερόμαστε λοιπόν σε μια εποχή όπου σην χώρα (η οποία βρίσκεται σε μετάβαση από Αγγλία προς Μεγάλη Βρετανία) κυβερνά η βασίλισσα Άννα (λιγότερο γνωστή -έξω από το Νησί τουλάχιστον- και λιγότερο κινηματογραφημένη από τις συναδέλφισσές της Ελισάβετ και Βικτωρία). Υπάρχει από την άλλη και ένας πρώιμος άγουρος κοινοβουλευτισμός, χωρισμένος κλασικά σε δύο κόμματα, τους Ουίγους και τους Τόρυς, τη στιγμή που η χώρα έχει μπλέξει σε πόλεμο με την Γαλλία, με σύμμαχο την Αυστρία για χάρη του …ισπανικού θρόνου (έτσι ονομάστηκε και αυτή η σύγκρουση, «Πόλεμος της Ισπανικής Διαδοχής», ένα είδος παγκόσμιου πολέμου της εποχής). Ωραία χρόνια εκείνα, τα στέμματα της Ευρώπης είχαν μπλέξει τα μπούτια τους (και κυριολεκτικά), ήταν λυκο-συγγενείς και ενδο-αναπαράγονταν κιόλας, με αποτέλεσμα να αυξάνουν και τον επιπολασμό ασθενειών όπως η αιμοφιλία, η "νόσος των βασιλέων" ή η ουρική αρθρίτιδα, η "νόσος των πλουσίων", από την οποία έπασχε και η άτυχη Άννα, και από κάμποσες άλλες ακόμη όπως λένε οι ιστορικοί (λύκο, παχυσαρκία, κατάθλιψη), ενώ παρότι γεννοβολούσε σαν …κουνέλα, κανένα της παιδί δεν επέζησε πέραν των 11 ετών, σε 17 (!) προσπάθειες. Δώδεκα έτη συναπτά, από το 1702 μέχρι το 1714 έμεινε στον θρόνο η Άννα, στην ποδιά της οποίας σφάζονταν παλικάρια και λεβέντισσες. Η ταινία εστιάζει σε μία από τις σφαγές αυτές, με αντίπαλους από την μία την Λαίδη Μάρλμπωρο, και από την άλλη την εκπεσούσα ξαδέρφη της Άμπιγκέιλ Χιλ.
Το ερώτημα λοιπόν μπαίνει σχεδόν αυτονόητα: τι τράβηξε τον Λάνθιμο σε αυτή την ιστορία ώστε να τον ιντριγκάρει τόσο για να γυρίσει μια ταινία ...εποχής. Και γιατί; Ένα ερώτημα που αξίζει μιας απόπειρας απάντησης…
Εν τω μεταξύ περιδιαβαίνοντας, ακόμη και στα πεταχτά τις κριτικές για την ταινία, είναι αξιοσημείωτη η ομοθυμία στην θετική της αντιμετώπιση, όλα τα κριτικά βιολιά μοιάζουν να έχουν συντονιστεί σε ένα πολύ στενό εύρος συχνοτήτων. Και όχι μόνο τα συνήθως πιο ψύχραιμα ξένα, αλλά ακόμη και τα δικά μας, τα πιο …φθονερά και ανάδελφα και έτοιμα να αποθεώσουν και να καταβαραθρώσουν τον επιτυχημένο «συμπατριώτη». Δεν θα προσθέσω στην εξίσωση την παράμετρο των διαφόρων Όσκαρ, Μπάφτα, Σφαιρών κλπ κλπ, η βραβειολογία ελάχιστη σχέση έχει με την αισθητική αποτίμηση και πρόσληψη της τέχνης (και προσωπικά δεν με απασχόλησε ποτέ). Δεν μπορούμε ωστόσο την ομοθυμία αυτή να την αγνοήσουμε ως δεδομένο (για να μην γίνουμε σαν τον τύπο ο οποίος οδηγεί ανάποδα στην Πανεπιστημίου, στο γνωστό ποντιακό ανέκδοτο), ούτε όμως και να στομώσει την όποια κριτική διάθεση ως ασφαλές κριτήριο μιας φαντασιακής αντικειμενικότητας («μα το λένε όλοι», ο ορισμός του κομφορμισμού δηλαδή).
