Σινε-MiC
Κατά έναν τρόπο το Βιετνάμ (σιγά σιγά και το Ιράκ) είναι ένας μεγάλος χορηγός ...έμπνευσης του αμερικανικού κινηματογράφου
Με λίγη βοήθεια απ’ τους φίλους του...
Ταινία μπάντι-μπάντι-μπάντι, ταινία «δρόμο παίρνω - δρόμο αφήνω», μετα-πολεμική αργοκαυστική σάτιρα, μετα-θάνατον τραγέλαφος, ταινία πολυσύνθετη πολυσυλλεκτική και τόσο μα τόσο απλή. Στην μακρινή μας Αμερική του χθες του σήμερα του αύριο, τόσο κοντινή πια με το διαδίκτυο και την «έξυπνη» τεχνολογία, οι πόλεμοι είναι ίδιοι, οι πεζοναύτες είναι ίδιοι, οι καραβανάδες είναι ίδιοι, όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν με καθησυχαστική ανατριχίλα. Πιθανώς και στον κόσμο όλο, λένε οι εφευρέτες των πολέμων.
Βετεράνος [Steve Carell] επιζήσας του Βιετνάμ, χτυπημένος από τη μοίρα δις [=διμοιρία], μετακαλείται από αυτήν για μια τρίτη και φαρμακερή φορά [ο τρίσμοιρος]. Στην απελπισία του σκέφτεται τους φίλους του τότε. Βρίσκει τον έναν [Bryan Cranston] ρέμπελο ιδιοκτήτη μπαρ, αθεράπευτα στάσιμο. Βρίσκει τον άλλον [Laurence Fishburne] σε άλλη φάση από αυτήν που τον άφησε, μεταμορφωμένο. Δεν είναι εύκολο αλλά πείθονται να του συμπαρασταθούν σ’ αυτό το δυσάρεστο ταξίδι επιστροφής που διασχίζει τη χώρα από τη δυτική στην ανατολική της πλευρά.
Στο δρόμο ο Λινκλέιτερ αρχίζει αργά αλλά σταθερά να «φανερώνει» τα καρφιά του συστήματος. Με επιχειρήματα, με απτά παραδείγματα, με μαεστρία, με πικρία. Δεν αρκείται στα σημάδια απ’ τις πληγές όπως ο άπιστος Θωμάς, ανατέμνει αυτές σε βάθος, σαρκάζει ενίοτε, αυτοσαρκάζεται πρώτα [με αφορμή το όνομά του, Ρίτσαρντ], αντιπαρατίθεται, ανησυχεί, επαγρυπνά, πιστεύει στην συνειδητοποίηση, στην αφύπνιση, στην αυτοΐαση. Δικαιώνεται; Επαληθεύεται; Διαψεύδεται; Τουλάχιστον δεν αιθεροβατεί ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Τα υπόλοιπα είναι φυλαγμένες εκπλήξεις.
Σπουδαίο υλικό στα χέρια του οι δυο παλιόφιλοι. Ο ένας, ο καλός άγγελος της επιφοίτησης. Ο άλλος, ο κακός διάολος της αμφισβήτησης. Με πασιφανή διαφορά στην καταγωγή και στην προέλευσή τους. Ωραία σκηνή η πρώτη φορά που στέκονται μπροστά στο τρίτο κάλεσμα της μοίρας τους. Γιατί είναι κοινή τους μοίρα, όπως θα διαπιστώσετε. Ωραία σκηνή το σχόλιο για τον «μαύρο αδερφό» που τραγουδάει αθυρόστομο ραπ, άμεσα αναγνωρίσιμος ως ο ασπρουλιάρης Έμινεμ [Without Me]. Ωραία σκηνή ο cheerleader που έγινε leader [αμετάφραστο λογοπαίγνιο που σπάει κόκαλα]. Η ανθολογία δένει σιγά-σιγά τη μαρμίτα που έχουν πέσει μέσα.
Οι μπηχτές του σκηνοθέτη δεν είναι υπονοούμενα. Είναι παλούκια, αγκάθια [δημο]κρατικά στο σώμα των απλών πολιτών, των σκεπτόμενων ανθρώπων, των αγανακτισμένων και μπουχτισμένων από εθνικά και άλλα παραμύθια. Δεν τα έμπηξε αυτός βεβαίως-βεβαίως. Αισθάνεται κι ο ίδιος, πιστεύω, τις πληγές της σταύρωσης, θρησκευτικής-πατριωτικής-οικογενειακής. Κι αν δεν μπορεί αυτός να απανθίσει, να καταδείξει, να στηλιτεύσει, τότε τι στον κόρακα μπορεί; Τολμηρό και πολύ πρόωρο, παρόλα αυτά καλά καμωμένο. Γιατί πρόωρο όμως;
Διότι είναι σημαντικό ότι υποδιπλασίασε τον χρόνο αντίδρασης. Η προηγούμενη φρικτή εθνική εμπλοκή σε πόλεμο «απελευθερωτικό» χρειάστηκε 30 χρόνια για να ξεσπάσει. Για να μιλήσουν αυτοί που βίωσαν και ακόμα πληρώνουν τις συνέπειες. Τώρα πια, η απόσταση είναι μόνο 15 έτη από τη δεύτερη τραγική εποχή των δολοφόνων. Οι συνέπειες πιο έντονες, πιο «περίτεχνες», πιο επιθετικές. Κατά μια εύλογη ειρωνεία, όσοι πέθαναν άμεσα, γλύτωσαν. Πικρή στερνή σοφία κι αυτή, ε;
Ωστόσο, η ιστορία επαναλαμβάνεται ακόμα και μετά μουσικής. Τελευταίο σχόλιο το τραγούδι του Ντύλαν, Not Dark Yet. Προφήτης στο τόπο του, κάγχασε ο Κάλχας!!!
Βαθμός: επιεικώς εννιά [9]