Σινέ-MiC
Ναζί και Τέχνη, βρώμικα μυστικά και κατατρεγμένοι έρωτες, πιασάρικο το θέμα, ιδανικό υλικό για τον σκηνοθέτη της "Ζωής των Άλλων" να κάνει μια "ωραία" ταινία. Είναι όμως και σπουδαία;
«Είχε πολύ ωραία κορίτσια!»
Μια ατάκα μιας κυρίας που κατέβαινε αργά τις σκάλες του σινεμά, την ώρα που έπεφταν οι τίτλοι τέλους και οι τελευταίες νότες από το soundtrack του Max Richter, μιας από εκείνες τις κυρίες περασμένης ηλικίας που λατρεύω να βλέπω στους κινηματογράφους, με την φίλη της παρέα και το προσεγμένο ντύσιμο και το φρέσκο μαλλί κομμωτηρίου, μια ατάκα που έδρασε σχεδόν διαφωτιστικά, συμπυκνώνοντας τι ήταν αυτό που δεν μου άρεσε στην ταινία του πολύφερνου γερμανού σκηνοθέτη. Θα μου πείτε, τι συμβαίνει, δεν σου αρέσουν τα ωραία κορίτσια; Όχι, δεν μου αρέσουν τα «ωραία» κορίτσια…
Κάποτε υπήρξε μια πραγματική Μαριάννε (που στην ταινία λέγεται Ελίζαμπετ), ζούσε στην Δρέσδη, ήταν μια νέα κοπέλα που αγαπούσε την τέχνη, στα 21 της διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια, για την ναζιστική κοσμοθεωρία ήταν περιττό υλικό, άχρηστη ύπαρξη, κλείστηκε σε ίδρυμα, στειρώθηκε και τελικά έχασε τη ζωή στα πλαίσια του διαβόητου προγράμματος ευθανασίας Τ-4. Στη μνήμη της υπάρχει σήμερα σε κάποιο πεζοδρόμιο της «Φλωρεντίας του Βορρά» μια μικρή αναμνηστική πλάκα με το όνομά της. Αλλά κυρίως υπάρχει το έργο φόρος-τιμής του ανιψιού, του σπουδαιότερου εν ζωή ζωγράφου, του Gerhard Richter, ένας από τους πιο γνωστούς από τους περίφημους φωτορεαλιστικούς θολούς πίνακες του με τίτλο «Θεία Μαριάννε» (δυστυχώς ανήκει σε ιδιωτική συλλογή κάποιου συλλέκτη κάπου στην Ταϊβάν). Και όχι, η θεία Μαριάννε δεν ήταν «ωραίο» κορίτσι.
Ούτε η ίδια η τέχνη του Gerhard Richter είναι «ωραία», τουλάχιστον μέσα από την περιοριστική αντίληψη ότι η Τέχνη είναι η απεικόνιση του ωραίου και η αναζήτησή του ακόμη και μέσα στο άσχημο, το αποκρουστικό. Θυμάμαι, για να ανατρέξω στην προσωπική εμπειρία την σειρά πινάκων του στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νυρεμβέργης, με τίτλο «Stadtbild», εικόνα μιας πόλης, όταν κοιτάς από ψηλά, ο κόσμος μοιάζει με ζωγραφιά έλεγε το τραγούδι, μόνο που τούτη η ζωγραφικά έχει κάτι το ανησυχητικό, η πόλη μοιάζει βομβαρδισμένη, απεικονισμένη με έντονες βιωματικές γκρίζες και μαύρες πινελιές σε λευκό, μπορεί να είναι η Δρέσδη των παιδικών του χρόνων, η πόλη που δεν υπάρχει πια μετά εκείνο το στρατηγικά αχρείαστο συμμαχικό έγκλημα.
Η ζωή του Richer, η πορεία ενηλικίωσης του μέσα από την δραματική ιστορία του 20ου αιώνα, Τρίτο Ράιχ, δικτατορία, πόλεμος, βομβαρδισμοί, αποναζιστοποίηση, σοβιετική κατοχή, σοσιαλιστικός ρεαλισμός, το τείχος, η …αβάν γκαρντ, είναι η πηγή έμπνευσης για την νέα ταινία (που είχε και οσκαρικές βλέψεις, φρούδες τελικά) του Florian Henckel von Donnersmarck που έκανε όνομα με την αξέχαστη «Η ζωή των άλλων» και έκτοτε πάει από το καλό στο χειρότερο. Βασίζεται σε βιβλίο («Ein Maler aus Deutschland» του δημοσιογράφου Jürgen Schreiber), η πρόθεση του σκηνοθέτη ήταν να γίνει και με τις ευλογίες του ιδίου του καλλιτέχνη και έτσι ξεκίνησε μάλιστα, στην πορεία όμως το πράγμα στράβωσε, ο Richter έφτασε να καταφέρεται δημόσια εναντίον της ταινίας αλλά και του σκηνοθέτη. Τα σοβαρά έντυπα της Γερμανίας είχαν κουτσομπολίστικο υλικό για μήνες.
