Σινε-MiC
Οι Γερμανοί ξανάρχονται (και στο σινεμά). Και ο Κώστας Καρδερίνης με τον Αντώνη Ξαγά, κόντρα στη ...λιτότητα, πλειοδοτούν σε καλά λόγια για μία από τις ταινίες της χρονιάς.
Τι θεωρείται(ε) άραγε "σουρεαλισμός"; Όχι, δεν αναφέρομαι τόσο στο καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του 20ου αιώνα, στους διάφορους Μπρετόν και Κοκτώ-δες. Ας μείνουμε στην καθημερινότητά μας, αυτή που καμιά φορά διηγούμαστε σε φίλους ως "άκου ρε ένα σουρεαλιστικό σκηνικό". Αν, για παράδειγμα, λέμε τώρα, εμφανιζόταν ο πατέρας σας, φάντης μπαστούνι στο σπίτι, στη δουλειά και στους φίλους σας, μεταμφιεσμένος οικτρά σαν ξεπεσμένος πλεϊμπόι, με μια μασέλα με προτεταμένα άσχημα δόντια, με διάθεση για φάρσες και αστεία και χοντράδες και "κουλές" μεταμφιέσεις, δεν θα χαρακτηρίζατε την όλη φάση τουλάχιστον "σουρεαλιστική"; Από την άλλη μεριά το γεγονός ότι εσείς οι ίδιοι μπορεί να κυνηγάτε μια καριέρα, να πρέπει να περνάτε τη ζωή σας σε σφιχτά γραβατοφορεμένα και σπουδαιοφανή μύτινγκ για πάντα σοβαρές "μπίζνες", δίπλα σε ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα τους πλησιάζατε καν, να πιάνετε και γκόμενο/α έναν συνάδελφο φίδι για να έχετε τουλάχιστον ένα μέτωπο λιγότερο, να γλείφετε πελάτες και αφεντικά (ναι, βέβαια, εγκχμμ, ο γάιδαρος πετάει, ναι, φυσικά αυτό εννοούσα!), όλα αυτά λοιπόν, πώς θα τα χαρακτηρίζατε άραγε; Που ο ρεαλισμός και που ο σουρεαλισμός;
Σε ένα τέτοιο δίπολο κινείται αυτή η πολύ ιδιαίτερη ταινία της γερμανίδας Maren Ade, την οποία είχαμε εκτιμήσει τα μάλα με το «Όλοι οι Άλλοι» («Alle Anderen», που ξανείδαμε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας), τώρα όμως με το έργο αυτό δρέπει τις δάφνες που τις αξίζουν (κι ας τις έλειψαν οι ...φοίνικες στο φετινό φεστιβάλ των Καννών, όπου θεωρήθηκε μακράν η πιο αδικημένη από την επιτροπή). Και ο Toni Erdmann της είναι ακριβώς αυτός ο μπαμπάς που μνημονεύσαμε, ο άνθρωπος που έσπαγε πλάκα (για να θυμηθούμε και την παλιά παρακμιακή κωμωδία του Λάμπρου Κωνσταντάρα), κουβαλάει και τη δική του σκοτεινιά βέβαια, μεγαλώνει, είναι χωρισμένος, βασικά άνεργος, πέθανε και ο αγαπημένος του σκύλος, όσο για την σχέση με την κόρη... Η κόρη δουλεύει ως σύμβουλος επιχειρήσεων στο Βουκουρέστι (εκεί που οι γερμανικές εταιρείες επέδραμαν μετά την πτώση του κομμουνισμού για να διδάξουν τα ιδανικά της ελευθερίας και των ...φίλων αυτής), προσπαθεί να χτίσει καριέρα μακριά από την πατρική φωλιά, λεφτά βγάζει, σκληρή είναι, ατσαλάκωτη προσπαθεί να είναι, διασκεδάζει με ποτά στα κλαμπ με υποψήφιους πελάτες, έχει έναν συνάδελφο εραστή σε άγονο έρωτα με το σπέρμα να καταλήγει πάνω στα ...πτι-φουρ, η ταινία σχεδόν σε κάνει να το νιώθεις το υπαρξιακό κενό. Και κάπου να σου απρόσκλητος ο μπαμπάς της και της κάνει την τακτοποιημένη ζωή (και όπως ψυχανεμίζεται όχι ιδιαίτερα ευτυχισμένη) άνω-κάτω.
