Σινε-MiC
Τα απόνερα στην εσωτερική αυλή μιας μεγαλοαστικής οικογένειας στην μουράτη συνοικία Ρόμα της πρωτεύουσας του Μεξικού αντικατοπτρίζουν τα λιμνάζοντα ύδατα και τις αναταράξεις μιας χώρας που αποζητά τη δημοκρατία και πληρώνει βαρύ τίμημα και φόρο αίματος.
Μέχρι να δούμε ουρανό, ο μπαμπάς λείπει σε ταξίδι για δουλειές. Στο σινεμά παίζει την Ασύλληπτη Απόδραση [1966] του Ζεράρ Ουρί με τους Λουί Ντε Φινές, Μπουρβίλ και Τέρι Τόμας. Το πικάπ παίζει ήχους από τη ροκ-όπερα Ιησούς Χριστός Υπέρλαμπρο Άστρο! Η υπηρεσία, μια ιθαγενής ονόματι Κλειώ [Yalitza Aparicio], για να διασκεδάσει τα βάσανά της τα μπλέκει με τον γεροδεμένο Φερμίν [Jorge Antonio Guerrero].
Όταν επέλθει το μοιραίο η Κλειώ καταφεύγει για παρηγοριά, στην ξαδέρφη της, Αντέλα [Nancy García García], η οποία ήταν αφορμή και αιτία της γνωριμίας με το άκαρδο γεράκι [τον Φερμίν ντε]. Η ομοιοπαθής σενιόρα Σοφία [Marina de Tavira] δείχνει αρχικά κακό πρόσωπο αλλά γρήγορα κατανοεί / πάσχει και εφαρμόζει ομοιοπαθητικές τεχνικές αποσυμπίεσης. Τα ζιζάνια της οικογένειάς της και το κάστρο της μοναξιάς της είναι η χώρα που στενάζει στις πλατείες.
Το ιστορικό πλαίσιο αναδύεται στο τέλος της επικής αυτής δημιουργίας. Άνοιξη του ’70 με καλοκαίρι του ’71. Ορόσημο τέλους η 10η Ιουνίου 1971, η ημέρα της σφαγής των φοιτητών στη γιορτή για το «Σώμα του Χριστού» με τουλάχιστον 120 νεκρούς. Σχεδόν τρία χρόνια πίσω [2 Οκτώβρη 1968] είχε προηγηθεί άλλη μεγαλύτερη σφαγή φοιτητών [αυτή της πλατείας των Τριών Πολιτισμών] με 300 νεκρούς και βάλε. Ένα χρόνο μετά [2 Οκτώβρη 1969] άρχισε η δράση των Γερακιών [καμία σύγκριση με τους λεμέδες της δικής μας εφταετίας], παραστρατιωτικής οργάνωσης με στόχο τους ατίθασους ασυμμόρφωτους σπουδαστές.
Πιο στενάχωρο πλαίσιο αυτό της παιδικής ηλικίας του ζιζάνιου σκηνοθέτη μας. Η αφιέρωση στην ιθαγενή κουβερνάντα Λίμπο φανερώνει αυτοβιογραφικές νότες και ροκ καταστάσεις. Δεν ξεχνάμε, δεν συγχωρούμε [Ni olvido ni perdón, 2003] κι όλο εμπρός προχωρούμε. Εκείνο το καλοκαίρι του ’71 θα του μείνει αξέχαστο, λέει. «Κατατρόμαξε την [ναρκωμένη] μεξικάνικη κοινωνία κι άλλαξε για πάντα τη σκέψη πολλών συμπατριωτών μου», θυμάται. Γιατί όμως να υπάρχουν ακόμη ιθαγενείς υπηρέτριες που «καλοπερνάνε;» αναρωτιέται ένας θεατής. Και πόσο θεμιτό είναι να βλέπεις με ρομαντισμό κι ανάμεικτο ρεαλισμό τα πράγματα με την χωροχρονική απόσταση του Χόλυγουντ και των επερχόμενων οσκαρικών κατακτήσεων;
Η ασπρόμαυρη φωτογραφία είναι εκθαμβωτική. Σε/με/μας βάζει στο πετσί των γεγονότων απ’ το πρώτο καρέ. Το ψηφιακό σινεμασκόπ των 65 χιλιοστών είναι ένα κι ένα για σκοτεινή αίθουσα, γι’ αυτό κι ενέδωσε [υποθέτω] το νέτφλιξ στην κινηματογραφική διανομή της διεθνώς. Οι νετόφλυγες [κατά το οινόφλυξ] θεατές θα βγάλουν πομφόλυγες. Η πρωταγωνίστρια είναι μια ηρώισσα, κατά τι και μόρτισσα. Κι όλα είναι σεμνά και ταπεινή μέσα στο νωχελές θάμβος τους. Η καθημερινότητα πρυτανεύει και σπάει το κέλυφος της επίφασης. Η ελπίδα μας, πεταρίζει στον γαλανό ουρανό. Με λίγη δανεική βοήθεια από τον φίλιο ιταλικό νεορεαλισμό. Λατινοαμερικάνικο ωμό ομάζ αλά γαλλικά. Καλοκαβουρδισμένο.
Βαθμός: εννιά [9]