Κρατάμε όμως μια σκέψη: όταν ένα έργο τέχνης προκαλεί και αμφισβητεί ιδέες και αντιλήψεις κατεστημένες και στερεότυπες και λειτουργεί ανατρεπτικά των οικείων μας δομών, εξ ορισμού θα διχάσει, θα ενοχλήσει, θα προκαλέσει, γύρω του θα στηθούν ομηρικές μάχες και πολεμικές, βέλη επιχειρήματα θα σφυρίζουν ένθεν κακείθεν σε παθιασμένες αντιπαραθέσεις, με ακραίες αποφάνσεις, αποθεωτικές και καταδικαστικές. Όλα αυτά συνέβησαν πολλάκις στο ιστορικό του Λάνθιμου και των ταινιών του, ειδικά όσο βρισκόταν στην περίοδο του ακραίου πειραματισμού του, τότε που έβγαζε …δόντια (κυνόδοντες εν προκειμένω), την περίοδο που οι αμήχανοι κριτικοί επινόησαν το (αιωνία του η μνήμη) weird wave. Η ομοφωνία του παρόντος αποτελεί κατά έναν έμμεσο τρόπο μια ένδειξη ότι όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Άραγε έγινε ο κόσμος πιο δεκτικός στο αισθητικό όραμα του δημιουργού; Ή μήπως περισσότερο ότι ο ίδιος δημιουργός λείανε τις γωνίες και τις αιχμές, άφησε πίσω τους κρυπτικούς συμβολισμούς (και μαζί και τον καθοριστικό συν-δημιουργό των σεναρίων Ευθύμη Φιλίππου); Κατ’ ουσία (και λίαν σχηματικά και προβοκατόρικα) θα λέγαμε ότι με την ‘Ευνοούμενη’ του ο Λάνθιμος έφτασε πλέον από τα …άκρα στο αποδεκτό απ’ όλους …Κέντρο. Και το θαυμαστό δε είναι ότι την μετάβαση αυτή ο Λάνθιμος την πέτυχε με τους δικούς του όρους. Ωστόσο το mainstream της ποπ κουλτούρας, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά και από την μουσική, έχει μια φοβερή ικανότητα ενσωμάτωσης (κάποιοι θα πουν εξουδετέρωσης) ακόμη και των πιο …εχθρικών γονιδίων. Και η «Ευνοούμενη» μπορεί να έχει τις ιδιορρυθμίες και τις εκκεντρικότητες της, τα twist της, αλλά η «λανθίμειος» (ή … Yorgosian όπως το είδα κάπου γραμμένο) σφραγίδα δύσκολα θα γινόταν αντιληπτή σε μια τυφλή δοκιμή. Και είναι λίαν χαρακτηριστικό ότι η κριτική ομοθυμία, αφού προσπαθήσει να εντοπίσει/ανακαλύψει/επινοήσει τα ίχνη της, και αφού κρίνει (αλλά και κατακρίνει) την κάπως υπερβολική χρήση διαφόρων εφέ (τύπου γυάλας χρυσόψαρου), τελικά θα εστιάσει τους διθυράμβους της (και πιθανότατα και τα βραβεία της) σε δύο άλλα στοιχεία της ταινίας: στο σενάριο και στις ερμηνείες.
Αφήνοντας σε τρίτο πλάνο εκείνη της Έμμας Στόουν (η οποία φιλότιμα έφτιαξε ειδικά για τον ρόλο βρετανική προφορά), εστιάζουμε κατά κύριο λόγο στην Ρέιτσελ Βάις αλλά ακόμη περισσότερο στην «Άννα», στην Ολίβια Κόλμαν δηλαδή, αυτή τη …σταχανοβίτισσα low-profile αγγλίδα ηθοποιό (η οποία είχε μια προϋπηρεσία στο επάγγελμα πάντως, έχοντας ένσημα ως Ελισάβετ στο «The Crown»). Η οποία Κόλμαν καταφέρνει μοναδικά να ισορροπεί ανάμεσα στην γελοιότητα και στο δράμα, στα υστερικά κυκλοθυμικά ξεσπάσματα και στην ανία που την κάνει να διοργανώνει αγώνες …αστακού, και στην βαθιά θλίψη για τα χαμένα αγέννητα παιδιά της που «ενσαρκώνονται» από τα κουνελάκια τα οποία διατηρεί ως κατοικίδια, σε μια γκροτέσκα έως και συγκινητική μεταφορά. Της δίνει έτσι μια ανθρώπινη διάσταση, μπορεί να σε κάνει όχι ασφαλώς να ταυτιστείς μαζί της (ο Λάνθιμος ήταν ανέκαθεν απομακρυσμένος από το μανιχαϊστικό δίπολο καλού-κακού), αλλά έστω να την συμπονέσεις. Και αυτό το σπάνιο συναίσθημα στο αποστειρωμένο, ενίοτε μισάνθρωπο και νοσηρό σύμπαν του δημιουργού, είναι που δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία το ερμηνευτικό κατόρθωμα της Κόλμαν.