Για κωμωδία καθαρή ξεκίνησε η ταινία, αλλά στον δρόμο προέκυψε το δράμα, όπως ζωή δηλαδή, αυτά τα δύο πάνε μαζί αλληλένδετο, χεράκι-χεράκι. Και από 120 ώρες γυρισμάτων, έμειναν ...μόνο 164 λεπτά (ποπκόρν μηρυκαστικά ας κρατήσουν αποστάσεις, θα βαρεθούν πιθανότατα). Η Sandra Hüller και ο Peter Simonischek συνθέτουν επί οθόνης ένα δίδυμο εκπληκτικής χημείας (ή ...μη-χημείας όταν χρειάζεται), το σενάριο είναι εξαιρετικό, με δόσεις χιούμορ, συγκίνησης και σαρκασμού σε ισορροπία και ένα εύρος νύξεων για ένα σωρό θέματα της εποχής (μέχρι και την φτώχεια και τις απολύσεις στις παρυφές της ΕΕ) χωρίς σε καμία στιγμή να διολισθαίνει σε εύκολο καταγγελτικό λόγο. Στο μεταξύ, οι γερμανοί χαίρονται και ονειρεύονται την αναγέννηση του σινεμά τους, οι αγγλοσάξονες αναρωτιούνται ποιος ηθοποιός θα μπορούσε να παίξει τον Toni σε ένα πιθανό (ωχ-ωχ) remake (ο Bill Murray; ο Jack Nicholson;), όσο για μας, αν αφήσει κανένα ερωτηματικό, κανέναν προβληματισμό για το τι κάνουμε στις ζωές μας, καλό θα είναι...
Σκηνή Ανθολογίας: Ο μπαμπάς υποδύεται τον γερμανό ...πρέσβη σε μια άσχετη μάζωξη, ένα πιάνο παίζει και η κόρη αφήνεται να ξεσπάσει σε ένα "The Greatest Love of All" της Whitney.
Βαθμός: 8.5
Αντώνης Ξαγάς
******************************************************************************
... ή πώς βλέπει η [επίσημη] Γερμανία την Ευρωπαϊκή Ολοκλήρωση
Βλέποντας το τρέιλερ είχα την εντύπωση ότι πρόκειται μάλλον για ξενέρωτη κωμωδία, με τον τρόπο που οι γερμανοί [δεν] ξέρουν να κάνουν χιούμορ. Στην σκοτεινή αίθουσα όμως αποκαλύφθηκε η έντονη κριτική στάση της φεμινίστριας/παραγωγού/σεναριογράφου/σκηνοθέτισσας Μάρεν Άντε απέναντι στη ζωή των συμπατριωτών της και στον τρόπο που εκμεταλλεύονται τα ευρωπαϊκά ιδεώδη και τους "αδελφούς" λαούς για ίδιον όφελος.
Φυσικά και υπάρχουν εξαιρέσεις και μια απ' αυτές είναι ο (αντί)ήρωας της ταινίας αυτής. Ένας "πράσινος" μπαμπάς [Peter Simonischek], συνταξιούχος δάσκαλος μουσικής, ο οποίος ζει ουσιαστικά αποκομμένος, με μόνη συντροφιά έναν υπέργηρο σκύλο. Φαίνεται μιας-εξαρχής ότι η κόρη του, Ινές [Sandra Hueller], όχι μόνο δεν έπεσε κάτω απ' τη μηλιά αλλά εξελίχθηκε σε σημαίνον στέλεχος της παγκοσμιοποιημένης άυλης επιχειρηματικότητας με διεθνή δράση και υπερπόντιες προοπτικές. Κόρη η οποία σνομπάρει τις οικογενειακές αξίες που παρακμάζουν και αργοπεθαίνουν μαζί με τους συγγενείς της.
