Σινέ-MiC
Ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που ξεφεύγει από την βαρετή προβλέψιμη νόρμα του είδους. Κατά έναν τρόπο θα έλεγε κανείς ότι το επιβάλλει αυτό ο πρωταγωνιστής του. Του Κώστα Καρδερίνη
Εν αρχή ην τα λεγόμενα του Ντέιβιντ Μπόουι, λόγια/σχόλια του οποίου μας ακολουθούν καθόλη τη διάρκεια αυτού του ιδιόρρυθμου ντοκιμαντέρ, για έναν ροκ σταρ που έπεσε στον πλανήτη μας από το διάστημα [Ο άνθρωπος που έπεσε στη Γη, 1976]. Κατόπιν εικόνες από μύριες ταινίες, επιστημονικής και μη επιστημονικής, φαντασίας, ένα μωσαϊκό επιρροών του σκηνοθέτη και του Ζίγκι Στάρνταστ, μωσαϊκό που αναδεικνύει πόσο παλιό και συνυφασμένο με το θέαμα είναι το θέμα του άλλου εγώ ή των άλλων εγώ εν προκειμένω. Αν μιλούσαμε με όρους λογοτεχνίας, θα λέγαμε ότι ο Μπόουι ήταν ο Πεσόα της μουσικής βιομηχανίας, ο οποίος όμως άνοιξε διάπλατα το σεντούκι με τα ετερώνυμα και τις πολλαπλές προσωπικότητες όσο ήταν εν ζωή.
Όμως το πλέον ανατριχιαστικό είναι ν’ ακούς τη φωνή του κορυφαίου Ρούντγκερ Χάουερ [1944-2019] που ως ηγετική ρέπλικα του πολυαγαπημένου Blade Runner [Μπλέηντ Ράνερ ομάδες εξόντωσης, 1982] λέει στην ακροτελεύτια σκηνή: κι όλα αυτά [που έζησα] θα χαθούν σα δάκρυα... [στη βροχή]. Και μετά διαβάζεις ότι η ημερομηνία γέννησης της εμβληματικής αυτής ρέπλικας [08/01/2016], που αναρωτιέται «ποιος είναι, που πάει, τι κάνει και που βρίσκεται», συμπίπτει με τα 69α γενέθλια του Μπόουι και την κυκλοφορία του κύκνειου άλμπουμ Blackstar.
Εδώ καταθέτω και τα λεγόμενα του σκηνοθέτη: Η αλήθεια δεν είναι μοναδική ούτε μονότιμη – ο καθένας έχει διαφορετικό τρόπο να βλέπει τα πράγματα. Η αλήθεια υπάρχει στην μυθοπλασία, υπάρχει και στην μη-μυθοπλασία. Όποιος βλέπει ταινία του Μάικλ Μουρ και νομίζει ότι προβάλλει την απόλυτη αντικειμενική αλήθεια, πλανάται πλάνην οικτράν. Το στιλ και οι συνθήκες / συμβιβασμοί της κινηματογράφησής του μας λένε ότι κάνει διασκεδαστικό σινεμά. Κι ως τέτοιο οφείλουμε να το εκλαμβάνουμε.
Ποιος είναι όμως ο Μπρετ Μόργκεν; Γιατί υπέστη τρεις καρδιακές προσβολές, πήγε τρις στον άλλο κόσμο και γύρισε άλλες τρεις για να τελειώσει αυτό το σπουδαίο ντοκιμαντέρ ζωής και θανάτου;
Όντας φοιτητής ασχολήθηκε με την καμπάνια επιρροής του Όλιβερ Νορθ για να εκλεγεί γερουσιαστής [Ollie's Army, 1996]. Με το πρώτο του συμπαραγωγικό ντοκιμαντέρ [On the Ropes, 1999] βρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ. Ακολούθησε αυτό για τον παραγωγό του Νονού Ρόμπερτ Έβανς [The Kid Stays in the Picture, 2002], το δραματοποιημένο/κινούμενο για τους «8 του Σικάγο» [Οι δέκα του Σικάγο, 2007], αυτό για τους Stones, 50χρονη μπάντα τότε [Crossfire Hurricane, 2012], για τον αυτόχειρα θρύλο Κερτ Κομπέιν [Cobain: Montage of Heck, 2015] και για την πρωτευοντολόγο-ανθρωπολόγο Τζέιν Μόρις Γκούντολ [Jane, 2017].
Από τα προηγούμενα -και ιδιαίτατα από τον μοναδικά γόνιμο τρόπο που διαχειρίστηκε το αρχείο της οικογένειας Κομπέιν- καταλαβαίνουμε ότι μελετάει ενδελεχώς τα θέματά του και εστιάζει σε λεπτομέρειες που αυξάνουν κατακόρυφα τη γοητεία του να ασχολείται κάποιος με αυτά και να απολαμβάνει ακόμη περισσότερο όταν βλέπει το επί της οθόνης επιτελέσμα. Το ανάλογο έκανε κι εδώ, για το φαινόμενο Μπόουι, το υλικό του οποίου διαχειρίστηκε με όλη την ψυχεδέλεια και την ψυχανάλυση που του αρμόζει. Χωρίς να κολλάει υπερβολικά στην πρώτη και δίχως να μεταχειρίζεται κλασικές μεθόδους για τη δεύτερη.
Ο εικονιστικός και εικαστικός συνειρμός, ότι ο Μπόουι πατάει στην εκατόχρονη και πλέον παράδοση των κινηματογραφικών ηθοποιών / ηρώων που μακιγιάρονται υπερβολικά και μεταμφιέζονται / ενδύονται μια δεύτερη ταυτότητα και «σχολιάζουν» ως τρίτοι τα πάθη, τις ανησυχίες και τις αδυναμίες του άλλου εαυτού [του ανθρώπου που έγινε καμβάς της ανθρωπότητας] – αυτός ο ευφάνταστος συνειρμός, είναι σαγηνευτικός, απόλυτα υπαρκτός και συνταρακτικός, ζωντανός και πάλλων, καταιγιστικός και ψυχανεμιστικός, στιβαρά αιτιολογημένος μες από τη λαίλαπα των εικόνων και των αφηγηματικών συναυλιακών τραγουδιών του σούπερ ανθρώπου που κατέβηκε στη Γη για να μας απογειώσει για πάντα.