Σινέ-MiC
Λίγα τα λόγια και οι λέξεις σε αυτή την γαλλοπαλαιστινιακή (και λοιπές χώρες) ταινία. Δεν τα χρειάζεται κιόλας... Του Κώστα Καρδερίνη
Αν προσέξουμε τις χώρες που υπογράφουν αυτήν τη συμπαραγωγή και συνυπολογίσουμε την απόσταση 10 ετών από την προηγούμενη δουλειά του, κατανοούμε με λύπη την όλο και μεγαλύτερη γύρα που πρέπει να κάνει ένας ανεξάρτητος οραματιστής σκηνοθέτης για να γυρίσει μια ταινία. Αν δε, προέρχεται από μια χώρα που μέρα με τη μέρα εξαφανίζεται απ’ τον χάρτη, τότε μπορούμε ίσως να καταλάβουμε τη θλίψη που κουβαλάει και την οποία δεν ξέρει που να ακουμπήσει/αποθέσει.
Αναγκαστικώς περιπλανώμενος [ουχί ιουδαίος] κοσμοπολίτης από τη Ναζαρέτ, αναστοχαστής και παρατηρητής του δυτικού κόσμου, παλαιού [Παρίσι] τε και νέου [Νέα Υόρκη]. Έκπτωτος και πάντα ξένος. ΄Όπου κι αν γυρίσει, όπου και να πάει, η Παλαιστίνη εξακολουθεί να τον στοιχειώνει και να τον πληγώνει. Σουλεϊμάν ο υπερήφανος, μεγαλοπρεπής και μεγαλειώδης, αλλά βαθιά τεθλιμμένος. Βωβός κι αγέλαστος όσο κι ο Μπάστερ Κήτον, αυτοαναφορικός όπως κι ο αισιόδοξα απαισιόδοξος Ζακ Τατί, ένας μελαγχολικός ρινόκερως του Ευγένιου Ιονέσκο, ελίσσεται όπως-όπως, πλήττεται και εκπλήττεται από τρελούς παραγωγούς και απίθανες ευτράπελες καταστάσεις.
Στύβει όσα θέλουν να τον συνθλίψουν και αποστάζει το δικό του χιούμορ με τον δικό του μοναδικό τρόπο. Τριπλή απόσταξη. Κρατά κινηματογραφημένο ημερολόγιο της αυτοψυχανάλυσής του. Δεν παραδίδεται στα συστήματα ελέγχου, κατανοεί αλλά δεν συνηγορεί, είναι πολύ προσεχτικός αλλά κριτικός και καλόπιστα καχύποπτος. Αυτό που ζει θα ’πρεπε να είναι ένας Επίγειος Παράδεισος [ο φεστιβαλικός τίτλος της ταινίας]. Δυστυχώς είναι κατ’ αυτόν ο Παράδεισος που [ξ]έπεσε στη Γη. Κι αυτήν του την εμπειρία την μεταβάλλει σε πανανθρώπινη «κοινωνία» σώματος και πνεύματος.
Βαθμός: οκτώ [8]