Σινέ-MiC
"Θα μπορούσαν να γίνουν μεγαλύτεροι από τους ..." (συμπληρώστε κατά βούληση). Απαντήσεις στο γιατί δεν τα κατάφερε το αγαπημένο νεοζηλανδικό συγκρότημα δίνονται σε αυτό το ντοκιμαντέρ. Του Μάνου Μπούρα
“Πώς είναι δυνατόν ένα συγκρότημα που γράφει τόσο τέλεια ποπ τραγούδια –μέχρι και ουράνια θα μπορούσε να τα χαρακτηρίσει κανείς– να μην έχει γνωρίσει την παγκόσμια αναγνώριση και επιτυχία;” Αυτή είναι μία απορία που εκφράζουν κάποιοι, όπως εγώ για παράδειγμα μα κι άλλοι της συνομοταξίας μου, για περιπτώσεις που είναι εξόφθαλμη η αδικία να μην καταφέρνουν ορισμένοι καλλιτέχνες και γκρουπ να φτάσουν σε επίπεδα δημοφιλίας που αναμφίβολα δικαιούνται. Οι απαντήσεις είναι κάποιες φορές μπροστά στα μάτια μας, άλλοτε θα πρέπει να ερευνήσεις στο παρασκήνιο για να δεις τους ακριβείς λόγους που ορισμένα ονόματα δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τη σχετική ανωνυμία και έναν στενό κύκλο φανατικών οπαδών και ακροατών. Οι Chills ανήκουν το δίχως άλλο στην κατηγορία αυτή, και μάλιστα εδώ στη χώρα μας είμαστε σε θέση να καυχηθούμε ότι ανήκουμε ανάμεσα στους πρώτους που ανακαλύψαμε από νωρίς αυτή τη μπάντα, την είδαμε να γίνεται όλο και καλύτερη, να αγγίζει απαράμιλλες συνθετικές κορυφές με το δεύτερό της κιόλας άλμπουμ, και μετά να χάνεται χωρίς κανένα σχεδόν ίχνος… Τι συνέβη εκεί;
Κάποια στοιχεία τα είχαμε υπόψη μας, το ντοκιμαντέρ αυτό όμως μας τα εξήγησε ωραία, περιγραφικά κι εκ των έσω, με έναν πραγματικά αντικειμενικό τρόπο και χωρίς κανέναν καλλωπισμό των γεγονότων, όσο άσχημα κι αν ήταν αυτά. Διατρέχει ολόκληρη την καριέρα τους, την εξετάζει σε σχέση με τον τόπο καταγωγής τους (λέγε με Νέα Ζηλανδία και πιο συγκεκριμένα Dunedin, την πόλη που με την άγρια ομορφιά της τους ενέπνευσε, όπως παράλληλα τους ενέπνευσε το δημιουργικό κλίμα που επικρατούσε εκεί και γέννησε αρκετές ακόμη μπάντες, μερικές εξίσου σπουδαίες μ’ αυτούς) και καταλήγει μέχρι στις ημέρες μας και στον πιο πρόσφατο, περυσινό τους δίσκο. Ο Martin Phillipps λοιπόν διαθέτει τεράστιο ταλέντο, είναι δουλευταράς, κι είχε σαν όνειρο να δει τη μπάντα του να κατακτάει τον πλανήτη. Για να το πετύχει έδωσε εκατοντάδες συναυλίες, άλλαξε τη σύνθεση του γκρουπ 21 φορές (!) κι από αυτές πέρασαν πάνω από 30τόσοι μουσικοί (που να το φανταζόμασταν ότι θα κοντράριζε τόσο στα ίσα τον Mark E. Smith;) κι όλα έμοιαζαν μέχρι κάποιο σημείο να του πηγαίνουν πρίμα.
Είχε φυσικά εξ αρχής τις ατυχίες του: ο πρώτος του ντράμερ και κολλητός παιδικός του φίλος αρρώστησε και πέθανε από λευχαιμία μέσα σε ένα χρόνο, ενώ αργότερα ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό ατύχημα παραλίγο να στερήσει τη ζωή απ’ όλα τα μέλη – κάποια δεν ξεπέρασαν ποτέ το σοκ κι αποχώρησαν. Ένα μέρος της ταινίας αφηγείται τις ημέρες με τη σύνθεση που είχε ηχογραφήσει το ντεμπούτο άλμπουμ ‘Brave Words’, την ίδια που μας είχε επισκεφθεί τον Μάιο του 1987 εδώ στην Αθήνα και μας αιχμαλώτισε για πάντα. Δεν θα ξεχάσω ότι είχαν παίξει στο Mad Club για όχι και πολλούς ανθρώπους (είμαστε λίγοι οι τυχεροί που είχαμε πρόσβαση τότε στη μουσική τους, στη χώρα έφταναν ελάχιστες κόπιες από τα επτάιντσά τους, κυκλοφορημένα στη Flying Nun ασφαλώς, ενώ τα τραγούδια τους έπαιζαν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού ραδιοφωνικές εκπομπές), ενώ την επόμενη ημέρα έπαιξαν τέσσερα αν θυμάμαι καλά κομμάτια σ’ ένα φεστιβάλ με ελληνικά συγκροτήματα στη Γεωπονική Σχολή Αθηνών, χωρίς να έχει ανακοινωθεί κάτι σχετικό. Αυτό δείχνει το πόσο διατεθειμένοι ήταν να παίζουν λάιβ σε κάθε ευκαιρία που μπορούσε να τους δοθεί, και η ταινία αναφέρει το πώς κάποια στιγμή κάηκαν από τις αμέτρητες εμφανίσεις τους, γεγονός που παρά λίγο να σημάνει το τέλος τους.
