Σινέ-MiC
Κάτι παραπάνω (ή βαθύτερο) από απλά μια καλοκαιρινή και ρομαντική κομεντί όπως πλασάρεται... Της Χριστίνας Κουτρουλού
Τι μπορεί να ψάχνει και τι μπορεί να κάνει ένας σκηνοθέτης σε ένα τόσο κορεσμένο είδος, όπως είναι οι ρομαντικές κωμωδίες; Οι οποίες, παρ' όλο που πάντα θα βρίσκουν κοινό, δεν μπορούν εύκολα πλέον να πρωτοτυπήσουν; Μιαν απάντηση φαίνεται να έρχεται από τον Max Barbakow και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο, για το οποίο ευτύχησε να βρει το σενάριο από τα χέρια του Andy Siara.
Το Palm Springs είναι παράδειγμα καθάριας πνοής, για όσους συνεχίζουν να επιμένουν σε ένα στεγνό κι άνυδρο έδαφος, χωρίς διάθεση για παραλλαγές στη συνταγή. Μας το δίδαξε εξάλλου και ο Dan Harmon με το Community: ανακατεύεις διάφορα, προσθέτεις κι άλλα, ανακατεύεις ξανά με χιούμορ και σπιρτάδα, χωρίς όμως να αναιρείς το τραύμα και τον πόνο.
Δεν θα είναι άλλωστε παράλογο, αν στη νέα αυτή ταινία αναγνωρίσει κανείς χαρακτηριστικά από τηλεοπτικές σειρές της τελευταίας δεκαετίας. Υπάρχει λ.χ. το μεταφυσικό και επιστημονικό πλαίσιο του Rick and Morty, οι ανησυχίες και οι ανθρώπινες συζητήσεις του Bojack Horseman και της Dianne, αλλά και η αισθητική μαζί με το πλαίσιο «οι δύο κι οι υπόλοιποι» του The End of the F**king World. Συνάμα φυσικά με τη βασική έμπνευση από τη θρυλική rom com του Harold Ramis Groundhog Day (1993), που στα ελληνικά την ξέρουμε ως Η Μέρα της Μαρμότας.
Kαλεσμένος λοιπόν στον γάμο της κολλητής της κοπέλας του, o Nyles (Andy Samberg) εγκλωβίζεται στον χρόνο και ζει ξανά και ξανά την ημέρα της 9ης Νοεμβρίου και της τελετής. Η μεγάλη περιπέτεια, ωστόσο, αρχίζει όταν άθελά του βάζει σε αυτήν τη λούπα και την αδερφή της νύφης, Sarah (Cristin Milioti). Έντονα χρώματα, καρτουνίστικες αντιδράσεις, ευτράπελα, γερές δόσεις χιούμορ και ήλιου συνοδεύουν συνεχώς την ιστορία και τις μεταβάσεις της, από εκεί και πέρα.
Ο cool Νyles ζει πια σε μια γνωστή κατάσταση, σε αντίθεση με τη Sarah, η οποία δέχεται το ένα συναίσθημα μετά το άλλο. Όσα αγνοούμε ότι μπορεί να βίωσε αυτός, τα ζούμε μέσω εκείνης: από τον φόβο και τον παρολογισμό που γεμίζουν τα μεγάλα και εκφραστικά της μάτια, στη συγκατάβαση και στην αποδοχή. Και τι πιο απελευθερωτικό να ζεις το τώρα χωρίς την πραγματική έγνοια του θανάτου; Είναι ένα στοιχείο που απαλλάσσει την ταινία από τον ρεαλισμό, παραδίδοντάς τη σε ένα άνευ προηγουμένου πανηγύρι της ζωής.
Στο Palm Springs, εξάλλου, δεν βλέπουμε μια κλασική έκφανση του ρομαντισμού. Ο γάμος, που παλιότερα φάνταζε happy end, τώρα γίνεται σχεδόν μόνιμο σκηνικό, μα και αντικείμενο αμφισβήτησης και απομυθοποίησης. Ο δε έρωτας αναζητείται εκτός πλαισίου, με κάφρικα αστεία, με μανιτάρια μαγικά, χορούς ντίσκο σε παρακμιακές παμπ· μέχρι και αγνάντεμα ...βροντόσαυρων έχουμε, ταυτόχρονα με συζητήσεις περί των αιώνιων ερωτημάτων της ζωής. Για τα οποία στην ουσία η ταινία δεν σκοτίζεται να αποκριθεί, καθώς οι ήρωες δίδουν αντιφατικές απαντήσεις με τις πράξεις τους: πόσο μάταια είναι όλα; Τι έχει και τι όχι σημασία, τελικά; Υποφέρεις την ύπαρξη μονάχα σε ένα ασφαλές περιβάλλον;
Το μελό στοιχείο των παλιών ρομαντικών κομεντί έχει αναιρεθεί τελείως εδώ και στο συναισθηματικό παιχνίδι μπαίνει ο κυνισμός, η αρνητικότητα, η αυτοκτονία, ο πόνος, η διαφορετική πραγματικότητα την οποία ζει ο καθένας ενώ επαναλαμβάνεται διαρκώς η ίδια μέρα. Συζητιέται επίσης το τραύμα από την οικογένεια, η ανάγκη της προσωπικής αποδοχής, η ερμηνεία της ειλικρίνειας, αλλά και το αδιέξοδο των σχέσεων και οι φόβοι γι' αυτές. Μπορεί όχι σε άπλετο βάθος, μα περισσότερο σαν σκέψεις που κάνει ένας καθημερινός άνθρωπος μόνος ή με την παρέα του, σε αμαξάδες λ.χ. όπου οι απαντήσεις ξεπηδούν γρήγορες, χωρίς να μπαίνει ενδιάμεσα η θεολογία ή ηθική, όπως ας πούμε την έβλεπε ο Αμπάς Κιαροστάμι στα δικά του φιλμ.
Σε πλήρη μεταξύ τους χημεία και με ερμηνείες άρτιες, Andy Samberg & Cristin Milioti μας πάνε από τη συντροφικότητα στον ερωτισμό, στον έρωτα και στην ελπίδα επιτυχίας (ή έστω λιγότερο πεζότητας) της συνύπαρξης. Σε ρόλο-έκπληξη έρχεται όμως και ο J.K. Simmons: πότε πετάγεται σαν άλλος Van Pelt βγαλμένος από το Jumanji, πότε επιστρέφει σαν βασανιστής, μπάτσος, οικογενειάρχης.
Τέλος, δεν θα μπορούσαμε να μην πούμε κάτι και για το εξαιρετικό soundtrack, το οποίο μας πηγαίνει από Genesis σε John Cale και από Kate Bush σε Leonard Cohen και Iwalani Kahalewai. Η έκπληξη, βέβαια, έρχεται ήδη από τους τίτλους έναρξης του φιλμ, όπου ακούγεται ο Ντέμης Ρούσσος στο "Forever And Ever" (1973). Πράγμα που αποδεικνύει ότι τίποτα δεν θα μπορούσε να πάει στραβά, τελικά…