Σινε-MiC
Μια ταινία σαν κόκκινο τριαντάφυλλο απιθωμένο σε ένα από τα 20 κυπαρίσσια της Καισαριανής. Του Αντώνη Ξαγά
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν. Μήνα σε γάμο ρίχνονται; Μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι, οι Έλληνες μόνο μεταξύ τους πόλεμο κάνουν για την μνήμη του ...Πολέμου. Ειδικά τα τελευταία χρόνια στην δημόσια σφαίρα (και ουχί μόνο την πολιτική) η εποχή εκείνη ρίχνει βαριά τη σκιά της, προκαλώντας, αναζωπυρώνοντας και νοηματοδοτώντας εκ νέου συγκρούσεις και διχασμούς περασμένους όχι όμως ξεχασμένους κατά πως φαίνεται. Γιατί η Ιστορία ως γνωστόν, πάντοτε το Παρόν αφορά και στο Παρόν γράφεται, κι ας καραδοκούν οι θεματοφύλακες της ιστορικής αλήθειας "read history ρεε", με το δάχτυλο στην σκανδάλη, το χέρι στο θηκάρι, έτοιμοι να ξιφουλκήσουν εναντίον κάθε "παραχαράκτη" ή σφετεριστή. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, σε έναν τόπο ο οποίος όπως ευστόχως λέγεται, παράγει περισσότερη ιστορία απ' όση μπορεί να καταναλώσει/αντέξει, δεν είναι διόλου εύκολο να κάνεις ιστορικές ταινίες (ή "εποχής" όπως λέγονται).
Ο Παντελής Βούλγαρης είναι ένας σκηνοθέτης ο οποίος εδώ και πολλά χρόνια έχει ασκηθεί στο είδος αυτό, το μεγαλύτερο μέρος του έργου περιστρέφεται γύρω από ιστορίες του πολέμου αυτού, με την ευρεία έννοια, εκείνη του ελληνικού "τριακονταετούς" όπως τον είχε χαρακτηρίσει κάποτε με χρονικά ευρυγώνια ματιά ο συγγραφέας Αλέξανδρος Κοτζιάς. Αν ξεχάσει κανείς το ότι μια ταινία δεν είναι ιστορικό δοκίμιο ούτε φυσικά κομματική μπροσούρα αλλά ένα έργο τέχνης, και "ξαπλώσει" τις ταινίες του στο προκρούστεια ιδεολογικό κρεβάτι πάντα κάτι θα περισσεύει ή θα λείπει, για από τα αριστερά, για από τα δεξιά. Μολαταύτα το σινεμά του Βούλγαρη έχει καταφέρει να περάσει στο μεγάλο κοινό, με ταινίες αξιοπρεπείς, "ευγενείς", ιστορικά μελετημένες, ούτε συναρπαστικές αλλά ούτε και αδιάφορες, χωρίς πολλές αιχμές αλλά και χωρίς ευτελείς και γραφικές γονυκλισίες στο κοινό γούστο (είναι που σκέφτηκα τώρα αντιστικτικά τις ταινίες του Σμαραγδή).
Στο «Τελευταίο Σημείωμα» και πάλι από την εποχή του πολέμου αντλεί έμπνευση:
"Την 27ην Απριλίου 1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι παρά τους Μολάους κατόπιν μιας εξ ενέδρας επιθέσεως εδολοφόνησαν ανάνδρως έναν Γερμανόν Στρατηγόν και τρεις συνοδούς του. Πολλοί Γερμανοί στρατιώται ετραυματίστησαν. Ως αντίποινα διατάχτηκε:
Ο τυφεκισμός 200 Κομμουνιστών την 1.5.1944. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάοι προς Σπάρτην έξωθεν των χωρίων. Υπό την εντύπωσιν κακουργήματος τούτου Έλληνες εθελονταί εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο Στρατιωτικός Διοικητής Ελλάδος"
Οι περισσότεροι από τους 200 στους οποίους έλαχε ο κλήρος ήταν ήδη χρόνια στα κελιά, από την φουρνιά της Ακροναυπλίας και άλλων τόπων προπολεμικής εξορίας, από εκείνους που ο πατερούλης Μεταξάς και οι διάδοχοι του είχαν παραδώσει έτοιμο πεσκέσι στους κατακτητές, μελλοθάνατους και καταδικασμένους (για να θυμηθούμε το αξέχαστο τραγούδι του Βαμβακάρη) στο διαβόητο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου (τα γυρίσματα της ταινίας πάντως έγιναν στις φυλακές Ιτζεδίν στα Xανιά, από το Χαϊδάρι δεν έχει μείνει παρά μόνο ένα μικρό μπλοκ, το διαβόητο 15).
