Σινέ-MiC
Κατά την αστυνομική φιλμογραφία (και λογοτεχνία), τα τρένα είναι ένα πολύ επικίνδυνο μέρος. Ο Κώστας Καρδερίνης ασχολείται στο άρθρο του με μια ταινία-αρχέτυπο του είδους
και... η ζωή συνεχίζεται [the band played on]
Αρκετοί τοποθετούν αυτό το, κλασικό πια, νουάρ θρίλερ στο πάνθεον της δημιουργίας του μετρ. Πολλοί αναγνωρίζουν εδώ μέγα μέρος της πορείας του προς την ωριμότητα. Η συγγραφέας Πατρίσια Χάισμιθ, από την οποία άντλησε το πρωτογενές υλικό, δήλωσε ικανοποιημένη από την απόδοση του βασικού ψυχοπαθολογικού χαρακτήρα, του Μπρούνο, στις πλάτες του οποίου στηρίζονται μυθιστόρημα και ταινία, αλλά διαφώνησε με τις αλλαγές που επέφεραν οι Ρέιμοντ Τσάντλερ, Ζένζι Όρμοντ και Γουίτφιλντ Κουκ κατά τη μεταφορά στο πανί.
Η πρώτη σεκάνς ανοίγει με ένα παιχνίδισμα ανδρικών ποδιών και παπουτσιών που βαδίζουν προς το τρένο. Στο ίδιο βαγόνι συναντιούνται τα εντυπωσιακά δίχρωμα πατούμενα του μπον βιβέρ Μπρούνο [Ρόμπερτ Γουόκερ] με τα συντηρητικά του τενίστα Γκάι Χέινς [Φάρλεϊ Γκρέιντζερ]. Ο πρώτος αναγνωρίζει τον δεύτερο και τον πλησιάζει με ασυνήθη οικειότητα που του δίνει το θάρρος του γεγονότος ότι παρακολουθεί τη δημοσιότητα του ανερχόμενου τενίστα. Όσο συνταξιδεύουν ο Μπρούνο «ψαρεύει» διαρκώς τον Γκάι, μαντεύει τη δύσκολη κατάστασή του και του προτείνει να... ανταλλάξουν φόνους!
Ο Γκάι νομίζει ότι αστειεύεται αλλά ο Μπρούνο κάνει πράξη την πρότασή του και περιμένει από τον άλλον ανταπόδοση. Έχει προηγηθεί μια σκηνή όπου έχουμε πειστεί ότι η παθούσα Μίριαμ Τζόις Χέινς [Κάσεϊ Ρότζερς] ήταν άξια όσων έπαθε. Τη σκηνή του φόνου της ο Χίτσκοκ την απεικονίζει αριστουργηματικά και ευρηματικά μέσα από τον μυωπικό φακό της που κείται στο γρασίδι. Στην άλλη πλευρά, ο παθών Γκάι νοιώθει ανάμεικτα συναισθήματα. Ξεφορτώνεται ένα άχθος που δυσκόλευε τη μέλλουσα ζωή του με την Αν Μόρτον [Ρουθ Ρόμαν] αλλά με τον πλέον ακατάλληλο τρόπο. Επιπλέον ο Μπρούνο τον εκβιάζει ανοιχτά να εκτελέσει το δικό του μέρος της «συμφωνίας κυρίων».
Κι ενώ αρχικά όλα έμοιαζαν να είναι ξεκάθαρα, με άψογο φλεγματικό αριστοκρατικό στιλ ο μετρ ξετυλίγει σαν σουπιά τα πλοκάμια της αμφιβολίας, των δεύτερων σκέψεων, των αμφίσημων ελιγμών, των σκοτεινών προθέσεων και των ακόμη πιο ύποπτων πιθανών πράξεων. Στα πρόσωπα και στα σώματα των ηρώων του εκφράζονται, άλλοτε συγκαλυμμένα κι άλλοτε ανοιχτά, οι παθογένειες της «υψηλής» αμερικανικής κοινωνίας: καταπιεσμένα ερωτικά πάθη, αξιόμεμπτος πουριτανισμός, ενδοοικογενειακή βία, σοβαρά ψυχικά θέματα, διασυνδέσεις ημετέρων, προσχηματικός καθωσπρεπισμός, εγκληματική αναβλητικότητα, σκεπτικότητα για τους επιβολείς του νόμου και της τάξης.
