Σινέ-MiC
Ο Ζεράρ αφήνεται στα χέρια μιας νέας σχεδόν πρωτόπειρης σκηνοθέτιδας και μεγαλουργεί. Του Κώστα Καρδερίνη.
Θέμα της ταινίας η αβάσταχτη μοναχικότητα του είναι. Δυο αντίθετοι πόλοι βρίσκονται πρόσωπο με πρόσωπο όπως δυο παλαιστές της ελληνορωμαϊκής. Στριφογυρίζουν σ’ ένα σπίτι-αρένα-κύτος, που έφτιαξε παρανοϊκός αρχιτέκτων, προσπαθούν να γραπώσουν ο εις την άλλη, δοκιμάζουν λαβές, αποδομούν κανόνες, οικοδομούν όμως ωσμωτική σχέση αλληλεπίδρασης που συνεχίζεται εκτός κάδρου.
Αυτός ένας Γεώργιος [Gérard Depardieu] κάθε άλλο παρά άγιος. Πλαδαρός, λιχούδης, μηχανόβιος, παραξενιάρης, εβδομηντάρης, ζαβολιάρης, μπουχτισμένος, που έχει παίξει [ή έτσι πιστεύει] όλους τους ρόλους στη ζωή και την τέχνη του. Αυτή μια Αϊσά [Déborah Lukumuena], αφρογαλλίδα, τροφαντή κατσέρ, σεκιουριτού, συνοδός, αρωγός, ένα τρίτο της ηλικίας του, πνευματικό τέκνο-εγγόνι, ανερχόμενο αστέρι [Σεζάρ ερμηνείας στις Θεές, 2016]. Αἶσα μοίρα τους έφερε κοντά, απέναντι, δίπλα, να κοντράρουν φας-α-φας και κορ-α-κορ τις μοναξιές τους.
Παλαίστρα ζωής και τέχνης, φωτός και σκότους, το ιδιόμορφο καλαίσθητο σπίτι, το γεμάτο τζαμαρίες, βιβλία, αγάλματα και μια γυάλα μαύρα διαβολόψαρα [μελανόκητος του Τζόνσον]. Παράμετροι ερεθισμάτων μια προθήκη με εκμαγεία αλά Ζεράρ, ένα κουτάβι, ένα παιδάκι, μια θαυμάστρια, ένα χέρι τόσο φυσικό και φιλικό που σε προκαλεί να σε χαϊδέψει στο μάγουλο. Η χαμένη τρυφερότητα, η χαμένη παιδικότητα, η χαμένη αθωότητα. Κάποιοι "σκατιάρηδες" οικολόγοι που τον γυροφέρνουν. Μα όλα /όλες/όλοι με γυροφέρνουν, αυτοσαρκάζεται ο α-νόητος παραφουσκωμένος [selfish angelfish] ηθοποιός, σωστό "μελανό κήτος".
Απορίας και θαυμασμού άξιον πώς μια νεαρή σκηνοθέτις, έχουσα κάνει μόλις τρεις μικρού μήκους δουλειές [και οι τρεις με πρωταγωνιστή τον, παραδόπιστο όπως λένε, Ζεράρ], κατάφερε να γράψει ένα τόσο πολυεπίπεδο σενάριο ραμμένο κοστούμι στα μέτρα του Ντεπαρντιέ αλλά και της Λουκουμουένα. Πώς από τρίτη βοηθός του πολύπειρου Σαμπρόλ [Ύποπτος για φόνο], της πρωτόπειρης Φανής Αρντάν [Στάχτες και αίμα], του δευτερό-πειρου Ναμπού Σαφί [Ο άλλος Δουμάς] κατάφερε να σκηνοθετήσει με τόση δύναμη και ταπεινή σοφία την πρώτη της μεγάλου μήκους μυθοπλασία, παρά τις όποιες μικρές παρασπονδίες που εύκολα αγνοούνται.
Εξίσου άξιον πώς κατάφερε από τον Ζεράρ να τσακιστεί, να τσαλακωθεί, να αποκαθηλωθεί, να εκτεθεί γυμνός στην πισίνα, να αυτό-υπονομευθεί, να χάσει αισθήσεις, να χαστουκιστεί, να αμαυρωθεί, να ταπεινωθεί, να παραιτηθεί, να απωλέσει αξιοπρέπεια, να καθαρθεί, να αναδυθεί, να αυτό-κριτικαριστεί, να εξομολογηθεί, να λυτρωθεί. Σα να βλέπουμε πολλούς Ζεράρ να καθρεφτίζονται διαδοχικά ο ένας μέσα στον άλλον μέσα στον άλλον μέσα στον άλλον.
Άξιος έρευνας και ο πιανίστας David Babin [babx] που επιμελήθηκε το τόσο ιδιόρρυθμο σάουντρακ, όπου και όσο έκρινε απαραίτητο.