Σινέ-MiC
Ένα σημερινό κινούμενο σχέδιο για μια ταινία του Μπουνιουέλ που δύσκολα θα γυριζόταν σήμερα. Του Αντώνη Ξαγά
Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο γι’ αυτήν…
Η πραγματικότητα… Για αιώνες οι φιλόσοφοι έχουν ξοδέψει άπειρο μελάνι για ερωτήματα που την αφορούν, «τι είναι πραγματικότητα;», «υπάρχει η πραγματικότητα;», «πως αντιλαμβανόμαστε την πραγματικότητα;», «η πραγματικότητα είναι αυτή που φαίνεται;», ή «μήπως φαίνεται ότι φαίνεται;» (δεν κάνω πλάκα), και πάει λέγοντας και ρωτώντας, οι επιστήμονες από δίπλα ήθελαν απαντήσεις συγκεκριμένες και χειροπιαστές, έτσι για αιώνες πίστευαν ότι με το θετικό μάτι και λίγες κομψές εξισώσεις θα καταφέρουν να εξηγήσουν ορθολογικά τα πάντα, μέχρι που στον εικοστό αιώνα κάτι τύποι σαν τον Αϊνστάιν, τον Γκέντελ και τον Χάιζενμπεργκ τους χάλασαν την μανέστρα, στον χορό μπήκαν και οι καλλιτέχνες δημιουργώντας και αυτοί νέες δικές τους πραγματικότητες, που μπορεί να αντέγραφαν/ αντανακλούσαν την «πραγματική» (και το ρεύμα αυτό βαφτίστηκε ρεαλισμός), μπορεί να την τραβούσαν προς το μεταφυσικό (και το είπανε μαγικό ρεαλισμό), μπορεί όμως και να την υπερέβαιναν (και το είπανε σουρεαλισμό).
Μια δική του ματιά στην κινηματογραφική ιστορική πραγματικότητα έρχεται να ρίξει και αυτό το πολύ όμορφο animation ταινιάκι που μας έρχεται από την Ισπανία, βασισμένο σε ένα κόμικ (τώρα πλέον τα λένε εχμμμ πολιτικώς ορθά graphic novels, σε μια επίφαση σοβαρότητας και διάκρισης από τα …λιγότερα σοβαρά απλά κόμικ) του Fermín Solís. Κεντρικός ήρωας είναι ο μεγάλος σκηνοθέτης Λουίς Μπουνιουέλ, τον οποίο συναντάμε εδώ σε ένα καθοριστικό επεισόδιο της νεανικής του φάσης, είναι αρχές της ταραγμένης δεκαετίας του ’30, έχει ήδη γυρίσει σε συνεργασία με τον έτερο Καππαδόκη Σαλβαδόρ Νταλί δύο ταινίες που έχουν προκαλέσει σκάνδαλα ολκής (τον «Ανδαλουσιανό Σκύλο» και την «Χρυσή Εποχή») και που του έκλεισαν ως συνέπεια τις δημιουργικές πόρτες στο Παρίσι, ο ίδιος αναζητά διέξοδο, θέλει και να αποτινάξει την ασφυκτική επιρροή του Νταλί από επάνω του. Ένα βιβλίο για μια απομακρυσμένη απομονωμένη περιοχή της Ισπανίας του ανάβει την λάμπα της ιδέας, του λείπουν όμως τα λεφτά.
Ο από μηχανής (άθεος ασφαλώς) Θεός θα έρθει στην μορφή του φίλου του αναρχικού καλλιτέχνη Ραμόν Ασίν:
«-Άκου αν κερδίσω στο λαχείο τον πρώτο αριθμό σου δίνω εγώ τα λεφτά για την ταινία.
Δύο μήνες αργότερα κέρδισε, αν όχι τον πρώτο αριθμό, πάντως ένα ποσό αρκετά αξιοσέβαστο. Και κράτησε το λόγο του».
Ο παραπάνω διάλογος είναι όπως τον θυμάται και τον καταγράφει ο ίδιος στην καταπληκτική του αυτοβιογραφία (συστήνεται θερμότατα ακόμη και στους μη-φίλους του είδους) «Τελευταία πνοή» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Οδυσσέας).
Έτσι ο Μπουνιουέλ θα βρεθεί από τα παρισινά ιντελεκτουέλ καφενεία στην προεμφυλιακή Ισπανία (που δεν ξέρει ότι είναι προεμφυλιακή, αλλά το ψυχανεμίζεται στον αέρα το κακό), σε μια περιοχή όλο σκληρή πέτρα, κάτω από ανελέητο ήλιο και θα συναντήσει ανθρώπους να ζουν σχεδόν σε μεσαιωνικές συνθήκες, στο έλεος της αρρώστιας, της κακής διατροφής, της έλλειψης της στοιχειωδέστερης υγιεινής, σε έναν κόσμο όπου ο θάνατος είναι πανταχού παρών (και δεν μπορώ να μην θυμηθώ συνειρμικά εκείνο το ανατριχιαστικό σύνθημα των φασιστών του Φράνκο, που αντανακλούσε όμως μια ευρύτερη ισπανική νοοτροπία: «Viva la muerte»).
Ο λόγος ξανά στον ίδιο: «Στην Εστρεμαδούρα, ανάμεσα στο Καθέρες και τη Σαλαμάνκα, υπήρχε μια εγκαταλειμμένη ορεινή περιοχή, όπου δεν έβλεπες παρά βράχους, ρείκια και κατσίκια: Λας Χούρδες. Αυτά τα υψίπεδα είχαν κατοικηθεί άλλοτε από Εβραίους που έφευγαν για να γλιτώσουν την Ιερά Εξέταση, και από ληστές» (…) «Αυτά τα απόκληρα βουνά γρήγορα με κατέκτησαν. Με συγκλόνιζε η φοβερή μιζέρια των κατοίκων, αλλά κι η εξυπνάδα τους και η προσκόλληση στο χαμένο τους τόπο».