Το σενάριο από την άλλη, πρωτογενής δημιουργία της Deborah Davis και προσαρμογή από τον Tony McNamara, είναι εμφανώς εξαντλητικά δουλεμένο, ψιλοκεντημένο και σμιλεμένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας, στακάτο και ζωντανό, βρίθει από ιοβόλες ατάκες βρετανικού τύπου χιούμορ (εδώ είναι που πρέπει να πω φλεγματικού;), οι λάτρεις κλασικών σειρών σαν το «Blackadder» θα βρεθούν στο στοιχείο τους. Ένα σενάριο που (με την δραστική ανάμειξη προφανώς του σκηνοθέτη) έχει πάρει ασφαλώς πολλές ελευθερίες, η ταινία έχει μπόλικους αναχρονισμούς, από τον τρόπο ομιλίας και το λεξιλόγιο μέχρι τον ρουχισμό της Sandy Powell, μολαταύτα είναι κατά βάση ιστορικά ακριβής (για όσους έχουν απορία, η Άμπιγκεϊλ π.χ. έχει καταγραφεί σε έναν ποιητικό λίβελο της εποχής ως «μια αλαζονική αχάριστη σκύλα»). Από την άλλη βέβαια, η αξιολόγηση της Άννας ως μιας παχιάς, αφελούς βασίλισσας, άβουλο έρμαιο των ευνοουμένων της, για πολλούς ιστορικούς οφείλεται και εν μέρει σε εκ των υστέρων προκαταλήψεις εναντίον των γυναικών. Έτσι κι αλλιώς όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με ιστορικό ντοκιμαντέρ, η ιστορική ακρίβεια και αυθεντικότητα άλλωστε είναι μια φενάκη, εξ ορισμού η Ιστορία (πόσο μάλλον οι ταινίες που θέλουν να την αναπαραστήσουν) είναι προβολές του παρόντος στο παρελθόν (και το ανάποδο). Ο δε Λάνθιμος εδώ προκρίνει μια σύγχρονη, σχεδόν ποπ προσέγγιση, η οποία μπορεί να παραπέμψει και σε δημιουργήματα όπως ο ‘Αμαντέους’ του Μίλος Φόρμαν ή ακόμη-ακόμη η ανάλαφρη ‘Αντουανέτα’ της Σοφίας Κόπολα.
Και εδώ ξανατίθεται το ερώτημα… Γιατί μια τέτοια ταινία; Έχει στόχο να καυτηριάσει την ηθική παρακμή και σαπίλα της (αγγλικής και όχι μόνο) βασιλείας και αριστοκρατίας; Να αναδείξει την γελοιότητα και το εφήμερο της εξουσίας και των σαπρόφυτων που φύονται τριγύρω της; Να αποτυπώσει διαχρονικά μοτίβα ανθρώπινης συμπεριφοράς και το αναλλοίωτο της ανθρώπινης φύσης; Κάποιοι ίσως προσπαθήσουν να την ερμηνεύσουν και υπό ένα πρίσμα έμφυλου σχολιασμού, υπό την χρήση κιόλας του μοδάτου …σφυριού των identity politics (που ως γνωστόν σε κάνουν μετά να βλέπεις όλο τον κόσμο ως …καρφιά). Γιατί πράγματι στην ταινία οι γυναίκες είναι οι πρωταγωνίστριες, είναι έξυπνες, είναι δυναμικές, καβαλάνε άλογα, μηχανορραφούν, κρατάνε όπλα, οι άντρες είναι γελοία πλάσματα κάπου στο περιθώριο. Ωστόσο η επινόηση πρωτο-φεμινιστικών προτύπων στα πρόσωπα τους είναι ένας αναχρονισμός με μεγάλη ανιστόρητη βαρύτητα, καθώς ως γνωστόν ποτέ η ύπαρξη βασιλισσών, κομισσών και δουκισσών και άλλων τιτλούχων δεν υπηρέτησε το ζήτημα της θέσης της γυναίκας, ποτέ δεν ευνόησε καμία ισοτιμία (όπως δεν το έκανε π.χ. η λατρεία της Παναγίας-Μαντόνας), ο βασικός γαρ διαχωρισμός για αιώνες ήταν (και κατά βάση ακόμη είναι) ο ταξικός, το χάσμα ανάμεσα στην ελίτ και στην «πλέμπα», στους «γαλαζοαίματους» και στον απλό λαό.