Για να πάρουμε αποστάσεις [και διαστάσεις] από το θέμα, η μονομαχία των δυο τρόπων σκέψης μεταφέρεται στην πρωτεύουσα της Ρουμανίας, μια τρομαχτικά σύγχρονη μεγαλούπολη μιας χώρας που υποφέρει από την κάθετη καπιταλιστική "ευμάρεια" της μετά-Τσαουσέσκου εποχής της. Ο μπαμπάς-εισβολέας αφήνει πίσω το μακιγιάζ του αποτυχημένου Τζόκερ [με τη διπλή έννοια, του διασκεδαστή και του αντιπάλου δέους του Μπάτμαν] και μεταμορφώνεται σε Τόνι Έρντμαν, άνθρωπος (προς)γειωμένος και δούρειος ίππος συνάμα, προσπαθώντας με δονκιχωτικό και ανορθόδοξο τρόπο να αφυπνίσει τα ιδεώδη με τα οποία γαλούχησε την κόρη του.
Εγείρονται και κυματίζουν μεσίστια επικούρεια ζητήματα περί ζωής, αγάπης και ευτυχίας. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην ουσία της ευτυχίας/ευδαιμονίας και στον/στους τρόπους επιδίωξής της από τον καθημερινό άνθρωπο που ζει και χαίρεται τη στιγμή, το σήμερα, το τώρα, το εδώ. Και δεν παύει να φιλοσοφεί τη ζωή του, την ύπαρξη του, τη θέση του στον κόσμο και την άμεση συνάρτηση της δικής του ευδαιμονίας με την ευτυχία των οικείων και των αγαπημένων του. Φυσικά και φυσιολογικά οι μύδροι κατευθύνονται κυρίως προ τους αυθάδεις και αλαζόνες συμπατριώτες αλλά όλο και κάποιο ξώφαλτσο κοτρόνι έρχεται και προς τα δω, σε όσους είναι παραδομένοι μοιρολάτρες.
Στο περιθώριο της προσπάθειας, βλέπουμε μέσα από διάφορα παράθυρα και μπαλκόνια, έναν άλλο κόσμο, ως ντοκιμαντερικό βεριτέ σχόλιο. Επιπλέον, η κάμερα πλησιάζει πρόσωπα και πράγματα με ωμό ρεαλισμό και αίσθηση διαστροφικού χιούμορ, όπως κάνουν σύγχρονοι ρουμάνοι σκηνοθέτες. Η πολυεπίπεδη και πλειότιμη ματιά της Άντε έχει εξελιχθεί από τότε που [αν] μας πρωτοπαρουσιάστηκε στις Ημέρες Ανεξαρτησίας - Κάποιος να τους Προσέχει στο 50ο ΦΚΘ [Το δάσος για τα δέντρα, Όλοι οι άλλοι]. Ακόμη και η άποψή της για την απελευθερωτική δύναμη της μουσικής έχει ωριμάσει. Αντιδιαστέλλει εφήμερα τραγουδάκια με το ιδιαίτερο βάρος ενός The Greatest Love of All ή ενός Plainsong [1989] που προέρχεται από ένα ψυχοθεραπευτικό Disintegration των Cure [έστω κι αν ακούγεται αυτούσιο μόνο στους τίτλους τέλους].
Οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών σκίζουν. Η ανατολικογερμανή Σάντρα Χίλερ, με υιοθετημένο φυζίκ ανορεκτικής Γκουίνεθ Πάλτροου, ξεδιπλώνει όλη τη γκάμα της μεγιστοποιώντας την απόλαυση και την ψυχαγωγία μας. Ο αυστριακός Πέτερ Σιμόνισεκ είναι φαντασμα(γορι)καταπληκτικός. Απερίγραπτος. Να θυμίσω δυο ταινίες του που επίσης αξίζει να αναζητήσετε. Το μεταμοντέρνο μπεργκμανικό δράμα Οκτώβριος-Νοέμβριος [2013, Oktober November] του Goetz Spielmann. Και το τσεχοφικό ποίημα Αγάπη και Φόβος [1988, Three Sisters /Paura e amore] της Margarethe von Trotta με τις "τρεις αδερφές" Fanny Ardant, Greta Scacchi και Valeria Golino.
Η ιδιόρρυθμη πικρόξινη χαμηλόφωνη σάτιρα Τόνι Έρτνμαν είναι υποψήφια για το Βραβείο Lux που απονέμεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Για το λόγο αυτό προβάλλεται επίσης στο πλαίσιο του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Βαθμός: εννιά [9]
Κώστας Γ. Καρδερίνης