Σινέ-MiC
Σχεδόν δέκα χρόνια μετά το “Gran Torino”, o Clint Eastwood μπαίνει πίσω από το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, ενός ρόλου, του σκηνοθέτη, του παραγωγού, του πρωταγωνιστή και γενικώς παίρνει «πάνω του» όλο το βάρος της νέας του ταινίας «The Mule» («Το Βαποράκι»). Και τα χρόνια και οι ρυτίδες δεν κρύβονται, όπως και όμως οι αρετές ενός ανθρώπου του κινηματογράφου που θα τα παρατήσει, μάλλον όταν πλέον δεν θα υπάρχει στη ζωή αυτή.
Το “The Mule” είναι όπως και το “Gran Torino”, μια ταινία για έναν ρόλο , για έναν χαρακτήρα, για τον ίδιο τον Clint Eastwood που κοιτά την σύγχρονη Αμερική άλλοτε μέσα από τα μάτια του, άλλοτε μέσα απ’ τον καθρέπτη. Ο “Earl Stone” στην ταινία είναι η ηλικιωμένη και ηλιοκαμένη φιγούρα του άκαμπτου, συντηρητικού αλλά πατριώτη και ορθολογιστή μέσου Αμερικάνου, που όλη η υπόλοιπη Αμερική, σκοτεινή, απόκοσμη, πολυπολιτισμική, ρατσιστική, τεχνολογική, περνά από πάνω του σας οδοστρωτήρας, αλλά αυτός παρ’ όλα αυτά, προσπαθεί να παραμένει ανέπαφος σαν πέτρα – εξ ου μάλλον και το επίθετο “Stone”.
Ο “Earl Stone”- Clint Eastwood είναι ένας ηλικιωμένος ανθοκόμος που έχει διαλύσει την ζωή του, την οικογένειά του, εξαιτίας της εμμονής με την ανθοκομία και το αλκοόλ, του εγωισμού του και του ιδιότροπου του χαρακτήρα του. Αγνοεί ή «ξεχνά» τους γύρω του, τις κοινωνικές συμβάσεις και υποχρεώσεις, την οικογένεια του και συνεχίζει να ζει μια παρατεταμένη εφηβεία που μόνο ο ίδιος καταλαβαίνει τους κανόνες της. Όμως όπως γίνεται πάντα, όλα έχουν το τίμημά τους. Έτσι ο “Earl Stone”, «χάνει» την επιχείρηση του, όλα τα υπάρχοντά του, την αξιοπρέπεια του, το γόητρο του και στην προχωρημένη ηλικία που είναι, αναγκάζεται, γιατί είναι «μουλάρι» υπομονής, μεθοδικότητας και επιμονής, να «ξαναπάρει» την διαλυμένη ζωή πάλι στα χέρια του, με το να γίνει το «Βαποράκι», υπεράνω υποψίας, για το μεξικάνικο καρτέλ ναρκωτικών.
Έτσι μέσα και πίσω από τις γραμμές μιας αληθινής ιστορίας –που πάντα αρέσκεται και ξετρυπώνει, αναδεικνύοντας γεγονότα που διδάσκουν ή προβληματίζουν τον ίδιο και τον θεατή– ο Eastwood στο τιμόνι του ρόλου οδηγεί, κυριολεκτικά, τον εαυτό του και τον “Earl Stone”, σ’ ένα ταξίδι για να κερδίσει πίσω τον εαυτό του και το χαμένο αμερικάνικο όνειρο.
Σ’ αυτό λοιπόν το «road movie» των ναρκωτικών ο Eastwood περνά όλη την Αμερική από το δικό του ιδεολογικό και κινηματογραφικό πρίσμα μας αρέσει ή όχι. Αυτοσαρκάζεται για την ηλικία του, την ζωή, την λειτουργία της, την Αμερική καθώς αυτή αλλάζει αλλά αυτός όχι. Η στωική αγέλαστη ερμηνεία του και οπτική δεν αφήνει ασχολίαστο τίποτα, ίσως όμως ελαφρώς επιδερμικά. Το αλκοόλ, τα ναρκωτικά, η χαμένη αθωότητα, η αυτοκινητοβιομηχανία της Αμερικής, οι Ισπανόφωνοι, οι Μεξικάνοι μετανάστες, οι νέγροι και όχι «οι μαύροι», οι λεσβίες, τ’ αφεντικά, οι οικογενειακές αξίες, η τεχνολογία της επικοινωνίας, ο υπόκοσμος, το σεξ για όλα τα γούστα και τις ηλικίες, η αποξένωση, όλα έχουν θέση στην ταινία αλλά και «δείχνουν» για τον σκηνοθέτη, τι πιθανόν κρατά την Αμερική «πίσω» από την ίδια της την ιστορία. Οι χαμένες αξίες, το άπιαστο σημερινό αμερικάνικο όνειρο, τα «λάθη» του παρελθόντος, οι άνθρωποι και οι καταστάσεις που αλλάζουν συνεχώς εμφανίζουν τον “Earl Stone”, ως μοναχικό λύκο που αρνείται το σήμερα, κοιτά και τραγουδά με συμπάθεια το παρελθόν, αλλά αρνείται να κοιτάξει το μέλλον που βρίσκεται μάλλον ήδη πίσω του.
Ο “Earl Stone” ξέρει τα «λάθη» του αλλά ο Clint Eastwood σκηνοθετικά τον βάζει ν’ αντιμετωπίσει το παρόν σαν μια παρέκκλιση η οποία απλώς μάλλον δεν οδηγεί πουθενά. Στο δικό του αξιακό σύστημα, κρατά στην «κατάψυξη» το παρόν, ξορκίζει μέσα από την σκηνοθετική του ματιά το νέο, τιμωρεί και αυτοτιμωρείται αλλά ο Clint Eastwood συνεχίζει να ζει, να δουλεύει ακούραστα στα 90, να λυπάται για μια Αμερική που «χάνεται» χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα, παρά μόνο πικρά αστεία και σχόλια, αλλά δεν σταματά να βαδίζει τον μοναχικό του δρόμο.