Για να δώσω όμως εν τέλει μια προσωπική απάντηση στο ερώτημα, πιστεύω ότι έκανε αυτή την ταινία ακριβώς …«γιατί μπορούσε» (και από οικονομική άποψη επίσης, οι ταινίες εποχής είναι ακριβό σπορ). Αντιμετωπίζοντας ίσως μια πρόκληση στο να δράσει κινηματογραφικά μέσα στον περιορισμό και στον …κορσέ ενός είδους, το οποίο μάλιστα έχει δώσει στο παρελθόν αναλογικά λίγα πραγματικά αριστουργήματα καθώς κατά βάση κυριαρχείται από στυλιζαρισμένη γραφικότητα και κιτς (ας –μην-θυμηθούμε τα εγχώρια κατορθώματα, από τις παλιότερες ταινίες-φουστανέλες-πανοπλίες μέχρι τα σύγχρονα …σμαραγδουργήματα). Είναι σίγουρα κι ένα κλείσιμο του ματιού στο βρετανικό κοινό, η ταινία (όσο κι αν αυτό δεν εξυπηρετεί την εθνικοπατριωτική μας δίψα για δανεική υπερηφάνεια) είναι ‘oh so british’ μέχρι το μεδούλι της, από την θεματολογία μέχρι και την προσέγγιση (ακόμη και ο σχεδόν …παβλοφικά αυτονόητος, όταν πρόκειται για δράματα αναξιοπαθουσών της βρετανικής αυλής, Elton John κάνει ηχητική εμφάνιση.) Έτσι κι αλλιώς ο Λάνθιμος μπορεί να είναι μεν γέννημα της γενεαλογίας του ελληνικού σινεμά, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια ανορθογραφία στην πορεία της. Πώς το είχε πει και ο Σεφέρης για τον εαυτό του όταν πήρε το Νομπέλ; «Είμαι ένα λάθος στην ελληνική λογοτεχνία». (αν πάντως θελήσουμε να ψάξουμε τις ελληνικές παρουσίες αξίζει να σταθούμε στην άξια δουλειά του Γιώργου Μαυροψαρίδη στο μοντάζ). Και δεν ξέρω αν είναι φαντασία μου, αλλά υπάρχει και μια αναλογία στην ταινία που την εξέλαβα ως συνειδητό κλείσιμο του ματιού στο έτερο Έλληνα σκηνοθέτη-«ανορθογραφία» της τελευταίας δεκαετίας: η σκηνή όπου η βασίλισσα Άννα αναγκάζει την βοηθό της να της κάνει γονατιστή μασάζ στο ταλαιπωρημένο από την ποδάγρα πόδι της, σαν ένα μέσο όχι τόσο ανακούφισης και ηδονισμού αλλά περισσότερο ταπείνωσης και υποτέλειας, μου έφερε κατευθείαν στον νου τις σκηνές στην «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη, όπου το αφεντικό εξαναγκάζει τον πειθήνιο εργαζόμενο να του κάνει καθημερινά εντριβές στο πόδι. Τυχαίο; Μπορεί. Αποκαλύπτει όμως ότι είτε πρόκειται για βιοτέχνη φωτιστικών είτε για βασίλισσα της Αγγλίας, όλα τα αφεντικά από το ίδιο οπλοστάσιο εξυπηρετούνται…
Κλείνοντας και συνοψίζοντας: ακόμη κι αν το αποτέλεσμα στα πλαίσια τα οποία περιγράψαμε δικαιώνει τον Λάνθιμο, η «Ευνοούμενη» είναι γαρ μια λίαν διασκεδαστική στη θέαση της ταινία, είναι από την άλλη, όσο κι αν τούτο φαίνεται οξύμωρο (και όσο αγαλματάκια και αν πάρει τελικά), η λιγότερο φιλόδοξη, η λιγότερο πνευματικά και στοχαστικά και νοηματικά προκλητική και απαιτητική του. Θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς μεταβατική, ότι βρίσκει τον σκηνοθέτη σε ένα μεταιχμιακό σημείο. Γιατί σε αφήνει με προσδοκία και περιέργεια για τον δρόμο που θα επιλέξει να τραβήξει και για τον τρόπο με τον οποίο θα εξελίξει την κινηματογραφική του γλώσσα ένας δημιουργός στον οποίο είναι πλέον στραμμένα τα βλέμματα του κόσμου όλου. Διόλου εύκολη η θέση, λίαν προκλητική όμως…
Βαθμός: 7,5