Και μπορεί ο Λουίς Μπουνιουέλ να έχει ταυτιστεί στερεοτυπικά με τον σουρεαλισμό (αν ανοίξεις την Wikipedia στο λέει ήδη από την δεύτερη πρόταση), εδώ όμως θέλει να κάνει κάτι σκληρά ρεαλιστικό. Και το αποτέλεσμα θα είναι τα 30 λεπτά σοκαριστικής «πραγματικότητας» του «Γη χωρίς ψωμί».. Και πάλι οι αντιδράσεις θα είναι έντονες και ακόμη πιο απειλητικές κι επίφοβες τούτη τη φορά:
«Στον πόλεμο της Ισπανίας, όταν τα δημοκρατικά στρατεύματα με τη βοήθεια της αναρχικής φάλαγγας του Ντουρούτι κατέλαβαν την πόλη Κουίντο, ο φίλος μου Μαντεκόν, κυβερνήτης της Αραγώνας, βρήκε ένα χαρτί με τ’ όνομα μου στα αρχεία της Πολιτοφυλακής. Εκεί με περιέγραφαν σαν ένα φοβερό ακόλαστο, έναν σιχαμερό μορφινομανή και πάνω απ’ όλα σαν το δημιουργό αυτής της ακατανόμαστης ταινία που ήταν ένα πραγματικό έγκλημα εναντίον της πατρίδας.»
Η ταινία του Σαλβαδόρ Σαλό αφηγείται όλο το… making of της «Γης χωρίς ψωμί», μια δυνατή ιστορία που την διανθίζει με χιούμορ, συγκίνηση, τις νότες του Arturo Cardelus στο πιάνο, σκιαγραφεί με πινελιές την ζωή του Μπουνιουέλ, πράγματα που επηρέασαν το φιλμικό του σύμπαν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, την δύσκολη σχέση με έναν αυταρχικό πατέρα, τα όνειρα, την εμμονή με την θρησκεία, με τα μοναστήρια, με τα όπλα, ενώ πρωτότυπη έμπνευση είναι ο έξυπνος τρόπος με τον οποίο ενθέτει σκηνές από την «πραγματική» ταινία μέσα στο κινούμενο σχέδιο. Εγείροντας με τον δικό της φαινομενικά ελαφρύ της τρόπο αφορμές για ψάξιμο κι ερωτήματα περί της πραγματικότητας, περί της σχέσης του σινεμά με αυτή, αλλά και της ηθικής με την αισθητική.
Σκέφτομαι ότι η ταινία εκείνη του 1933 δύσκολα θα μπορούσε να γυριστεί σήμερα, πολλά έχουν αλλάξει στο μεταξύ, πόσο μάλλον που ο κόσμος είναι διχασμένος στο ψευδο-δίλημμα πολιτικής ορθότητας ή καθιστότητας (sic). Γιατί ο Μπουνιουέλ στην επιδίωξη του να απεικονίσει ρεαλιστικά την πραγματικότητα των Λας Χούρδες, την… σκηνοθετεί με σκηνές που σήμερα θα είχαν ξεσηκώσει διαδηλώσεις και αναθέματα. Έτσι η κάμερα-μάτι του Μπουνιουέλ όχι μόνο δεν διστάζει να καταγράψει στο φιλμ σκληρές σκηνές από την πραγματικότητα, από αρχαία έθιμα, κοκκόρια που κρέμονται από ένα σχοινί και τους ξεριζώνουν οι ντόπιοι τα κεφάλια με τα χέρια, αλλά την χειραγωγεί κι «εν ψυχρώ» (κλείνουμε εδώ το μάτι στον Τρούμαν Καπότε και στην δική του καθυπόταξη της πραγματικότητας στην μυθοπλασία), σε μια κυνική ποιητική αδεία ασκούμενη επάνω της, ένας γαϊδαράκος μένει έρμαιο στα τσιμπήματα των μελισσών, ο ίδιος ο Μπουνιουέλ πυροβολεί μια κατσίκα που ακροβατεί στα γκρεμνά για να αποτυπώσει την πτώση της. Όλα για την Τέχνη; (όσο κι αν υποθέτω ότι αν η κατσίκα απλά σφαγιαζόταν για γίνει ψητό με πατάτες δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αλλά για μια ταινία;). Και που λοιπόν τελειώνει το πραγματικό και το αληθινό και που αρχίζει το ψεύτικο και το επινοημένο και το υποκειμενικό;
Σε πολλές αναφορές η ταινία μνημονεύεται ως «ψευδο-ντοκυμαντέρ» (ή με τον νεολογισμό «ethnofiction»), προφανώς σε αντίθεση με το κυρίως ειπείν «αληθινό» ντοκυμαντέρ, όπου η κάμερα είναι ουδέτερη και ο σκηνοθέτης δεν παρεμβαίνει. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο; Και δεν μας έχει διδάξει πια η κβαντική ότι ο κάθε παρατηρητής επεμβαίνει στο σύστημα και το τροποποιεί και μόνο με την παρουσία του, με την ίδια του την ματιά του, κι έτσι δεν υπάρχει αμερόληπτος/ αντικειμενικός/ αδέκαστος/ αμέτοχος/ αθώος κριτής;
Μήπως λοιπόν να αποδεχτούμε (παραφράζοντας… Παυλίδη) ότι το σινεμά δεν είναι μεν αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν είναι ψέματα;
Όσο δε για την πραγματικότητα, θα το ψάχνουμε για πολύ ακόμη νομίζω…