200 ιστορίες, 200 μοναδικές ιστορίες, 200 Αν, 200 ζωές που δεν βιώθηκαν, 200 μικροδράματα από τα οποία δεν έμεινε τίποτε στην ιστορία, 200 ανεπίδοτα σημειώματα, 200 ονόματα σε μια πλάκα, που παλεύουν με τη μνήμη και τη λήθη. 200 άνθρωποι που μίσεψαν μια μέρα Μαγιού, ταγμένοι σε ένα ιδανικό που έδινε νόημα στη ζωή, ένα νόημα που υπερέβαινε το ατομικό Εγώ. Άλλες εποχές... Από αυτές τις 200, σε μία συγκεκριμένη εστιάζει εδώ ο δραματουργικός φακός, σε μία η οποία δεν στέκει μόνο αντίκρυ στον Χάρο αλλά και ανάμεσα σε ασήκωτα ηθικά διλήμματα. Στον Ναπολέοντα Σουκατζίδη, τον άνθρωπο ο οποίος είχε αναλάβει τον δύσκολο ρόλο του διερμηνέα για τον διοικητή του στρατοπέδου, τον βάναυσο υπολοχαγό των SS Καρλ Φίσερ (για την ιστορία υπάρχει και η μυθιστορηματική βιογραφία του Σπύρου Τζόκα "Ο κύκλος των μάταιων πράξεων", η οποία κατά σύμπτωση παίχτηκε και θεατρικά στον τόπο της θυσίας πριν από λίγες εβδομάδες). Μια θέση δυνητικά προνομιακή αλλά συγχρόνως τραγική και δυσβάσταχτη. Παρακολουθώντας τη σχέση των δύο ανδρών, ο σκηνοθέτης αναδεικνύει όχι μόνο μια πρωτοεπίπεδη σύγκρουση της εξουσίας με την αξιοπρέπεια, αλλά και το ηθικό αδιέξοδο και τις αντιφάσεις της, εκείνο που θα οδηγήσει ανθρώπους τυπικά "πεπαιδευμένους" και με αισθητικές ανησυχίες να γίνουν φορείς του πιο απάνθρωπου και σαδιστικού μίσους που αντίκρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Η αντίθεση ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες δεν θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερη, τονίζεται δε από την αυτοσυγκρατούμενη και στιβαρά λιτή ερμηνεία του Ανδρέα Κωνσταντίνου, σε αντιπαράθεση με έναν νευρώδη και σκιαχτικά πειστικό André Hennicke (ο οποίος έρχεται με μια καλή ...προϋπηρεσία σε άλλα ναζιστικά αξιώματα, έχει κάνει τον στρατηγό Μόνκε στην "Πτώση", τον διαβόητο ναζί δικαστή Φράϊσλερ, ακόμη και τον υπαρχηγό Ρούντολφ Ες). Και θα κορυφωθεί εκεί, λίγο πριν από τη σφαίρα του εκτελεστικού αποσπάσματος. "Όχι εσύ Ναπολέων!" (στο σημείο αυτό αξίζει να μνημονεύσουμε και την ανάλογη, λιγότερο γνωστή ιστορία του γιατρού Χρήστου Καρβούνη στην εκτέλεση των 118 στο Μονοδένδρι της Λακωνίας έναν χρόνο νωρίτερα).
Η ταινία έχει όλες τις αρετές που αναφέραμε για το σινεμά του Βούλγαρη, συνεπικουρούμενη από το σενάριο το οποίο συνυπογράφει η Ιωάννα Καρυστιάνη, είναι εξαιρετικά φωτογραφημένη από τον Σίμο Σαρκετζή, την λειτουργική μέσα στο αυστηρό της πλαίσιο μουσική υπογράφει ο The Boy, ενώ πέρα από το πρωταγωνιστικό δίδυμο διαθέτει και μερικούς καίριους αλλά σημαντικούς δεύτερους χαρακτήρες, όπως τη φίλη του Σουκατζίδη τη Χαρά (Μελία Κράϊλινγκ) και τον χαμηλόβαθμο Ούγγρο αξιωματικό (Λουκάς Κυριαζής) ο οποίος αγωνίζεται να αποδείξει στους ανωτέρους του ότι είναι ...ναζιστικότερος των γερμανών ναζί.
Συνολικά όμως η ταινία αποδεικνύεται μια χαμένη ευκαιρία (γεμάτη δεν είναι άλλωστε η ελληνική ιστορία από τέτοιες, πόσο μάλλον η ...αριστερή). Και προδίδεται όχι τόσο από την έλλειψη αιχμών, από τις λειασμένες απόψεις που θέλουν προφανώς να δράσουν καταπραϋντικά στα σημερινά πάθη, αλλά κυρίως από την (και χρονικά) ανοικονόμητη τάση του Βούλγαρη να εκμαιεύσει όσο το δυνατόν περισσότερο συγκίνηση μπορεί. Αποκορύφωμα το τέλος, όπου επιμένει να αναπαραστήσει με κάθε splatter λεπτομέρεια την ίδια την εκτέλεση, επιπλέον με μια μάλλον ατυχή χρήση του slow motion. Στερώντας έτσι συγκινησιακό δυναμικό από ένα συμβάν το οποίο έχει από μόνο του μια εσώτερη φορτισμένη δυναμική. Και όταν προσπαθείς να αναπαραστήσεις με ακρίβεια το αδιανόητο, είναι μοιραίο ότι θα αποτύχεις. Πολλές φορές στον κινηματογράφο, αυτό που δεν απεικονίζεται είναι πολύ πιο εύγλωττο και δυνατό (γι' αυτό ακριβώς και η καλύτερη ταινία για το Ολοκαύτωμα είναι "Ο γιος του Σαούλ" του Νέμες). Πολλές διηγήσεις και μαρτυρίες που έχω διαβάσει για εκείνο το πρωινό της 1η Μαΐου του 1944, τους ήχους ανακαλούν. Και ειδικά εκείνη τη σιωπή. Τη σιωπή μετά...
7