Σινέ-MiC
Δημιουργικές-φυλετικές συγκρούσεις στο στούντιο την εποχή των πρώτων μπλουζ ηχογραφήσεων. Του Κώστα Καρδερίνη
Ξεκίνησα να δω αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά φέρνοντας στο νου τα Μπλουζ με σφιγμένα δόντια [Le blues entre les dents /Blues Under the Skin, 1973] του Ροβήρου Μανθούλη. Την περιέργειά μου κέντρισαν ιδιαίτερα δυο παρατηρήσεις του Μανθούλη: α. ότι μέχρι τότε [1972] δεν είχε γυριστεί καμιά ταινία σχετική με τα μπλουζ των μαύρων [γιατί άραγε;] και β. ότι όλοι οι πρωταγωνιστές αυτής της μουσικής είχαν κάνει στη φυλακή, πολλοί εξ αυτών έχοντας διαπράξει κάποιο φόνο.
Εδώ λοιπόν βρισκόμαστε στην μπελ επόκ των μπλουζ του Μέμφις [20ς] όπου η, αποκαλούμενη «μαμά» του μουσικού αυτού είδους, Γερτρούδη Ρέινι [Viola Davis] πρόκειται να κάνει ιστορική ηχογράφηση μερικών από τα χαρακτηριστικότερα άσματά της. Στο στούντιο βρίσκονται ήδη οι μουσικοί της και προθερμαίνονται. Η προθέρμανση παίρνει φωτιά εξαιτίας του φέρελπι ονειροπόλου τρομπετίστα Λίβι [Chadwick Boseman] ο οποίος θέλει να επιβάλλει την εκμοντερνισμένη ενορχήστρωσή του, έχοντας εξασφαλίσει την εύνοια των «λευκών» [όπως υποτιμητικά αποκαλούνται από τους μουσικούς] παραγωγών.
Ενώ η Μα Ρέινι αντιμετωπίζει προβλήματα καθοδόν που άπτονται του ευνοούμενού της Συλβέστρου [Dusan Brown] και του ιδιαίτερου και αμφίπλευρου ταπεραμέντου της, ο Λίβι περνά στην αντεπίθεση πλαγιοκοπώντας την έτερη ευνοούμενη [Taylour Paige] με τις πλάτες των υπολοίπων. Παρόλο που η δομή του έργου δεν καταφέρνει να απαγκιστρωθεί από το θεατρικό δράμα απ’ το οποίο προήλθε, οι εκρηκτικοί μονόλογοι αναδεικνύουν το απαράμιλλο ταλέντο του Τσάντγουικ Μπόουζμαν [1976-2020] και δευτερευόντως της Βαϊόλα Ντέιβις.
Είναι εξαίρετη επιλογή να πλησιάζεις τον ψυχισμό και την ουσία δυο «μονομάχων» πρωταγωνιστών, εκπροσώπων του κλασικού παρόντος [Ρέινι] και του ρηξικέλευθου αύριο [Λίβι], απομονώνοντάς τους και δίνοντας ανεξάρτητο χωροχρόνο στον καθέναν. Μπορεί συναισθηματικά η παλάντζα να γέρνει υπέρ του μακαρίτη Μπόουζμαν [ψυχοπαίδι του Ντένζελ Ουάσιγκτον] αλλά η πολυπλοκότητα του φερώνυμου χαρακτήρα που υποδύεται / καταδύεται η Ντέιβις επανακτά όγκο και βαρύτητα ακόμη και [κυρίως] εν τη απουσία της.
Θα θέλαμε, βολικά ίσως, να καταχωρήσουμε τα επεισόδια αυτής της ταινίας ως «εσωτερική υπόθεση μεταξύ μαύρων». Έρχεται όμως εκείνη η καταληκτική σκηνή να μας δείξει ποιοι είναι πραγματικά αυτοί οι λευκοί που δεν κατονομάζονται επακριβώς. Πόσο στυγνοί εκμεταλλευτές είναι το ξέρει ήδη η Μα Ρέινι, γεγονός που το βιώνει οδυνηρά ο φέρελπις Λίβι, μέχρις σημείου αυτοανάφλεξης. Χωρίς καμία ρατσιστική προδιάθεση, πρόκειται για τους ίδιους αυτούς λευκούς που νέμονται τη βιομηχανία του θεάματος [βλέπε Μανκ, του Φίντσερ] και του ακροάματος επί πολλές δεκαετίες. Δίνονται δε σαφείς νύξεις για την προέλευση των «λευκών» μπλουζ.
Κι αν είναι πονεμένη μουσική τα νέγρικα μπλουζ, όπως και όσο είναι τα ρεμπέτικα, αυτό βγαίνει πολύ έντονα και εξαιρετικά από τα σπλάχνα αυτής της σπαραχτικής δημιουργίας.
Βαθμός: επτάμισο [7,5]