Σινε-MiC
Η ταινία με το ασημένιο μετάλλιο (άρκτο στην κινηματογραφική αργκό) από το Βερολίνο. Αν σας αρέσει ο Κισλόφσκυ, μπορεί να σας αρέσει και ο Βασιλέφσκυ. Του Κώστα Καρδερίνη
Η ειρωνεία του τίτλου αναφέρεται στην αμέσως-μετά-τον-Γιαρουζέλσκι Πολωνία. Οι βίοι και οι πολιτείες τεσσάρων γυναικών διαπλέκονται [ενώνονται ίσως;] αναγκαστικά με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση της αστικής τάξης με μετάσταση. Η ίδια η χώρα και η φάση της μετάβασης στην ελεύθερη «σοσιαλιστική» οικονομία καθρεφτίζεται στα πρόσωπα και αποτυπώνεται στα σώματά τους. Η απόλυτη μοναξιά πρυτανεύει, η συναισθηματική κούραση υπονομεύει, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία κουτσουρεύει [δρυός πεσούσης], η νεοφιλελεύθερη προοπτική φυλλοροεί.
Στο κλίμα μας βάζει μια συνηθισμένη οικογενειακή συνάθροιση, διανθισμένη με αλκοόλ και αποξένωση, που γίνεται στο διαμέρισμα της νεαρής Μαρζένα [Marta Nieradkiewicz]. Εκεί καταφθάνει τελευταία η Ίζα [Magdalena Cielecka], διευθύντρια σχολείου και παράφορα ερωτευμένη με τον χήρο πατέρα μιας μαθήτριάς της. Στην ομήγυρη βρίσκεται και η καταπιεσμένη Άγκατα [Julia Kijowska], δυστυχισμένη σύζυγος του παρόντος Γιάσεκ [Lukasz Simlat], μητέρα κόρης και ιδιοκτήτρια βιντεοκλάμπ, που ψάχνει αποκούμπι σε έναν απαγορευμένο έρωτα. Έτερη γειτόνισσα της πρώτης είναι η ακουσίως συνταξιοδοτημένη Ρενάτα [Dorota Kolak] η οποία εποφθαλμιά σε μια σχέση με την ομορφονιά τής απέναντι πόρτας, ανεξαιρέτου μορφής.
Ο κύκλος κλείνει με την, οργανώσασα το πνιγηρό τσιμπούσι, Μαρζένα, πρώην μις καλλιστείων και νυν δασκάλα χορού [φαν της Ουίτνι κα του Φλάσντανς], η οποία αποφασίζει να κυνηγήσει το προσυζυγικό της όνειρο για μια θέση στο καλλιτεχνικό στερέωμα, με οποιοδήποτε τίμημα. Κάπου ανάμεσα σε βιντεογράμματα και τιτιβίσματα πουλιών, στα επόμενα εκατό λεπτά, γίνεται όλο και πιο ασαφές ποιοι είναι παρόντες και ποιοι απόντες, ποιοι κρατάνε απουσιολόγιο και ποιοι το σκίζουν. Η απόγνωση βάζει πολλά γκολ και η επίγνωση είναι μάλλον πικρή και άχρηστη στερνή γνώση. Το συναίσθημα καβαλάει τη φρόνηση ελλείψει καβαλιέρων και καβαλάρηδων.
Στα πολωνικά η λέξη Miłość όπως και στα αγγλικά η λέξη Love έχουν πολλές σημασίες. Κολυμπούν σε μια τεράστια πισίνα εννοιών, από τη χριστιανική και τη φιλανθρωπική αγάπη, τη συμπάθεια, την ωραιοπάθεια και τον πλατωνικό έρωτα μέχρι το παράφορο πάθος, τον ανεκπλήρωτο πόθο, τον οίστρο και τον ίμερο, ακόμη και το οιδιπόδειο. Όλες αυτές οι εκφάνσεις είναι συναισθήματα υπό διήθηση στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αγάπης. Οι ηθμοί των συναισθημάτων αυτών [άνδρες, με διάφορους τρόπους απόντες] είναι καταλυτικοί με αποτέλεσμα τα συναισθήματα να μεταλλάσσονται αναπάντεχα και ενίοτε διπολικά σαν σιαμαία.
Αξιοθέατο πώς ο, δεκαετής το 1990, σκηνοθέτης Tomasz Wasilewski καταφέρνει να διαχειριστεί τους ηθοποιούς με μαεστρία και φυσικότητα και ταυτόχρονα να αποδώσει το κλίμα και το γράμμα μιας εποχής που υποπτεύομαι ότι σέρνει το καράβι ως το σήμερα. Οι κινηματογραφικές του σπουδές στο Λοτζ δεν πήγαν χαμένες, γεγονός που είχε διαφανεί και στην πρώτη του, όχι αδιάφορη, παρουσία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [Στην κρεβατοκάμαρα, 2012]. Σίγουρα έχει συνδράμει τα μάλα ο, εκ Ρουμανίας διευθυντής, της μαγικά ρεαλιστικής ιδιόρρυθμης φωτογραφίας, Oleg Mutu, ο οποίος θεωρείται από τους κορυφαίους χτίστες του νέου ρουμανικού κύματος [μόνιμος συνεργάτης των Puiu, Mungiu, Loznitsa].
Από μια τόσο μεστή συμπαραγωγή δεν μπορεί να απουσιάζει η κρατική πολωνική τηλεόραση, χωρίς φυσικά να καπελώνει την έμπνευση, την ελευθερία έκφρασης, τα καρφιά για το πασχαλινό μήνυμα του θεανθρώπου και τη δημιουργικότητα του σκηνοθέτη. Είναι ίσως μεγαλεπήβολο να θέλει να εγκολπώσει το πνεύμα του Δεκαλόγου [1989-1990] του Krzysztof Kieslowski σε μια και μόνη ταινία, από την άλλη όμως δεν βλέπω να έχει κάνει κάποιο σπουδαίο βήμα πέρα από τον δάσκαλό του. Έχει ωστόσο αλλάξει οπτική γωνία και βλέπει με πιο απαισιόδοξο μάτι το μονοχρωματικό αύριο. Σκέφτομαι, δε, τι θα είχε γίνει αν είχε φέρει αυτό το, βραβευμένο με Αργυρή Άρκτο, σενάριο για χρηματοδότηση στην ελληνική τηλεόραση!!!
Βαθμός: επτάμισο [7,5]