Δεν ξεφεύγει ούτε ο καθολικισμός από το στόχαστρό του, παρόλο που εκείνη η τελική χιουμοριστική σκηνή κόπηκε από την αμερικάνικη εκδοχή της ταινίας κι ας είναι ιδανική για να αποφορτίσει την ένταση και την έντονη δράση της προηγούμενης. Όπως έγιναν κι άλλες μικροπερικοπές για να απαλύνουν όσο γίνεται οι ομοφυλοφιλικές έως και μισογυνικές πινελιές που έβαλε ο Τσάντλερ στο σενάριο, εξ όσων έχω διαβάσει. Συγκεκριμένοι δεύτεροι και τρίτοι γυναικείοι ρόλοι είναι χαρακτηριστικοί της τελευταίας παρατήρησης: η μητέρα του Μπρούνο [Μάριον Λορν] είναι εμφανώς διαταραγμένη καθοριστική προσωπικότητα, η αδερφή της Αν, η Μπάρμπαρα [η κόρη του Χίτσκοκ, Πατρίσια] έχει αστυνομικό δαιμόνιο εκνευριστικά καλύτερο των αστυνομικών, οι κυράτσες της δεξίωσης [Νόρμα Βάρντεν, η βασική] είναι επιδεικτικά αξιολύπητες υποκείμενες σε σάτιρα αλά Μπέρναρ Σο.
Κι αν το πρώτο μισό φαίνεται βρετανικό και γεμάτο ψυχολογικές τζιριτζάντζουλες, το δεύτερο μέρος της ταινίας είναι καθαρά αμερικανικό. Ο Μπρούνο στριμώχνει συνεχώς τον Γκάι για να ενδώσει στις προθέσεις του. Είτε καρφώνοντας το βλέμμα του σ’ αυτόν όταν όλοι οι άλλοι κοιτάνε το μπαλάκι του πινγκ πονγκ είτε αναπαριστώντας τον φόνο με νέα υποψήφια να μαγνητίζει το βλέμμα του είτε παγιδεύοντάς τον στο σπίτι του είτε προ(σ)καλώντας τον σε τελική μονομαχία σε κείνο το αριστουργηματικό ατελείωτο καρουζέλ του τρόμου με υφέρπουσες νύξεις που παραπέμπουν πλαγίως σε εκρηκτική ολοκλήρωση ερωτικής πράξης.
Κομβικός, όπως προανήγγειλα, ο ρόλος του Μπρούνο. Ο Σκοτ Γουόκερ τον υποδύεται με ανατριχιαστική ζωντάνια και καταδύεται στον σατανικό ψυχισμό και την τρέλα του κλιμακωτά, προκαλώντας κάθε φορά νέα ρίγη τρόμου και συγκίνησης. Είναι γνήσιος τραγικός χαρακτήρας που επαληθεύει κατά γράμμα τον ορισμό της αρχαίας τραγωδίας. Ακόμη πιο ανατριχιαστικό είναι το υπόβαθρο και το δράμα αυτού του ηθοποιού στην πραγματική του ζωή. Θάλεγε κάποιος ότι ξαναζεί τα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τα σχολεία που τον απέβαλαν, τις απορρίψεις της ζωής του και εν τέλει τον τραγικό του πρόωρο θάνατο, πριν κλείσουν δυο μήνες από την πρεμιέρα της ταινίας, σε ηλικία 32 ετών.