Στην τρίωρο λοιπόν έπος του «φον κλπ κλπ», όπου μετά το όλο τζέρτζελο τα ονόματα είναι όλα αλλαγμένα (και ο Γκέρχαρντ έγινε Κουρτ), δεν υπάρχει χώρος για το «άσχημο». Ακόμη και όταν απεικονίζεται το αδιανόητο, ένας βομβαρδισμός, ένας θάλαμος αερίων. Όλα έχουν μια επικάλυψη εστέτ γυαλάδας και αισθητικής «τελειότητας». Και με ένα βλέμμα σκληρά αρσενικό. Η θεία Μαριάννε είναι δροσερή και ωραία, η γυναίκα που ερωτεύεται και παντρεύεται (που είναι και κόρη ενός ναζί γιατρού) είναι δροσερή και ωραία, οι… πωποί είναι όλοι τέλειοι και ιδανικοί όπως και η ρώγα της Paula Beer που τσουπ εμφανίζεται μέσα στην ταινία με κάθε αφορμή, φυσικά και ο Tom Schilling είναι επίσης «ωραίος» (σαν… τραγουδιστής ίντυ συγκροτήματος). Μέχρι και η μουσική του Max Richter (απλή συνωνυμία ασφαλώς!) είναι συντηρητικά προβλέψιμη και «comme il faut», ακολουθεί το μελετημένα καλογραμμένο σενάριο, τα σωστά βιολιά στις σωστές στιγμές, μέχρι το μελό χάπι έντ.
Είναι κι ένα κρίμα, διότι παρολ’ αυτά η ταινία μπορεί να δώσει λαβές για περαιτέρω σκέψεις, για την ίδια την Τέχνη και τον ρόλο της και την σχέση του Εγώ με την εκάστοτε κοινότητα, και μπορεί να αποτελέσει μια αφορμή για να αναζητήσει κανείς το έργο του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη. Ωστόσο δεν καταφέρνει (και όχι ότι είναι κι εύκολο μεταξύ μας) να περάσει στον θεατή κάτι από την αγωνία του καλλιτέχνη στην αναζήτηση της προσωπικής έκφρασης, πέρα από διάφορες κοινότυπες και φαινομενικά βαθυστόχαστες ατάκες (ή από το πέρασμα του Γιόζες Μπόις και της γνωστής ιστορίας του με την κατάρριψη του αεροπλάνου του στον πόλεμο πάνω από την Κριμαία και την διάσωσή του από Τατάρους αγρότες).
Αν και ο γερμανικός τίτλος είναι «Werk Ohne Autor», έργο χωρίς δημιουργό (μια δημοσιογραφικά στερεότυπη φράση που χρησιμοποιούνταν στην Γερμανία για τα έργα του Ρίχτερ), και η ελληνικά (και αγγλική) επιλογή ως «Μη χαμηλώνεις το βλέμμα» κρίνεται εύστοχη, μη χαμηλώνεις το βλέμμα μπροστά στην αλήθεια της ζωής, στην αλήθεια της Τέχνης, όσο τρομακτική κι αν είναι αυτή. Μια ερμηνευτική γωνία που μπορεί να φωτίσει και την άλλη παράλληλα ιστορία της ταινίας, για μένα και την πιο ουσιαστική, εκείνη του ναζί γιατρού των SS (μια ακόμη στιβαρή ερμηνεία από την Sebastian Koch, έχουμε ήδη ξεχάσει το πέρασμα του από ταινία του… Σμαραγδή) ο οποίος την σκαπουλάρει και γίνεται γρανάζι και του σοβιετικού «αντιφασιστικού» μηχανισμού της ΛΔΓ. Και πριν βιαστεί κάνας ενθουσιώδης ντόπιος (ή μη) σινεκριτικός να μιλήσει για δύο άκρα και ναζισμό και κομμουνισμό χέρι-χέρι, η συνέχεια της ιστορίας θα φέρει τον γιατρό να περνά και στο «ελεύθερο» τμήμα της Γερμανίας για να συνεχίσει κι εκεί απερίσπαστος την καριέρα του. Όπως συνέβη μεταπολεμικά και με χιλιάδες άλλους μικρούς και μεγάλους στυλοβάτες του ναζιστικού καθεστώτος, δασκάλους, γιατρούς και δικαστικούς και άλλους «δήμιους ευυπόληπτους πολίτες», που έλεγαν και οι Αδιέξοδο… Κανένα βλέμμα, μόνο μάτια ερμητικά κλειστά…
6,5