Σε πείσμα όλων όμως, ο Martin Phillipps συνέχισε και έγραφε ολοένα και τελειότερα τραγούδια. Μέχρι που τους πρόσεξε η ανεξάρτητη –αν και μέρος πολυεθνικής εταιρίας– ετικέτα Slash από την απέναντι πλευρά του Ατλαντικού και τους υπέγραψε. Πήραν μια παχυλή προκαταβολή και παρέδωσαν στον κόσμο της μουσικής το ‘Heavenly Pop Hit’. Όλα έδειχναν να μπαίνει το νερό στο αυλάκι. Παίζονταν στα ραδιόφωνα των Ηνωμένων Πολιτειών, έκαναν επιτυχημένες περιοδείες στην αχανή χώρα κι το μέλλον φαινόταν να είναι δικό τους. Όταν ήρθε όμως η ώρα για το επόμενό τους άλμπουμ, η εταιρία τους όχι μόνο τους επέβαλλε τον παραγωγό της επιλογής της, επέβαλλε ακόμη μέσω αυτού και τον ήχο στον οποίο θα κινείται η μουσική τους. Η απογοήτευση του Phillipps στην τροπή αυτή τον έσπρωξε στις καταχρήσεις, οι οποίες και τον έφεραν μια ανάσα μακριά από το θάνατο. Από εκεί πιάνει το νήμα της αφήγησης η ταινία των Julia Parnell και Rob Curry, με τον Phillipps να ακούει τα νέα από τη γιατρό του ότι αν δεν πάψει άμεσα να πίνει δεν θα βγάλει τη χρονιά…
Δεν είναι όμως μόνο οι καταχρήσεις που τον έφεραν μέχρι εκείνο το σημείο. Από μία αδέσποτη βελόνα μολύνθηκε με ηπατίτιδα C, κι ευτυχώς που εγκρίθηκε η θεραπεία του μ’ ένα πανάκριβο φάρμακο (“χίλια δολλάρια το χάπι” μας είπε δείχνοντάς το στην κάμερα, πριν το εξαφανίσει στο στόμα του) και σώθηκε, όχι βέβαια χωρίς να του αφήσει τα σημάδια της. Δίπλα σε όλα αυτά, διάφοροι φίλοι και δορυφόροι της μπάντας μιλούν γι’ αυτόν –όχι πάντοτε κολακευτικά– ενώ ο ίδιος μας ξεναγεί στο σπίτι του εξηγώντας το πάθος του για τις συλλογές. Είναι έως και αστείο να δείτε τι μαζεύει αυτός ο άνθρωπος στο χώρο που ζει (είναι περίεργο που φαίνεται σχετικά τακτοποιημένος κι όχι σαν κοινός σκουπιδότοπος), με αποκορύφωμα τα τσόφλια αυγών που έχει κρατήσει, απλά και μόνο επειδή έχει ζωγραφίσει διάφορα πρόσωπα επάνω τους! Ίσως να είναι ένας από τους λόγους που μένει τελικά, μετά από όλα αυτά τα χρόνια κι όλα τα θαυμαστά που έχει ζήσει, μόνος του.
Φυσικά, εκείνο που σου μένει περισσότερο από την ταινία είναι η μουσική του, η οποία εκπροσωπείται στην οθόνη με σκηνές από βίντεο κλιπ, από συναυλίες, κι από τον ίδιο να κάνει πρόβες σε νέα μα και παλιότερα κομμάτια του. Αυτά είναι που σου υπενθυμίζουν γιατί βρίσκεσαι στη σκοτεινή αίθουσα, πέρα από την περιέργεια να ακούσεις και να μάθεις την προσωπική του ιστορία. Είσαι για να έρθουν και πάλι στο μυαλό σου ήχοι που αγάπησες πριν από κάποιες δεκαετίες (όταν ήσουν τόσο νεότερος όπως και ο Phillipps εξάλλου), αλλά εξακολουθείς να αγαπάς, έτσι ορμητικά που ξεχύνονται από τα ηχεία του κινηματογράφου. Ευτυχώς για όλους, ο ήρωάς μας τα έχει βρει με τους δαίμονές του κι εξακολουθεί να γράφει καινούργια μουσική, με διάφορους τρόπους εξίσου συναρπαστική μ’ εκείνη που τον γνωρίσαμε. Είμαστε τυχεροί γι’ αυτό, και σαν ελάχιστο δείγμα ευγνωμοσύνης θεωρώ ότι η παρακολούθηση της συγκεκριμένης ταινίας είναι απαραίτητη από όλους, ειδικά έτσι υπέροχα γυρισμένη που είναι.