Ιδιαίτερο ρόλο κρατάει η μουσική. Τα δραματικά και τραγικά κρεσέντα της παραληρηματικής επένδυσης του Ντμίτρι Τιόμκιν αντιπαρέρχονται αθώες και παιδικές λαϊκές μουσικές με πιο εμβληματική το τραγουδάκι που λένε εν χορώ ο θύτης με το θύμα και τους φίλους της [The Band Played On, του 1895] ενώ στριφογυρίζουν ανέμελοι στο ίδιο εκείνο τραγικό καρουζέλ της ζωής και του θανάτου. Μνεία αξίζει και η αρχετυπική μαυρόασπρη φωτογραφία του Ρόμπερτ Μπερκς η οποία έφτασε μέχρι την υποψηφιότητα για βραβείο Όσκαρ.
Και, φυσικά, η ταινία βρίθει απολαυστικών λεπτομερειών οι οποίες χαροποιούν ιδιαζόντως τους παρατηρητικούς θεατές. Από τον επίμαχο αναπτήρα και την καρφίτσα-όνομα [τα εύκολα σύμβολα] ως το πορτρέτο του Ουάσιγκτον κι από τα αταίριαστα λευκά παπούτσια ως το ανέβασμα στο τρένο του ευτραφούς κυρίου με το υπερμέγεθες κοντραμπάσο, το πλέον προσφιλές παιχνίδι του δημιουργού, το οποίο συνήθιζε ωσαύτως κι ο δικός μας Αλέκος Σακελλάριος.
Η επίδραση και η επιρροή της ταινίας είναι άμεση και εξακολουθητική. Πρώτη φορά καταγράφεται χιαστί ανταλλαγή [μη] κινήτρων κι από τότε υπήρξαν διάφορες προσπάθειες άλλοτε δημιουργικής αναπαραγωγής [Πέτα τη μαμά απ’ το τρένο, 1987] κι άλλοτε στείρας [Ραντεβού με μια άγνωστη, 1996, με άγνωστες τις Ζακλίν Μπισέ και Τερέζα Ράσελ]. Έχουμε δει τις δημιουργικές ιδέες του Χίτσκοκ σε αρκετές ταινίες του ελληνικού κλασικού κινηματογράφου κι αξίζει προφανώς να μνημονεύσουμε ένα από τα ολίγα ελληνικά φιλμ νουάρ, Ο άνθρωπος του τραίνου [1958], με την υπογραφή του Ντίνου Δημόπουλου.
Και οι μεγάλοι σκηνοθέτες όμως έχουν αποτίνει φόρο τιμής στον μετρ, μεταξύ αυτών ο μέγας φαν Μπράιαν Ντε Πάλμα [Προετοιμασία για έγκλημα, 1980] και ο Γούντι Άλεν [Ματς πόιντ, 2005].
Παραγωγή: Alfred Hitchcock. Σενάριο: Raymond Chandler, Czenzi Ormonde, Whitfield Cook, Ben Hecht [ακαταχώριστος]. Μουσική: Dimitri Tiomkin. Διεύθυνση φωτογραφίας: Robert Burks. Μοντάζ: William H. Ziegler. Σκηνικά: George James Hopkins. Καλλιτεχνική διεύθυνση: Ted Haworth.Ηθοποιοί: Farley Granger [Guy Haines], Robert Walker [Bruno Antony], Ruth Roman [Anne Morton], Kasey Rogers [Miriam Joyce Haines], Patricia Hitchcock [Barbara Morton], Marion Lorne [Mrs. Antony], Leo G. Carroll [Sen. Morton], Jonathan Hale [Mr. Antony], Howard St. John [Police Capt. Turley], Norma Varden [Mrs. Cunningham].
Αναδημοσίευση από τον τόμο της Π.Ε.Κ.Κ. για τον ΑΛΦΡΕΝΤ ΧΙΤΣΚΟΚ / ALFRED HITCHCOCK [εκδόσεις Οξύ, 2021] που κυκλοφορεί ήδη.
Dimitri Tiomkin · Charles Ketcham · Utah Symphony Orchestra
Strangers on a Train OST: Main Title and Approaching the Train / Ann and Guy / The Warning and Bruno's Threat / The Tennis Game / The Cigarette Lighter / Bruno's Death and Finale
Dimitri Tiomkin · The City of Prague Philharmonic Orchestra
Strangers on a Train (Suite)